Βασίλης Φωτόπουλος
Ο Βασίλης Φωτόπουλος ήταν επιφανής Έλληνας ζωγράφος, σκηνοθέτης, καλλιτεχνικός διευθυντής και σκηνογράφος. Γεννήθηκε το 1934 στην Καλαμάτα και πέθανε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 2007.
Υστερα από τη δολοφονία του πατέρα του στον Εμφύλιο, ήρθε στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα του και τον αδελφό του, Διονύση. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική είχε αρχίσει νωρίτερα με μαθητεία στον Καλαματιανό ζωγράφο Ευάγγελο Δράκο ενώ ως έφηβος είχε μυηθεί στη βυζαντινή αγιογραφία. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ώριμη φάση της ζωής του, η τέχνη αυτή παρέμενε όχι μόνο πηγή έμπνευσης αλλά και συναισθηματικής γαλήνης.
Η πρώτη του επαφή με το θέατρο ήταν τα μεροκάματα που έκανε βάφοντας τα σκηνικά για τον επιθεωρησιακό θίασο του «Ακροπόλ» και στο θέατρο «Μπουρνέλλη». Το 1958, ο Κωστής Μπαστιάς, τότε διευθυντής της Λυρικής, του αναθέτει τη σκηνογραφία και τον σχεδιασμό των κοστουμιών για την όπερα του Τζ. Μπ. Περγκολέζι «Η υπηρέτρια κυρά». Ηταν η απαρχή της συνεργασίας του με την ΕΛΣ ως σκηνογράφου και ενδυματολόγου. Δεν αρκέστηκε όμως στο σταθερό αυτό πόστο αλλά άρχισε να ταξιδεύει στο εξωτερικό, για να δει από κοντά τις εξελίξεις στα εικαστικά και το θέατρο.
Κατά την επάνοδό του στην Ελλάδα συνεργάστηκε με τους Μ. Θεοδωράκη, Μ. Κακογιάννη και Μποστ για την «Ομορφη πόλη». Ακολουθεί το άνοιγμα στο εξωτερικό. Κάνει και τα 75 σκηνικά για την ταινία «Αμέρικα, Αμέρικα» μαζί με τον Αμερικανό Τζιν Κάλαχαν. Ομως ο σκηνοθέτης παρέλειψε το όνομα του Φωτόπουλου στους τίτλους. Οταν ο τελευταίος παραπονέθηκε στον Καζάν, εισέπραξε την απάντηση: «Μα ποιος θα πίστευε ότι αυτά τα σκηνικά είχαν γίνει από ένα Ελληνόπουλο...». Ετσι το Οσκαρ με το οποίο βραβεύτηκε η ταινία για τη σκηνογραφία της πήγε στον Κάλαχαν. Τελικά η δικαίωση και διεθνής καταξίωση ήρθε με τον «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ο Φωτόπουλος, στα 30 του μόλις χρόνια, κέρδισε το χρυσό αγαλματάκι για τη σκηνογραφική του δουλειά.
Από το 1964 έως και τη χούντα, μοίρασε τη ζωή του μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής ενώ από το 1967 έως τη μεταπολίτευση έμεινε στις ΗΠΑ με μεγάλες συνεργασίες. Ηρθε στην Ελλάδα μόνο το 1973 για να σκηνοθετήσει την ταινία «Ορέστης». Στη μεταπολίτευση συνεργάστηκε κατ’ αρχάς με τον Ζυλ Ντασσέν, τη Μελίνα Μερκούρη και τον Νίκο Κούρκουλο αλλά και με όλους τους καλλιτεχνικούς φορείς, θεατρικούς και μη, αφήνοντας τη αισθητική του σφραγίδα σε μεγάλες παραστάσεις.
Πίστευε ότι σκηνικά και ενδύματα στο θέατρο οφείλουν να υπηρετούν το κείμενο και τον συγγραφέα. Απέφευγε τις συμπαγείς κατασκευές, τα έντονα χρώματα και προτιμούσε τα ελαφρά υλικά (κυρίως χαρτί, πανί, ξύλο και πλαστικό). Σε όλη την πορεία του δεν έχασε την επαφή με τη ζωγραφική και αντιμετώπιζε τα σκηνικά ως τρισδιάστατο ζωγραφικό έργο. Από το 1980 αφιερώνεται στον χρωστήρα και περιηγείται σε μοναστήρια. Ατομικές εκθέσεις του Βασίλη Φωτόπουλου έχουν γίνει στο Μουσείο Βορρέ (1991), στην γκαλερί «Νέες Μορφές» (1996), στην γκαλερί «Ζουμπουλάκη» (1999). Μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του ιδίου και του αδελφού του είχε κάνει το 1997 ο «Μύλος» της Θεσσαλονίκης. Εργα του υπάρχουν σε διάφορα μουσεία και σε αρκετές ιδιωτικές συλλογές.
Πέθανε στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου του 2007.
De Siris