Walter Scott
Ο Γουόλτερ Σκοτ γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1771 και πέθανε στις 21 Σεπτεμβρίου 1832 ήταν Σκωτσέζος συγγραφέας και ποιητής. Γεννήθηκε στο Εδιμβούργο και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, αλλά στράφηκε από νωρίς στη μελέτη της ιστορίας και της λαογραφίας.
Βιογραφία
Όταν ήταν 2 ετών έπαθε παράλυση και για αυτό το λόγο στάλθηκε στη φάρμα του παππού του, στην ύπαιθρο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μεγαλώνοντας να αποκτήσει καλοδεμένο σώμα και να γίνει ένας εξαιρετικά γερός και δραστήριος νέος. Όλοι τον θεωρούσαν ατρόμητο καβαλλάρη και καλό παλαιστή.
Οι βαθμοί του στο σχολείο άλλοτε ήταν από τους υψηλότερους και άλλοτε από τους χαμηλότερους κι αυτό γιατί, αν και είχε εξαιρετική μνήμη, θυμόταν μονάχα όσα τον ενδιέφεραν.
Όταν ο Σκοτ έγινε 15 ετών μπήκε στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα του, όπου εργάστηκε πολλά χρόνια. Τα νομικά δεν τον ενδιέφεραν καθόλου, αισθανόταν όμως μεγάλη αγάπη και σεβασμό για τον πατέρα του. Για αυτό το λόγο έμεινε στο νομικό επάγγελμα παρόλο που αυτό τον δυσαρεστούσε.
Το 1796, όταν ήταν 25 ετών, εξέδωσε τα πρώτα ποιήματα άλλων λογοτεχνών μεταφρασμένα από τα γερμανικά. Το 1802 εξέδωσε τους δύο πρώτους τόμους του έργου του "Οι Τροβαδούροι στα Σκωτσέζικα Σύνορα". Για το έργο αυτό ο Σκοτ μάζευε υλικό πολλά χρόνια. Η δημοσίευσή του τον ανέδειξε ως ποιητή και ως μυθιστοριογράφο. Ήτανε μια άμεση επιτυχία.
Ακολούθησε "Το Τραγούδι του Τελευταίου Τροβαδούρου", "Η Κυρά της Λίμνης" και ο "Μάρμιον".
Ο Σκοτ εξακολούθησε να γράφει ποιήματα έως το 1814. Όταν τα δύο τελευταία ποιήματά του, το "Ρόκεμπυ" (1813) και "Ο Κύριος των Νησιών" (1814) δεν βρήκαν ιδιαίτερη ανταπόκριση, στράφηκε προς το ιστορικό μυθιστόρημα.
Το 1814 εξέδωσε το μυθιστόηρημα "Γουέβερλυ", το οποίο είχε αρχίσει να γράφει από το 1805. Το βιβλίο αυτό δεν ξεπέρασε μόνο την επιτυχία που είχαν σημειώσει τα ποιήματα του Σκοτ αλλά έφερε και μια φιλολογική επανάσταση: καθιέρωσε το ιστορικό ρομάντζο. Ακολούθησε κατόπιν "Το Κατάστημα Αρχαιοτήτων", οι "Παλιοί Θνητοί", "Ρομπ Ρόυ" (1818), "Η Καρδιά του Μιντλόθιαν" και άλλα μυθιστορήματα της σειράς του Γουέβερλυ, ο "Ιβανόης" (1819), "Ο Πειρατής" (1822), "Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος" (1825) κ.α.
Ο Σκοτ ανέβαινε διαρκώς στην κορυφή της επιτυχίας. Αν και δεν επεδίωκε τη φήμη και είχε γράψει όλα του τα μυθιστορήματα ανώνυμα, ήταν γενικά γνωστό πως αυτός ήταν ο συγγραφέας τους. Μαζί με την αγάπη του κοινού έδρεψε την αναγνώριση και τις τιμές. Το 1820, το Αγγλικό Στέμμα τον ανακήρυξε βαρονέτο.
Εκείνη την εποχή ο Σκοτ ήταν σχετικά πλούσιος και ζούσε ζωή άρχοντα της υπαίθρου. Περνούσε κατά τα φαινόμενα τον καιρό του άπραγος, αφήνοντας τον εαυτό του στη διάθεση των πολλών του φίλων. Μονάχα ελάχιστοι στενοί φίλοι γνώριζαν πόσο πρωί σηκωνόταν για να γράψει και να αντιμετωπίσει την ολοένα περισσότερο αυξανόμενη ζήτηση της εργασίας του αλλά και πόσους στομαχικούς πόνους και αγωνίες του έφερε η υπερκόπωση.
Το 1826, ο εκδότης του Σκοτ χρεωκόπησε. Ο Σκοτ θεώρησε τον εαυτό του προσωπικά υπεύθυνο για τα χρέη του εκδότη και πλέον όλες οι προσπάθειες του συγγραφέα στράφηκαν στην καταπολέμηση των οικονομικών και των σωματικών ατυχημάτων. Όμως οι δυσκολίες ήταν πολύ μεγαλύτερες από όσες μπορούσε να αντιμετωπίσει. Έπειτα από 6 χρόνια αδιάκοπης και σκληρής προσπάθειας, πέθανε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1832. Δεν έμαθε ποτέ του πως η πώληση των έργων του μπορούσε να πληρώσει στο ακέραιο την υποχρέωση που ανέλαβε μόνος του να εξοφλήσει.
De Siris