Arthur Schopenhauer
Ο Άρθουρ Σοπενάουερ γεννήθηκε στο Δάντσιχ της Πολωνία στις 22 Φεβρουαρίου 1788 και πέθανε στην Φρανκφούρτη της Γερμανία στις 21 Σεπτεμβρίου 1860, ήταν Γερμανός φιλόσοφος γνωστός για τον αθεϊστικό πεσσιμισμό του και την φιλοσοφική του διαύγεια. Στην ηλικία των 25, δημοσίευσε την διδακτορική του διατριβή με τίτλο "Η τετραπλή ρίζα του επαρκους λόγου", η οποία εξέταζε αν η αιτιατότητα καθαυτήν μπορεί να προσκομήσει απαντήσει για τον κόσμο μας. Το σημαντικότερο έργο του Σοπενάουερ, Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση, τόνιζε το ρόλο του κύριου κινήτρου δράσης των ανθρώπων, το οποίο ο Σοπενάουερ ονόμαζε Βούληση. Η ανάλυση της Βούλησης οδήγησε τον Σοπενάουερ στο συμπέρασμα ότι οι συναισθηματικές, σωματικές και σεξουαλικές επιθυμίες δεν μπορούν ποτέ να εκπληρωθούν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Σοπενάουερ να κατατείνει προς ένα τρόπο ζωής που απέρριπτε τις ανθρώπινες επιθυμίες, παρόμοιο με αυτόν που διδάσκουν ο Βουδισμός και οι Βέδες.
Η μεταφυσική ανάλυση της Βούλησης από μέρους του Σοπενάουερ, η άποψη του πάνω στο κίνητρο και την επιθυμία, και ο αφοριστικός τρόπος γραφής του επηρέασαν πολλούς γνωστούς ανθρώπους του πνεύματος όπως ο Φρειδερίκος Νίτσε, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο Σίγκμουντ Φρόυντ, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και άλλοι.
Η ζωή του
Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος τραπεζίτης και η μητέρα του συγγραφέας. Μορφώθηκε στο Δάντσιχ και στο Αμβούργο. Με την πρόθεση να τον εισαγάγει στο κόσμο του εμπορίου ο πατέρας του τον ώθησε στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Για τον σκοπό αυτό ταξίδεψε στην Ολλανδία, στην Ελβετία, στην Αυστρία και στην Αγγλία, ενώ έμεινε για δύο χρόνια στη Γαλλία. Τα παιδικά του χρόνια ήταν μια περίοδος δυσάρεστη για αυτόν εξαιτίας της πιεστικής συμπεριφοράς του πατέρα του και προβλημάτων στην υγεία του.
Όταν το 1805 πεθαίνει ο πατέρας του, του αφήνει μια κληρονομιά που του επιτρέπει να ζει χωρίς να εργάζεται. Έκανε το γυμνάσιο στην Γκότα και στη Βαϊμάρη και το 1809 γράφεται στην ιατρική σχολή, όπου έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Schulze. Επηρεασμένος από αυτά αρχίζει να ασχολείται με τη φιλοσοφία και να διαβάζει Πλάτωνα και Καντ. Το 1811 μετακομίζει στο Βερολίνο όπου και παρακολουθεί τα μαθήματα του Σλάιερμαϊερ και του Φίχτε. Παίρνει πτυχίο μετά απο 2 χρόνια γράφοντας μια πτυχιακή εργασία την οποία εκτίμησε ιδιαίτερα ο Γκαίτε. Στη συνέχεια απομονώνεται στη Δρέσδη, όπου και ολοκληρώνει την μελέτη των κλασσικών φιλοσόφων. Το διάστημα 1818-1819 επισκέπτεται τη Ρώμη, τη Νάπολη και τη Βενετία όπου και παραλίγο να παντρευτεί. Το 1820 γίνεται κα8ηγητής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου μετά από μια λεκτική σύγκρουση με τον Χέγκελ. Οι ώρες των μαθημάτων του συμπίπτουν με αυτών του Χέγκελ, με αποτέλεσμα μετά απο ένα εξάμηνο να διακοπούν. Έτσι αρχίζει τα ταξίδια στην Ελβετία, στην Ιταλία και στη Γερμανία. Το 1825 επιστρέφει στη Γερμανία με την πρόθεση να ξεκινήσει την πανεπιστημιακή του καριέρα, αλλά φεύγει λόγω της έλλειψης ενδιαφέροντος από την πλευρά του πανεπιστημίου και της επιδημίας της χολέρας που οδήγησε στον θάνατο και τον Χέγκελ. Το 1833 μετακομίζει στη Φρανκφούρτη, όπου και ζει για το υπόλοιπο της ζωής του. Πεθαίνει το 1860 σε ηλικία 72 χρονών από πνευμονία.
