Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Κύριλλος Αλεξανδρείας


Κύριλλος Αλεξανδρείας

Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας γεννήθηκε περίπου το 378 και πέθανε στις 27 Ιουνίου 444, υπήρξε επίσκοπος Αλεξανδρείας μεταξύ των ετών 412 και 444. Ήταν κεντρική μορφή της συνόδου της Εφέσου το 431, που οδήγησε στην απομάκρυνση του Νεστόριου από τον αρχιεπισκοπικό θώκο της Κωνσταντινούπολης. Αν και αμφιλεγόμενη ιστορική προσωπικότητα, θεωρείται εκ των κορυφαίων δογματικών της ορθόδοξης Εκκλησίας και έχει συγγράψει πολλά θεολογικά συγγράμματα, τα οποία του απέφεραν τον χαρακτηρισμό του στύλου της Ορθοδοξίας και περίοπτη θέση ανάμεσα στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.

Πολυσυζητημένο είναι το θέμα της εμπλοκής του ή όχι στη δολοφονία της νεοπλατωνικής φιλοσόφου Υπατίας και στην υποκίνηση στάσεων και βίαιων εκδηλώσεων: κάποιοι μελετητές τον εμπλέκουν άμεσα στα γεγονότα αυτά ενώ άλλοι ελαχιστοποιούν το ρόλο και την ευθύνη του.

Βίος

Ο Κύριλλος γεννήθηκε σε μία μικρή πόλη (Θεοδόσιος), κοντά στη σημερινή Μαχαλά ελ-Κουμπρά. Ήταν γιος εύπορης οικογένειας της πόλης και ανηψιός -από την πλευρά της μητέρας του- του πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλου. Εκπαιδεύτηκε στην Αλεξάνδρεια, στην Κατηχητική Σχολή, όπου παρακολούθησε παραδόσεις του Δίδυμου του Τυφλού. Φέρεται πως έλαβε την τυπική εκπαίδευση της εποχής του μελετώντας γραμματική από την ηλικία των 12 έως 14 ετών (390-392), ρητορική από το 15 έως τα 20 (393-397) και τελικά θεολογία και βιβλικές σπουδές (398-402). Κατόπιν χειροτονήθηκε αναγνώστης, στη συνέχεια διάκονος και πρεσβύτερος από τον θείο του Θεόφιλο.

Το 403 συνόδευσε τον θείο του Θεόφιλο στην Κωνσταντινούπολη και ήταν παρών στην παρά την Δρυν Σύνοδο η οποία καθαίρεσε τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Ο ίδιος τον θεωρούσε ένοχο των υφιστάμενων κατηγοριών.

Για την καλύτερη πνευματική ανάπτυξή του και τον πληρέστερο καταρτισμό του, κατέφυγε σε μονές της Αιγύπτου, όπου ασκήτευε για ένα χρονικό διάστημα. Έλεγε μάλιστα σχετικά: «Εις χείρας πατέρων τεθράμμεθα ορθοδόξων και αγίων». Λέγεται ότι ο θείος του Θεόφιλος τον έστειλε μετά τις σπουδές του, στις μονές της Νιτρίας. Έμεινε για 5 χρόνια στη μονή του Αγίου Μακαρίου, μελετώντας την Αγία Γραφή και ασκούμενος υπό την καθοδήγηση του γέροντος Σεραπίωνος.

Μετά το θάνατο του Θεοφίλου, στις 15 Οκτωβρίου του 412, προβλήθηκε ως διάδοχός του, όπως και ο αρχιδιάκονος Τιμόθεος, ο οποίος ήταν αξιόλογος κληρικός και μάλιστα αρεστός στην αριστοκρατία της αλεξανδρινής κοινωνίας καθώς και στη δημόσια διοίκηση της πόλεως. Τελικά Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας εξελέγη ο Άγιος Κύριλλος, που ενθρονίσθηκε στις 17 Οκτωβρίου 412 και διεποίμανε την Εκκλησία της Αλεξανδρείας επί 32 έτη.

Η δράση του ως Επισκόπου Αλεξανδρείας

Οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας, άλλοι από τους οποίους ήταν Χριστιανοί, άλλοι Εθνικοί και άλλοι Ιουδαίοι, είχαν τη φήμη ταραχοποιών. Ο Κύριλλος ως επίσκοπος έλεγχε την κοινωνική ανισότητα και καυτηρίαζε την αναλγησία των πλουσίων, ενώ παράλληλα προέτρεπε τους πιστούς να ζουν σύμφωνα με το ιδεώδες της χριστιανικής ζωής και αγάπης και τους συνιστούσε να ζουν ζωή σύμφωνη με το θέλημα του Θεού και το χριστιανικό τους όνομα. Επίσης αντιμετώπισε διάφορες αιρέσεις και σχίσματα που εμφανίστηκαν στην τότε εκκλησία, υπολείμματα των οποίων διασώζονται ακόμη, όπως και των Αρειανών, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανών. Για να αντιμετωπίσει το μαντείο των Εθνικών στο Μένουθις, μετέφερε λείψανα των Μαρτύρων Κύρου και Ιωάννου και των Παρθένων Θεοκτίστης, Ευδοξίας και της μητέρας τους Αθανασίας, τα οποία είχαν βρεθεί σε αρχαίο χριστιανικό ναό του Αποστόλου Μάρκου, στο ναό των Ευαγγελιστών, τον οποίο ανήγειρε ο Θεόφιλος.

