Ο Λώρης (Λυκούργος) Μαργαρίτης γεννήθηκε στις15 Αυγούστου 1895 και πέθανε στις 27 Σεπτεμβρίου 1953, ήταν διακεκριμένος πιανίστας και μουσουργός.
Βιογραφία
Περίοδος 1895-1915
Γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1895 στο Αίγιο. Υπήρξε γόνος αρχοντικής οικογενείας, υιός του αρχιάτρου Πέτρου Μαργαρίτη, με καταγωγή από το Μαργαρίτι Θεσπρωτίας και της Υακίνθης Μεσσηνέζη, (θυγατέρας του Σωτηρίου Μεσσηνέζη, δημάρχου Αιγίου και εγγονής του προκρίτου Λέοντος Μεσσηνέζη, συζύγου της αδελφής του Ανδρέου Λόντου), οικογένειες γνωστές από την Επανάσταση του 1821.
Τα πρώτα μαθήματα πιάνου τού τα παρέδωσε η μητέρα του σε τρυφερή ηλικία. Γρήγορα όμως τον άκουσε να αυτοσχεδιάζει στο πιάνο και εντυπωσιασμένη από το ταλέντο του, τον οδήγησε μαζί με τον άντρα της στο Ωδείο Αθηνών. Αυτό συνέβη όταν ο Μαργαρίτης ήταν μόλις 7 ετών και ενώ είχε ήδη συνθέσει περισσότερα από δέκα έργα. Αρχικά ο Γεώργιος Νάζος, διευθυντής του Ωδείου Αθηνών, ήταν επιφυλακτικός απέναντι στον νεαρό μουσικό, ωστόσο όταν τον άκουσε να ερμηνεύει με εκπληκτική δεξιοτεχνία τις συνθέσεις του, πείσθηκε για την ιδιοφυΐα του που τη θεώρησε εφάμιλλη εκείνης του Μότσαρτ.
Το 1903 έδωσε εντυπωσιακή συναυλία στην αίθουσα Wagner του Μονάχου, ερμηνεύοντας δικές του συνθέσεις μπροστά σε μέλη της βασιλικής οικογενείας της Βαυαρίας. Ο λογοτέχνης Τόμας Μαν, συγκινημένος από το ταλέντο του μικρού Λώρη έγραψε το διήγημα «το Παιδί Θαύμα». Ο Bernh Stawenhagen άρχισε να του παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα δωρεάν και το 1904 η Βασιλική Μουσική Ακαδημία του Βερολίνου έγραφε στην ελληνική κυβέρνηση: «Είναι επιτακτικόν καθήκον να ληφθεί ιδιαιτέρα μέριμνα διά την όσο το δυνατόν τελειοτέραν καλλιέργειαν και ανάπτυξιν της εντελώς εξαιρετικής ιδιοφυΐας του Λώρη Μαργαρίτη».
Μεταξύ των ετών 1904-1908, φοίτησε στο σχολείο της ελληνικής κοινότητος του Βερολίνου, ενώ παράλληλα σπούδαζε πιάνο και θεωρία της μουσικής. Παρότι δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, που απαιτούσε ο κανονισμός, έγινε δεκτός στη Μουσική Ακαδημία του Βερολίνου όπου φοίτησε μέχρι το 1914. Επιπλέον την ίδια χρονική περίοδο φοίτησε στο γερμανικό γυμνάσιο και ταυτοχρόνως παρακολουθούσε μαθήματα μουσικολογίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου με τον Berchthold Kellermann.
Περίοδος 1915-1953
Το 1915 διορίσθηκε καθηγητής πιάνου στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Το μουσικό επίπεδο της Συμπρωτεύουσας εκείνη την περίοδο, δύο μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, ήταν σε εμβρυακό στάδιο και παρόλα ταύτα ο Μαργαρίτης κατόρθωσε να ανεβάσει κατά πολύ τον πήχη. Το 1936 έγινε υποδιευθυντής του Ωδείου Θεσσαλονίκης, χωρίς να διακόψει τις σχέσεις του με την Ευρώπη. Έδινε τακτικά συναυλίες ή συνέπραττε ως σολίστ με τις πιο φημισμένες ορχήστρες της Ευρώπης ερμηνεύοντας δικά του και ξένα έργα. Το 1925 νυμφεύτηκε την πιανίστα Ida Rozenkranz, με την οποία πραγματοποίησε συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 1928 διορίσθηκε καθηγητής στην περίφημη Μουσική Ακαδημία «Μοτσαρτέουμ» (Mozarteum) του Σάλτσμπουργκ όπου τα καλοκαίρια δίδασκε και έδινε διαλέξεις.
Διετέλεσε μέλος κορυφαίων διεθνών μουσικών ιδρυμάτων και οργανισμών, όπως της Παγκοσμίου Εταιρίας Μουσικοσυνθετών και συγγραφέων, Μοτσαρτέουμ, μέλος της ελλανοδίκου επιτροπής διεθνών μουσικών διαγωνισμών όπως Τραγουδιού της Βιέννης το 1933, «Chopin» της Βαρσοβίας το 1937, Πιάνου της Γενεύης το 1949. Το 1945 διορίσθηκε τακτικό μέλος του Ανωτάτου Διοικητικού Συμβουλίου της Μουσικής (Δ.Α.Σ.Μ.) του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας. Επίσης ίδρυσε τον Σύλλογο Φίλων του Μότσαρτ στην Ελλάδα. Το 1953, λίγο πριν το θάνατό του τιμήθηκε με το Μέγα Μετάλλιο Μότσαρτ της Μουσικής Ακαδημίας του Σάλτσμπουργκ και από τον Βασιλιά με τον Χρυσό Σταυρό των Ιπποτών του Φοίνικος. Πέθανε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1953 στο Νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός των Αθηνών από φυματίωση και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο του Παλαιού Φαλήρου.
Εργογραφία
Το συνθετικό του έργο, μολονότι δεν είναι μεγάλο σε όγκο, είναι αξιόλογο. Μέρος των χειρογράφων του καταστράφηκε κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής από τους κατακτητές.
Γνωστότερο έργο του είναι η επική συμφωνία για μεγάλη ορχήστρα
«Οδυσσεύς και Ναυσικά», έργο μεγαλόπνοο, βασισμένο στη ραψωδία Ζ΄ της Οδυσσείας, που πρωτοπαίχθηκε το 1929 στο Σάλτσμπουργκ και το 1931 στη Βιέννη.
Άλλα που ξεχωρίζουν είναι τα έργα για πιάνο :
Τρίπτυχο,
Ελληνικά βουκολικά θέματα,
Στίχοι για πιάνο,
Παραλλαγές σε δύο ελληνικά θέματα (για δύο πιάνα),
το μελόδραμα «Ιωάννης Καποδίστριας»
Τα τραγούδια πάνω σε ελληνικούς δημοτικούς σκοπούς:
Η λαφίνα,
Νερατζούλα,
Μακεδονικό σονέτο,
καθώς και χορωδιακά έργα.
Μερικά από τα πολύ πρώιμα έργα του που συνέθεσε ως "παιδί θαύμα" είναι:
«Η απολεσθείσα»,
«Κατακλυσμός»,
«Πάτερ ημών»,
«Νοσταλγία» κ.ά.
Ως συνθέτης κατατάσσεται στην Εθνική Μουσική Σχολή.
De Siris