Στέλιος Καζαντζίδης
O Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία, Αθηνών στις 29 Αυγούστου 1931. Το 1945 ο πατέρας του, που υπηρέτησε στην αντίσταση από τις τάξεις του ΕΛΑΣ, πεθαίνει από βασανιστήρια. Από 13 ετών κάνει κάθε λογής δουλειά προκειμένου να ζήσει την οικογένειά του, έχοντας στο πλευρό του την ισχυρότατη μητρική παρουσία. Με εφόδιο αυτό το κοινωνικό και ηθικό profile, αλλά και την τελειότερα κουρδισμένη φωνή, το 1952 συναντά το λαϊκό τραγούδι. Ο πρώτος του δίσκος («Για μπάνιο πάω» - Α. Καλδάρας) σημειώνει οικτρή αποτυχία. Αμέσως μετά ηχογραφεί το πρώτο μεγάλο του σουξέ. Τις 'Βαλίτσες' του Γ. Παπαϊωάννου. Η νέα κατάσταση - κοινωνική, πολιτική, ηθική - που προέκυψε μετά τον πόλεμο εκφράστηκε μοναδικά μέσα από την λαϊκή τέχνη (πρωτίστως τη μουσική και τον κινηματογράφο). Στο πρόσωπο του Στέλιου Καζαντζίδη το λαϊκό τραγούδι βρήκε τον ιδανικό εκφραστή της ηθικής που εκπροσωπούσε, αλλά και της μουσικής φυσιογνωμίας που είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνουν οι δημιουργοί της γενιάς του. Την εικοσαετία 1955 - 1975 το λαϊκό τραγούδι θα μας δώσει το 90% των διαχρονικών επιτυχιών του. Είναι η εποχή της αποθέωσης! Φτωχιά μου Νέα Ιωνία Παιδί προσφύγων, γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 σε μια φτωχογειτονιά της Νέας Ιωνίας Το πρώτο πλήγμα υπήρξε για εκείνον, το 1945, ο θάνατος του πατέρα του από τα βασανιστήρια στην κατοχή. Ο Στέλιος ήταν τότε μόλις 13 χρονών και ο αδερφός του Στάθης μόλις είχε γεννηθεί. Προκειμένου να βοηθήσει την οικογένεια του αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά. Έκανε ότι επάγγελμα μπορεί να φανταστεί κανείς: αχθοφόρος, μικροπωλητής σε δρόμους και γήπεδα, πουλούσε κάστανα, νερό, λεμονάδες, σάμαλι, δούλεψε σε οικοδομές κάτω από άθλιες συνθήκες, σε φάμπρικες και υφαντουργεία. Ο ίδιος, σε συνέντευξη στον «90,2 αριστερά στα FM το 1990, θα περιγράψει γλαφυρά τις εικόνες εκείνες των παιδικών του χρόνων που σφράγισαν την καριέρα και τον ίδιο του τον χαρακτήρα: «Έζησα και σκηνές από την κατοχή. Ήμουν παιδί 10 χρονών και τα θυμάμαι όλα. Σειρήνες, βγαίναμε μετά τους βομβαρδισμούς και κοιτάγαμε τους καπνούς στον Πειραιά και τα καράβια που καίγονταν. Πηγαίναμε στο συσσίτιο των Ιταλών και παρακαλάγαμε να μας δώσουν κάτι από το περίσσευμα τους για να φάμε...» Η αρχή μιας λαμπρής καριέρας έγινε με μια κιθάρα, το 1950. Δούλευε ως εργάτης στο εργοστάσιο ΕΣΠΕΡΟΣ στον Περισσό. Το αφεντικό του, του έκανε δώρο μια κιθάρα. Από την ώρα που έπιασε στα χέρια του την κιθάρα δεν σταμάτησε να παίζει. Έτσι λοιπόν, τον άκουσε ένας ταβερνιάρης της γειτονιάς. Τον προσέλαβε αμέσως... Ο μισθός; Το φαΐ και άφθονο κρασί... Ένα αστέρι γεννιέται Πρώτη επαγγελματική εμφάνιση για τον Στέλιο Καζαντζίδη στην Κηφισιά. Στις ταβέρνες του Μπόκαρη, στην Κηφισιά και στο Βουτζά στην Καλογρέζα. Πρώτος δίσκος το 1952 με το τραγούδι του Καλδάρα «Για μπάνιο πάω» και πρώτη απογοήτευση. Ο δίσκος δεν πούλησε. Δεύτερο τραγούδι «Οι βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγινε μεγάλη επιτυχία. Σιγά σιγά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Από κει και πέρα σερί επιτυχιών και συνεχής άνοδος με εμφανίσεις στα γνωστά πλέον λαϊκά κέντρα, «Θείος», «Μπερτζελέτος», «Ροσινιόλ», κ.