Νίκος Σκαλκώτας
Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 8 Μαρτίου 1904 και πέθανε στην Αθήνα στις 19 Σεπτεμβρίου 1949, ήταν συνθέτης του 20ού αιώνα. Ήταν μέλος της Δεύτερης Βιεννέζικης Σχολής και είχε επιρροές τόσο από την κλασική μουσική όσο και από την Ελληνική παραδοσιακή μουσική.
Βιογραφία
Γεννήθηκε σ’ ένα έντονα μουσικό περιβάλλον. O προπάππος του, Αλέξανδρος Σκαλκώτας ήταν γνωστός τραγουδιστής, βιολιστής και συνθέτης δημοτικής μουσικής. Ο πατέρας του, Αλέκος Σκαλκώτας, ήταν αυτοδίδακτος φλαουτίστας και ο πρώτος του δάσκαλος. Αργότερα ξεκίνησε τις σπουδές του με το θείο του Κώστα στη Χαλκίδα και συνέχισε στο Ωδείο Αθηνών όπου αποφοίτησε παίρνοντας το Πρώτο Χρυσό Βραβείο το 1920.
Το 1921, έφυγε για σπουδές στο Βερολίνο έχοντας εξασφαλίσει σειρά υποτροφιών. Από το 1921 ως το 1933 έζησε στο Βερολίνο, όπου αρχικά πήρε μαθήματα βιολιού από τον Willy Hess. Το 1923 αποφάσισε να εγκαταλείψει την καριέρα του σαν βιολονίστας και έγινε συνθέτης. Σπούδασε σύνθεση με τους Paul Kahn, Paul Juon, Κουρτ Βάιλ, Philipp Jarnach και Άρνολντ Σένμπεργκ. Το 1933, όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, ο Σκαλκώτας γύρισε στη Ελλάδα, όπου ζούσε παίζοντας σε διάφορες ορχήστρες. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο μπορεί ο Σκαλκώτας να γύρισε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, είναι ότι η υποτροφία που χρηματοδοτούσε τις σπουδές του έληξε. Στην Αθήνα αναζήτησε άλλους τρόπους χρηματοδότησης, που θα μπορούσε να ήταν κάποια άλλη υποτροφία ή εργασία. Πάντως γρήγορα απογοητεύτηκε από την κατάσταση στη μουσική πραγματικότητα της Αθήνας της εποχής.
Τα πρώιμα έργα του Σκαλκώτα, τα περισσότερα από τα οποία έγραψε στο Βερολίνο και μερικά από αυτά στην Αθήνα, είναι χαμένα. Τα πρωιμότερα από τα έργα του που είναι διαθέσιμα σε μας σήμερα χρονολογούνται από το 1922-24 και είναι συνθέσεις για πιάνο καθώς και η ενορχήστρωση του έργου Κρητική Γιορτή του Δημήτρη Μητρόπουλου. Ανάμεσα στα τελευταία έργα που γράφτηκαν στο Βερολίνο είναι η σονάτα για σόλο βιολί, αρκετά έργα για πιάνο, μουσική δωματίου και μερικά συμφωνικά έργα. Κατά την περίοδο 1931-34 ο Σκαλκώτας δεν συνέθεσε τίποτα. Άρχισε να γράφει ξανά στην Αθήνα μέχρι το θάνατό του. Το έργο του περιλαμβάνει συμφωνικά έργα (Ελληνικοί χοροί, η συμφωνική εισαγωγή Η Επιστροφή του Οδυσσέα, το παραμυθόδραμα Η Κόρη και ο Θάνατος, η Κλασική Συμφωνία για πνευστά, μια Συμφωνιέτα και αρκετά κοντσέρτα), έργα μουσικής δωματίου, καθώς και φωνητικά έργα.