Η φιλοσοφία του
Η φιλοσοφία της βούλησης
Ένα σημείο εστίασης της φιλοσοφίας του Σοπενχάουερ ήταν η διευρεύνηση του πάνω στο ατομικό κίνητρο. Πριν το Σοπενχάουερ, ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ είχε εισάγει την έννοια του Zeitgeist, την ιδέα ότι η κοινωνία διέπετο από μια συλλογική συνείδηση η οποία κατέτεινε προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, δίνοντας την κατευθυντήριο γραμμή στα μέλη της. Ο Σοπενχάουερ, γνώστης της φιλοσοφίας του Εμμάνουελ Καντ και του Χέγκελ, άσκησε κριτική στη λογική βελτιοδοξία και την πίστη ότι η ατομική ηθική καθορίζονταν από την κοινωνία και από τον Λόγο. Ο Σοπενχάουερ πίστευε ότι οι άνθρωποι υποκινούνταν από τις ίδιες τους τις βασικές επιθυμίες, ή από την Wille zum Leben (βούληση του ζην), η οποία κατεύθυνε όλη την ανθρωπότητα. Για τον Σοπενχάουερ, η ανθρώπινη επιθυμία ήταν μάταιη, άλλογη, ακαθοδήγητη, και, κατ' επέκτασην, αυτό ίσχυε για όλο το σύνολο της ανθρώπινης δράσης. Η Βούληση για τον Σοπενάουερ είναι μια μεταφυσική οντότητα που ελέγχει όχι μόνο τις πράξεις του ατόμου, αλλά εν τέλει και όλα τα παρατηρήσιμα φαινόμενα. Βούληση, για τον Σοπενάουερ, είναι ότι ο Καντ ονόμαζε "πράγμα καθαυτό".
Τέχνη και αισθητική
Για τον Σοπενάουερ, η ανθρώπινη επιθυμία, η "βούληση" και η θέληση προκαλούν πόνο και ανέχεια.
Ένας προσωρινός τρόπος να απαλαχτεί κανείς από τον πόνο είναι μέσω της αισθητικής περισυλλογής. Αυτός είναι ο αμέσως καλύτερος τρόπος καταστολής της βούλησης, πέρα από την πλήρη εξάλειψη του θέλειν. Η ολική απορρόφηση στον κόσμο νοούμενο ως Παράσταση, μέσω της αναπαραγωγής της πραγματικότητας από το έργο τέχνης, σώζει τον άνθρωπο από τον κόσμο ως Βούληση, που είναι ο καθαυτό κόσμος. Η μουσική κατέχει μείζωνα θέση στην αισθητική θεώρηση του Σοπενάουερ κάθως, λόγω της αφαιρετικότητας της, δεν βασίζεται σ' ένα φαινομενολογικό παραστατικό μέσον. Η μουσική αισθητικά αναπαριστά την Βούληση καθαυτήν, αδιαμεσολάβητη, και όχι όπως αυτή παρουσιάζεται υπό του ατομικιστικού πρίσματος. Σύμφωνα με τον Daniel Albright "ο Σοπενάουερ πίστευε ότι η μουσική ήταν η μόνη τέχνη η οποία δεν αντέγραφε απλά ιδέες, αλλά ήταν η ίδια η ενσάρκωση της Βούλησης".
Ηθική
Η ηθική θεωρία του Σοπεάουερ πρότεινε ότι υπάρχουν τρία κύρια ηθικά ελατήρια: συμπόνια, μοχθηρία και εγωισμός. Η συμπόνια είναι το κύριο κίνητρο της ηθικής έκφρασης. Η μοχθηρία και ο εγωισμός είναι εκφυλισμένες εναλλακτικές ηθικές εκφράσεις.