α. Γρήγορα άλλοι συνθέτες αρχίζουν να γράφουν τραγούδια για τον Στέλιο Καζαντζίδη, ενώ σιγά σιγά φανερώνεται η έφεση του νέου τότε τραγουδιστή στο πονεμένο τραγούδι. Και πώς να μην έχει αυτήν την έφεση; Να τι λέει στην εφημερίδα «Φως των σπορ» τον Ιούλιο του 1963: «Είμαι ένα άτομο που ρέπω στη μελαγχολία, στον πόνο. Η πρώτη πίκρα που πήρα η παιδική ήταν όταν είδα να γκρεμίζεται το σπίτι ενός τσιγγάνου στη Νέα Ιωνία κοντά στο σπίτι μας. Όταν είδα το συνεργείο που ήρθε και παίρναν φόρα καμιά δεκαριά χωροφύλακες και με σύνθημα χτυπούσαν το ντουβάρι από το χαμόσπιτο και το ρίξαν σε δέκα λεπτά, μέσα μου αναρωτήθηκα, γιατί τόση αδικία;» Επί μία τριετία γνωρίζει διαρκή επιτυχία σε δίσκους αλλά και σε παράλληλες εμφανίσεις του σε λαϊκά κέντρα. Τότε έρχεται και η γνωριμία, ο αρραβώνας αλλά και η συνεργασία με την Καίτη Γκρέυ ως το καλοκαίρι του 1957. Σουξέ της εποχής «Απόψε φίλα με» του Χιώτη, ένα ντουέτο του Στέλιου Καζαντζίδη με την Καίτη Γκρέυ. Μετά από αυτό χώρισαν. Το θεϊκό ντουέτο Η επόμενη 8ετία (1957-1965) είναι ίσως η πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδος για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Γνώρισε τη Μαρινέλλα στη Θεσσαλονίκη και έσμιξαν μαζί στη ζωή και στο τραγούδι. Συνεργάστηκαν και έκαναν μεγάλες επιτυχίες με κορυφαίους συνθέτες Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Καλδάρας, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Λεοντής, Ξαρχάκος, Λοΐζος, Μαρκόπουλος, κ.α.) και εμφανίστηκαν στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα. Ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα παντρεύτηκαν τον Μάη του 1966. Το 1958, το μεγάλο σουξέ του ελληνικού πενταγράμμου, είναι το «Γαρύφαλλο στ’ αυτί», του Μ. Χατζιδάκι. Γνωρίζει απανωτές εκτελέσεις. Πρώτα από τους Μίμη Φωτόπουλο και Βασίλη Αυλωνίτη. Κατόπιν από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και, τέλος, από τον Μανώλη Αγγελόπουλο. Την ίδια εποχή, ο Στέλιος Καζαντζίδης, έχει ήδη εξελληνίσει μια ακόμα μελωδία του Ραβί Σανκάρ. Ωστόσο, ενώ έχει την μελωδία, διαθέτει μόνο μια φράση για τον στίχο: «Μαντουμπάλα, αγάπη γλυκιά μου». Με την προτροπή της μητέρας του, θα απευθυνθεί στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Λίγες μέρες αργότερα, αυτή θα του παραδώσει τους στίχους που γράφει πάνω στην ήδη υπάρχουσα μελωδία. Μαζί με την «Μαντουμπάλα» θα του δώσει κι ένα ακόμα τραγούδι. Δεν ξέρουμε πόσο ακριβώς τα πούλησε. Ο δίσκος 45 στροφών που περιέχει τα δύο αυτά τραγούδια, φέρει καθ’ ολοκληρίαν την υπογραφή του Καζαντζίδη. Στην ορχήστρα μπουζούκι έπαιζαν: Ανέστης Αθανασίου, Στέλιος Μακρυδάκης. Όμως ο ίδιος δεν διστάζει να παραδεχτεί, αβίαστα και με απόλυτη φυσικότητα, τους πραγματικούς δημιουργούς των τραγουδιών που συντάραξαν τα μουσικά πράγματα της χώρας, την αμέσως επόμενη χρόνια: Στιχουργός είναι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Στη «Μαντουμπάλα» , συνθέτης είναι ο Ραβί Σανκάρ, ενώ για το άλλο επώνυμες μαρτυρίες αναφέρουν ως συνθέτη τον Βασίλη Καραπατάκη, αυτό, που μαζί με την «Μαντουμπάλα» πούλησε η Παπαγιαννοπούλου στον Καζαντζίδη. Είναι το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», που γράφτηκε για να θρηνήσει τον αδόκητο χαμό της κόρης