Ο Σκαλκώτας πέθανε απρόσμενα το 1949 στην Αθήνα, από μία κήλη που είχε παραμελήσει, οδηγήθηκε σε περισφιγμένη με μοιραία κατάληξη, αφήνοντας μερικά συμφωνικά έργα με ημιτελή ενορχήστρωση. Τα περισσότερα έργα του πρωτοπαρουσιάστηκαν μετά το θάνατό του. Εκτός από το καθαρά μουσικό του έργο, ο Σκαλκώτας συνέταξε ένα σημαντικό θεωρητικό έργο, αποτελούμενο από αρκετά μουσικά άρθρα, μια πραγματεία ενορχήστρωσης, μουσικές αναλύσεις κλπ. Ο Σκαλκώτας γρήγορα διαμόρφωσε το προσωπικό του στυλ μουσικής γραφής έτσι ώστε κάθε επιρροή από τους δασκάλους του σύντομα αφομοιώθηκε δημιουργικά σε ένα τρόπο σύνθεσης που είναι απολύτως προσωπικός και αναγνωρίσιμος. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες είναι οι προσπάθειες Ελλήνων και ξένων πανεπιστημιακών ερευνητών να αναλύσουν τη μουσική του γλώσσα. Επίσης, η δισκογραφική εταιρεία Bis έχει αναλάβει την ηχογράφηση όλων των έργων του.
Η μουσική του
Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ο Σκαλκώτας παρέμεινε πιστός στα νεοκλασικά ιδανικά της "Νέας Αντικειμενικότητας" (Neue Sachlichkeit) και της "απόλυτης μουσικής" που διακηρύχθηκαν το 1925. Όπως ο Σένμπεργκ, καλλιέργησε επίμονα κλασικές φόρμες, αλλά ο κατάλογος των έργων του χωρίζεται σε έργα ατονικά και δωδεκαφθογγικά, και σε τονικά έργα, ενώ και οι δύο κατηγορίες εκτείνονται χρονικά σε όλη τη συνθετική του καριέρα. Αυτή η φαινομενική ανομοιογένεια μπορεί να εντάθηκε από την αγάπη του για την ελληνική παραδοσιακή μουσική. Παρόλα αυτά, παρέμεινε σκεπτικιστής στις προσπάθειες των Ελλήνων συγχρόνων του να την ενσωματώσουν στο σύγχρονο συμφωνικό στυλ, και μόνο σε ένα μεγάλο έργο αντιπαρέθεσε και ανάμειξε το παραδοσιακό, το ατονικό και το δωδεκαφθογγικό στυλ: η προγραμματική μουσική στο παραμυθόδραμα του Χρήστου Ευελπίδη "Με του Μαγιού τα μάγια" ο Σκαλκώτας ήταν προφανώς απρόθυμος να αναπτύξει το είδος αυτό των δομικών και στυλιστικών τάσεων που θα είχε προδώσει τα ιδανικά του για ενοποίηση, τα οποία είχε κληρονομήσει από τον Σένμπεργκ. Έτσι μπορεί να ιδωθεί σαν ένας σύνδεσμος ανάμεσα στην Δεύτερη Σχολή της Βιέννης, τη σχολή του Μπουζόνι και του Στραβίνσκι. Ο Σκαλκώτας ήταν ικανός να συνδέει διαφορετικά και κατά κάποιο τρόπο αντιθετικά στοιχεία και να μη συμβιβάζεται, αλλά μάλλον να εμπλουτίζει τη δική του αυθεντικότητα, ποικιλία και δύναμη έκφρασης. Παρόλα αυτά η μουσική του είχε μόνο περιορισμένη επιρροή στις μεταπολεμικές τάσεις, ακόμα και στην Ελλάδα, πιθανόν εξ' αιτίας των χωρίς συμβιβασμούς απαιτήσεων του τόσο από τον ακροατή όσο και από τον εκτελεστή, και των φαινομενικά συντηρητικών δομικών και θεματικών του προτιμήσεων.
De Siris