Ιωάννης Τσιγάντες-Σβορώνος
Ο Ιωάννης Τσιγάντες-Σβορώνος γεννήθηκε το 1897 και πέθανε στις 14 Ιανουαρίου 1943, ήταν απότακτος αξιωματικός του φιλοβενιζελικού κινήματος του 1935 και στη διάρκεια της Κατοχής ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση στα πλαίσια της οργάνωσης Μίδας 614.
Δολοφονήθηκε από τις ιταλικές αρχές Κατοχής στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου του 1943.
Η ζωή του
Ο Ιωάννης Τσιγάντες γεννήθηκε στην Τούλτσα της Ρουμανίας και ήταν δίδυμος αδελφός του Χριστοδούλου Τσιγάντε. Πήρε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία και πρωταγωνίστησε στην ίδρυση της Ελληνικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (ΕΣΟ). Τη νύχτα της 2ας προς 3ης Μαρτίου του 1935, κατέχοντας τότε το βαθμό του λοχαγού, διέφυγε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, όπου υπηρετούσε και κινήθηκε προς το Πέραμα, βέβαιος ότι το κίνημα είχε αποτύχει. Εκεί συνελήφθη, προφυλακίστηκε και καταδικάστηκε από Έκτακτο Στρατοδικείο σε "ισόβια δεσμά" για εσχάτη προδοσία, στις 31 Μαρτίου 1935, μαζί με τον αδελφό του αντισυνταγματάρχη Χ. Τσιγάντε και τους, συνταγματάρχη Στέφανο Σαράφη και αντισυνταγματάρχη Στεφανάκο. Η ποινή αυτή είχε ως συνέπεια την στρατιωτική καθαίρεση των παραπάνω που έγινε δημόσια, στις 2 Απριλίου του 1935, στο χώρο των στρατώνων Πεζικού, στο Γουδί, (σήμερα Πάρκο της Ελευθερίας). Παρακινούμενοι τότε πολλοί Αθηναίοι πολίτες από την άθλια δημοσιογραφική πένα της εποχής είχαν σπεύσει για να φτύσουν τους καθαιρεθέντες και να εκφράσουν την δυσφορία τους στην ...επιείκεια του στρατοδικείου που δεν επέβαλε θανατική καταδίκη.
Με την παλινόρθωση της βασιλευομένης δημοκρατίας έλαβε χάρη, όμως δεν ανακλήθηκε στο στρατό όταν άρχισε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 με το βαθμό που είχε αλλά υποβιβάστηκε στην τάξη του οπλίτη όπως και ο αδερφός του. Στη διάρκεια της Κατοχής διέφυγε στη Μέση Ανατολή, αποκαταστάθηκε και προβιβάστηκε αναδρομικώς σε ταγματάρχη, εντασσόμενος σε κύκλο στελεχών συνεργαζόμενων με τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες (ΜΟ4), με σκοπό την οργάνωση αντίστασης από τα αστικά κόμματα, ως αντίβαρο του ΕΑΜ στην Ελλάδα.
Η αντιστασιακή δράση του και ο θάνατός του
Το καλοκαίρι του 1942 οι συμμαχικές δυνάμεις στη Βόρεια Αφρική βρίσκονταν σε πολύ δυσχερή θέση μετά από την επίθεση του Ρόμελ. Τότε το Βρετανικό Γενικό Στρατηγείο στη Μέση Ανατολή διέταξε την ομάδα «Προμηθέας II», την οποία ήλεγχε η SOE στην Αθήνα, να προβεί σε γενικευμένες δολιοφθορές, που θα είχαν ως συνέπεια την καθυστέρηση ανεφοδιασμού των γερμανικών δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική, και στον αποκλεισμό της διώρυγας της Κορίνθου. Ο αποκλεισμός της διώρυγας ήταν εγχείρημα υψίστης σημασίας που όμως δεν επετεύχθη. Τότε αποφασίστηκε η οργάνωση ανεξάρτητης αποστολής με τη συγκρότηση μιας εννιαμελούς οργάνωσης με επικεφαλής τον Ιωάννη Τσιγάντε, η οποία εκτός από τον αποκλεισμό της διώρυγας της Κορίνθου θα επιδίωκε τη συλλογή και τη διαβίβαση πληροφοριών, την ίδρυση ενός συμβουλίου που θα συντόνιζε τον αγώνα και τη συγκρότηση ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα.
Στα τέλη του Ιουλίου του 1942 η αποστολή έφτασε στην Ελλάδα. Ο Τσιγάντες έδωσε προτεραιότητα στην ανάπτυξη της οργάνωσης Μίδας 614 και ξεκίνησε επαφές με όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους και με αντιστασιακές οργανώσεις προκειμένου να επιτευχθεί κάποια μορφή συνεργασίας. Η προσπάθεια όμως αυτή δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα καθώς από τη μια διάφορες οργανώσεις θεωρούσαν ότι η αποστολή του Τσιγάντε είχε γίνει γνωστή στις αρχές κατοχής και υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθούν και από την άλλη προκαλούσε ο τρόπος που συνεργάτες του ξόδευαν τις λίρες που είχαν φέρει μαζί τους. Επίσης και ο ίδιος, λόγω της απαράμιλλης τόλμης του, δεν ελάμβανε όλα τα μέτρα προστασίας. Στις 14 Ιανουαρίου του 1943 ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις περικύκλωσαν το κρησφύγετο του, σε υπόγειο διαμέρισμα πολυκατοικίας επί της οδού Πατησίων στον αριθμό 86, στο κέντρο της Αθήνας (πλησίον της ΑΣΟΕΕ). Ο Τσιγάντες υποδύθηκε τον αξιωματικό της αστυνομίας πόλεων, χωρίς όμως να πείσει τους Ιταλούς. Τελικώς, και αφού προηγουμένως έκαψε τα αρχεία του, συνεπλάκη μαζί τους και έχασε τη ζωή του αν και πρόλαβε να σκοτώσει δύο καραμπινιέρους και να τραυματίσει άλλους τρεις. Μετά θάνατο προβιβάστηκε σε αντισυνταγματάρχη ως «πεσών επί του πεδίου της μάχης». Στο κτίριο όπου δολοφονήθηκε ο Ιωάννης Τσιγάντες τοποθετήθηκε αναμνηστική πλάκα το 1984.
Υπήρχε ένας μυστηριώδης προδότης στην ιστορία του Τσιγάντε, ο οποίος τηλεφωνούσε κάθε φορά στις κατοχικές αρχές και υποδείκνυε τα κρησφύγετά του, όμως ο Τσιγάντες πάντοτε κατάφερνε να ξεφύγει, εκτός της μοιραίας στιγμής στο διαμέρισμα της Πατησίων. Μάλιστα, το τελευταίο τηλεφώνημα, σύμφωνα με πηγές από την Ελληνική Αστυνομία, ανθρώπων που ήταν κοντά στους κατακτητές αλλά έδιναν πληροφορίες στους αντιστασιακούς, έγινε από άγνωστη γυναίκα, η οποία όμως μπορεί να ήταν βαλτή για να μη βρεθεί ποτέ ο πραγματικός προδότης. Αν και έγιναν διάφορες έρευνες μεταπολεμικώς, ακόμα και με παραγγελία της Βουλής των Ελλήνων, δε στάθηκε δυνατό μέχρι σήμερα να εξακριβωθεί ποιος πρόδωσε τον Τσιγάντε, έχοντας γίνει στην κυριολεξία η σκιά του.
De Siris