της ποιήτριας. Τα δύο αυτά τραγούδια, θα δημιουργήσουν ρεκόρ πωλήσεων, υπερφαλαγγίζοντας το σουξέ του Χατζιδάκι. Σύμφωνα με έρευνες, πουλήθηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο δίσκοι, χώρια οι επανακυκλοφορίες σε δίσκους 33 στροφών. Ωστόσο, η οριστική εκκαθάριση των πωλήσεων συνεχίζεται ακόμα... To 1961 Καζαντζίδης - Μαρινέλλα ηχογραφούν έξι τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, συνοδεία λαϊκής ορχήστρας του Μανώλη Χιώτη. Τον ίδιο μήνα τα παρουσιάζουν για πρώτη φορά στη συναυλία του θεάτρου «Κεντρικόν». Την ίδια χρονιά, με σολίστ τον Μανώλη Χιώτη , ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα, ηχογραφούν τέσσερα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. «Το πέλαγο είναι βαθύ», «Αθήνα», «Κυρ Αντώνης» και «Κουρασμένο Παλικάρι». To 1962 για τις ανάγκες της παράστασης «Όμορφη Πόλη» στο θέατρο «Παρκ» (Λεωφόρος Αλεξάνδρας) σε κείμενα Μποστ - Μίκη Θεοδωράκη, σκηνικά Μποστ - Β. Φωτόπουλου και χορογραφίες Βαγγέλη Σειληνού, έσμιξαν για πρώτη και τελευταία φορά στο ίδιο μικρόφωνο οι φωνές του Στέλιου Καζαντζίδη και του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Η αποχώρηση από τη νύχτα Το 1965 ο Στέλιος Καζαντζίδης ενώ ήταν στο απόγειο της καριέρας του και σε πολύ νεαρή ηλικία εγκατέλειψε τα νυχτερινά κέντρα. Ο ίδιος περιγράφει στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», το 1982, τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την ενέργεια: «Τραγουδούσαμε σε ένα κέντρο στην Οδό Ηπείρου με τη Μαρινέλλα, οπότε ξαφνικά έρχεται μια Αγγλίδα δασκάλα που ερχόταν κάθε βράδυ με τον συνοδό της, έναν ταξιτζή, αρπάζει ένα μπουκάλι και το πετάει στην πίστα. Σκεφτείτε ότι ο πάτος του ξεκόλλησε, πέρασε ξυστά από το πρόσωπο μου και σφηνώθηκε με τέτοια δύναμη στην αχιβάδα και την γύψινη διακόσμηση του τοίχου πίσω μου, ώστε δεν φαινόταν! Κατέβηκα αμέσως από το παλκοσένικο, πήγα στο καμαρίνι κι εκεί έκανα μια συνομιλία με τον εαυτό μου μπροστά στον καθρέφτη. Είπα «απόψε πρέπει να είναι η τελευταία σου βραδιά σε κέντρο, δεν πρέπει να ξαναδουλέψεις, γιατί κινδυνεύει η σωματική σου ακεραιότητα». Κι έδωσα έναν πολύ σοβαρό όρκο, που όπως ξέρετε τον τήρησα. Και με αλυσίδες να με δέσουνε, δεν ξαναπάω σε τέτοιο κέντρο, θα τις σπάσω όσο χοντρές και αν είναι. Δεν μπαίνω ούτε σαν θαμώνας, δεν περνάω ούτε απ’ έξω. Μια δύο φορές που το επιχείρησα από υποχρέωση έφυγα άρρωστος, σιχάθηκα όσο τίποτε αυτού του είδους τη διασκέδαση, αυτή τη βαρβαρότητα. Αν είχα τη δυνατότητα να διαλέξω τη τιμωρία για το χειρότερο εχθρό μου, θα τον έβαζα να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του σε ένα τέτοιο περιβάλλον.» Από τότε η μόνη επικοινωνία που είχε με το κοινό ήταν με τους δίσκους του. Για κάποιο διάστημα και αυτή η επικοινωνία καταργείται. Το 1973, δισκογραφεί με τον Άκη Πάνου τον δίσκο «Η ζωή μου όλη». Έχοντας ηχογραφήσει τα μισά (6) από τα τραγούδια του δίσκου, θα διαφωνήσουν, όταν ο συνθέτης θα του ζητήσει να ξαναπεί ένα από αυτά. Ο δίσκος θα συμπληρωθεί τελικά με 6 παλιότερα τραγούδια και θα κυκλοφορήσει. Παρά την διαφωνία εκείνην, οι δυο τους ποτέ δεν έκρυψαν την αλληλοεκτίμηση και την βαθιά τους φιλία. Όταν ο Άκης Πάνου βρέθηκε στη φυλακή, ο Στέλιος ήταν ένας από τους λίγους