Ψυχολογία
Η επιρροή του Σοπενχάουερ ήταν πιθανόν πιο έντονη πάνω στην πραγμάτευση του για την ψυχολογία του ανθρώπου παρά πάνω στη σφαίρα της φιλοσοφίας. Οι φιλόσοφοι μέχρι τον Σοπενάουερ δεν είχαν εντυπωσιαστεί από την πιέση που ασκεί το σεξ πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό, αλλά ο Σοπεάουερ αναφέρθηκε σ' αυτό και σε συναφή θέματα εκτενώς:
...ο καθένας πρέπει να μένει έκπληκτος που ένα πράγμα [σεξ] το οποίο παίζει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη ζωή έχει μέχρι τώρα πρακτικά παραμεληθεί από το σύνολο των φιλοσόφων, και στέκει μπροστά μας σας σαν ανεπεξέργαστο και ακατέργαστο υλικό.
Έδωσε όνομα σε μία δύναμη εντός του ανθρώπου, η οποία, όπως ο Σοπενάουερ διαισθανόταν, σταθερά επικρατούσε έναντι της λογικής: τη Βούληση του ζην (Wille zum Leben) και την όρισε ως μια εγγενή ώθηση εντός των ανθρώπινων όντων, και των πλασμάτων γενικά, να παραμείνουν ζωντανοί και να αναπαραχθούν. Ο Σοπενάουερ αρνούνταν να εκλάβει την αγάπη ως κάτι ασήμαντο ή τυχαίο, αλλά αντίθετα την εξέλαβε ως μια αστείρευτη δύναμη που κείτονταν αθέατη εντός της ανθρώπινης Ψυχής αλλάζοντας δραματικά τη μορφή του κόσμου.
Ο απόλυτος σκοπός όλων των υποθέσεων αγάπης... είναι πιο σημαντικός από κάθε άλλο σκοπό στην ζωή του ανθρώπου και γι' αυτό αξίζει τη μέγιστη σοβαρότητα με την οποία καθένας τον επιδιώκει.
Αυτό το οποίο σχεδιάζεται μέσω των υποθέσεων αυτών δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σύνθεση της επόμενης γενιάς.
Αυτές οι ιδέες αποτελούσαν προεικονομία της δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης και των φροϋδικών εννοιών πάνω στην λίμπιντο και το ασυνείδητο.
Πολιτική και κοινωνική σκέψη
Πολιτική
Η πολιτική σκέψη του Σοπενάουερ είναι, σε μεγάλο μέρος της, ένας απόηχος του ηθικού του συστήματος (το οποίο αναπτύσσεται στο βιβλίο Die beiden Grundprobleme der Ethik (Στα θεμέλια της Ηθικής). Η ηθική καταλαμβάνει περίπου ένα τέταρτο του κύριου έργου του Σοπενάουερ, Ο κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση
Σε περιστασιακές αναφορές πάνω στην πολιτική στα Πάρεργα και Παραλειπόμενα, ο Σοπενάουερ περιγράφει τον εαυτό του ως υπέρμαχο ενός φιλελεύθερου κυβερνητικού συστήματος. Το ουσιώδες ήταν, πίστευε, το κράτος "να αφήνει κάθε άνθρωπο ελεύθερο προς την αναζήτηση της προσωπικής λύτρωσης", και θα προτιμούσε "να κυβερνάται από ένα λιοντάρι παρά από τους αραουραίους ακόλουθούς του" - δηλαδή προτιμούσε την διακυβέρνηση ενός μονάρχη από έναν δημοκράτη. Ο Σοπεάουερ παρόλα αυτά συμμερίζονταν την άποψη του Τόμας Χομπς για την αναγκαιότητα του Κράτους, και της κρατικής βίας, με την οποία καταστέλλονται οι καταστροφικές τάσεις που ενυπάρχουν στο ανθρώπινο είδος.