που του συμπαραστάθηκαν. Μάλιστα, το ομώνυμο τραγούδι εκείνου του δίσκου, ήταν αυτό που αγάπησε περισσότερο από όλα ο Καζαντζίδης. Να τι απαντά ο ίδιος στην δημοσιογράφο Όλγα Μπακομάρου (εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 1982): «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΟΛΗ του Άκη Πάνου , με εκφράζει όσο κανένα άλλο. Είναι ένα πολύ μεγάλο τραγούδι κι ένα από τα καλύτερα κοστούμια μου». To 1975, κυκλοφορεί ο δίσκος 33 στροφών «Υπάρχω» , σε στίχους του Πυθαγόρα και μουσική του Χρήστου Νικολόπουλου, (το «Έφυγες μ' έναν άλλονε» είναι των Γ. Τατασόπουλου - Ν. Ρούτσου) με τον Στέλιο Καζαντζίδη, σε καταπληκτικές ερμηνείες. Ήταν η στιγμή που μετά, τη μοναδική επιτυχία που γνώρισε αυτός ο δίσκος έμπαινε ταυτόχρονα σε καραντίνα εντεκάμισι χρόνων με δικαστικές αποφάσεις, η φωνή του Καζαντζίδη. ...κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω Το 1987 ο Στέλιος Καζαντζίδης ξανατραγούδησε. Μετά από συμφωνία με την «ΜΙΝΟS», αποδεσμεύεται από αυτήν με τον δίσκο «Στο δρόμο της επιστροφής». Άρχισε να ηχογραφεί δίσκους στην ΜΒΙ του φίλου του, Ανδρέα Καϊάφα. Η φιλία αυτή, που δεν σταμάτησε να τον σημαδεύει και μετά τον θάνατο του Καϊάφα, αποστομώνει όλους εκείνους που βιάστηκαν να τον χαρακτηρίσουν αντισημίτη, με αφορμή τα ξεσπάσματά του στο δικαστήριο. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως την ώρα που τον κατηγορούσαν ως αντιεβραίο, η (ευαίσθητη σε τέτοια θέματα) Ισραηλιτική κοινότητα της Ελλάδας, σιωπούσε, ενώ στο Ισραήλ υπήρχε (και υπάρχει ακόμα) εβδομαδιαία τηλεοπτική εκπομπή αφιερωμένη σ' αυτόν! Είναι δε άξιο λόγου, πως στην ταραγμένη αυτήν γωνιά του πλανήτη μας, ένα από τα λίγα πράγματα που μπορούν και ενώνουν ακόμα Εβραίους και Παλαιστίνιους, είναι ο Στέλιος Καζαντζίδης! Το 2001 ο Στ. Καζαντζίδης ήταν 70 ετών. Πλήρης δόξης και έχοντας ξεπεράσει πια όλες τις κατά καιρούς διαμάχες με διάφορους, ετοιμάζεται να ηχογραφήσει έναν ακόμα δίσκο, που θα ήταν - όπως είχε δηλώσει - ο τελευταίος του. Ο δίσκος αυτός δεν έγινε ποτέ. Τον πρόλαβε ο καρκίνος. Ωστόσο, στο πνεύμα της εποχής, κυκλοφόρησε έναν προάγγελο δίσκο με 5 τραγούδια. Μόνο το ένα από αυτά ήταν πρωτότυπο. Ένα τραγούδι του Μάκη Ερημίτη. Τίτλος του, «Έρχονται χρόνια δύσκολα». Ένα έντονα πολιτικό τραγούδι, τον καιρό που τίποτα κοινωνικό δεν ευδοκιμεί στην λαϊκή στιχουργία. Την εποχή που η μόνιμη θεματολογία του τραγουδιού είναι ο έρωτας και κυρίως ο χωρισμός, Αυτός επέλεξε να τραγουδήσει: «Φονιάδες μονοπώλια, παντού φωτιές ανάβουν. Μας καίνε, μας δικάζουνε, και την ψυχή μας βγάζουνε, και ζωντανούς μας θάβουν». Με αυτό το τραγούδι, που μοιραία ήταν το κύκνειο άσμα του, υπογράμμισε τον ρόλο που για πενήντα ολόκληρα χρόνια διαδραμάτισε στο λαϊκό τραγούδι: Αυτόν του εκφραστή του λαϊκού αισθήματος. Με φωνή ώριμη, δίχως τις τεράστιες δυνατότητες της νιότης, ωστόσο ρωμαλέα και στερεή, τραγούδησε το πλέον πολιτικό του τραγούδι, σε μια απολιτική εποχή. Αφήνοντας, στους λαϊκούς τραγουδιστές ένα υπόδειγμα ερμηνείας και στον κόσμο που τον αγάπησε μια προφητική συμβουλή με την σοφία των 70 ετών του! Η φωνή της Ελλάδας έφυγε από κοντά μας στις 14 Σεπτεμβρίου 2001. Σύσσωμη η Ελλάδα υποκλίθηκε, στο τελευταίο αντίο προς τον λαϊκό βάρδο.
De Siris