Ο Σοπενάουερ, σύμφωνα με ομολογία του ίδιου, δεν στοχάστηκε ιδιαίτερα πάνω στα πολιτικά ζητήματα, και πολλές φορές αναφέρει με περηφάνια πόσο λίγη προσοχή έδωσε στις σύγχρονες [του] πολιτικές υποθέσεις. Σε μία εποχή επαναστάσεων ενάντια στη Γαλλική και Γερμανική κυβέρνηση, παρέμεινε στην απόμακρη του στάση "στοχαζόμενος όχι τις εποχές αλλά τις αιωνιότητες". Γενικά ο Σοπενάουερ αμφισβητούσε την εξελικτική πορεία της ιστορίας και το εύρος των συμπερασμάτων που μπορούσε κανείς να βγάλει ακολουθώντας τα ιστορικά γεγονότα. Ο Σοπενάουερ έκανε πολλές υποτιμητικές παρατηρήσεις πάνω στους γερμανούς και τη Γερμανία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι "Καταλογίζει κανείς στους γερμανούς ότι μιμούνται πότε τους Γάλλους και πότε τους Άγγλους. Ωστόσο, είναι ακριβώς ό,τι καλύτερο μπορούν να κάνουν, διότι, αν περιοριστούν στα δικά τους μέσα, δεν έχουν τίποτε καλό να επιδείξουν".
Ο Σοπενάουερ είχε μια ξακάθαρη ιεραρχική σύλληψη πάνω στην ανθρώπινη φυλή, αποδίδοντας φυλετική ανωτερότητα στις Βόρειες, "λευκές" φυλές, λόγω της ευαισθησίας τους και της δημιουργικότητας τους:
Οι σημαντικότεροι πολιτισμοί και κουλτούρες, πέραν των αρχαίων Ινδών και Αιγυπτίων, παρατηρούνται αποκλειστικά στις λευκές φυλές, ενώ ακόμη και με πολλούς σκουρόχρωμους ανθρώπους, η κυρίαρχη κάστα ή φυλή, έχει πιο ανοιχτόχρωμο δέρμα από τους υπόλοιπους και κατά συνέπεια, επιλέγει τη μετανάστευση-παραδείγματος χάριν οι Βραχμάνοι, οι Ίνκας, και οι κυρίαρχοι των Νήσων του Ειρηνικού. Όλο αυτό οφείλεται στο γεγονός του ότι η αναγκαιότητα είναι η μήτρα της εφευρετικότητας, καθώς εκείνες οι φυλές που μετανάστευσαν στο Βορρά και σταδιακά γίναν λευκές, έπρεπε να αναπτύξουν όλες τις πνευματικές δυνάμεις και να εφεύρουν και να τελειοποιήσουν όλες τις τέχνες στην συγκρουσιακή τους σχέση με την ανάγκη, την θέληση και την ανέχεια, που τις διάφορες μορφές τους, επέφερε το κλίμα.
Πέραν τούτου, ήταν κατάφορα αντίθετος προς την διαφορετική μεταχείρηση των ανθρώπων ανάλογα με την φυλή τους, όντας ένθερμος εχθρός της δουλείας και υποστηρικτής του το κινήατος για την κατάργηση της.
Από την άλλη, τα γραπτά του είναι εμποτισμένα με μεταφυσικό και πολιτικό αντι-Ιουδαϊσμό. Ο Σοπενάουερ υποστήριζε ότι ο Χριστιανισμός αποτελούσε μια επανάσταση ενάντια στην υλιστική βάση του Ιουδαϊσμού, επιδεικνύοντας μια ηθική επηρεασμένη από την Άρυα-Βεδική διδασκαλία της αυτοϋπερνίκησης την οποία αντιπαρέβαλε στην αδαή αναζήτηση μιας επίγειας ουτοπίας, που χαρακτήριζε το Ιουδαϊκό πνεύμα:
Ενώ όλες οι άλλες θρησκείες επιδιώκουν να εξηγήσουν μέσω συμβόλων την μεταφυσική σημασία της ζωής, η θρησκεία των Εβραίων επιμένει σε μία πολεμική ιαχή στα πλαίσια της διαπάλης των Ιουδαίων με άλλα έθνη.
De Siris