Καταδιώχθηκε από τους Νοβατιανούς που ήταν σχισματικοί, επειδή επέφερε πλήγματα στις αιρετικές τους θέσεις, με τα επιχειρήματά του, και κατόπιν συγκρούστηκε από τους Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν ισχυρή συναγωγή στην Αλεξάνδρεια, και επιτίθονταν στη Χριστιανική κοινότητα της πόλης παραμένοντας ατιμώρητοι. Μετά από επεισόδια στα οποία αρχικά οι Ιουδαίοι παρακίνησαν τον Έπαρχο Ορέστη να μαστιγώσει δημόσια τον γραμματικό Ιέρακα, φίλο του Κυρίλλου, ως υποκινητή στάσης, ο Επίσκοπος απευθύνθηκε στους προύχοντες των Ιουδαίων παρακαλώντας να σταματήσουν αυτές τις ενέργειες. Όμως εκείνη τη νύχτα Ιουδαίοι άρχισαν να διαδίδουν φήμες ότι πυρπολούνταν ο ναός του αγίου Αλεξάνδρου, και έπιασαν σε ενέδρα Χριστιανούς που έτρεχαν να περισώσουν το ναό, δολοφονώντας πολλούς από αυτούς. Για τα επεισόδια αυτά δεν έγιναν κρατικές διώξεις. Όμως ο Κύριλλος, ενεργώντας ίσως βάση ειδικών δικαιωμάτων του πάπα Αλεξανδρείας, κατέσχε τις συναγωγές των Ιουδαίων και απέλασε τους Ιουδαίους από την Αλεξάνδρεια, δημεύοντας παράλληλα την περιουσία αυτών που πρωτοστάτησαν στις δολοφονίες. Για τα μέτρα του αυτά, ο Κύριλλος ήρθε σε αντιλογία με τον Εθνικό έπαρχο της πόλης, Ορέστη.

Μετά από τα επεισόδια αυτά δολοφονήθηκε με φριχτό τρόπο η φιλόσοφος Υπατία για πολιτικούς λόγους από έναν εξαγριωμένο όχλο Χριστιανών με επικεφαλής τον αναγνώστη Πέτρο, επειδή θεωρήθηκε υπεύθυνη για τη μη συμφιλίωση του μαθητή της, Επάρχου Ορέστη, με τον Κύριλλο. Αυτό είναι το πλαίσιο της δολοφονίας της Υπατίας όπως το περιγράφει ο Σωκράτης. Όμως δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι την άποψη αυτή "ο Κύριλλος την υιοθετούσε". Για το φόνο αυτό ο Κύριλλος κατηγορείται μέχρι σήμερα, ως υπεύθυνος γι' αυτόν, μάλιστα κάποιοι φτάνουν να γράψουν ότι ο ίδιος ο Κύριλλος έβγαλε πύρινο λόγο σε μια εκκλησία παρακινώντας τους Αλεξανδρείς να δολοφονήσουν τη φιλόσοφο. Στην πραγματικότητα ο Κύριλλος τότε έλειπε από την πόλη, και ζητήθηκε η δική του γρήγορη επιστροφή από τους Εθνικούς, για να επικρατήσει πάλι η ειρήνη. Αλλά επίσης κανένα στοιχείο δεν προσφέρεται και από τη Σούδα για το "ότι ο Κύριλλος είχε οποιαδήποτε συμβολή στο έγκλημα.". Εϊναι όμως γεγονός ότι διάφοροι συγγραφείς κατά καιρούς υποστήριξαν μια σειρά συμπερασμάτων που περιλαμβάνει:

Την άμεση ανάμιξη του Κυρίλλου (που έστειλε ανθρώπους να θανατώσουν την Υπατία), είτε την εκδοχή ότι γνώριζε πως συγκεκριμένος όχλος σκόπευε να σκοτώσει την Υπατία και δεν τους εμπόδισε.

Την έμμεση ανάμιξη του Κυρίλλου ως υπεύθυνος για τις ταραχές και τον φανατισμό του όχλου που τελικά οδήγησε στο έγλημα χωρίς όμως πρόθεση του ιδίου οπότε το γεγονός εντάσσεται στην γενικότερη διαμάχη χριστιανών ειδωλολατρών.

Την αθώωσή του για το γεγονός ως μη υπευθύνου ή εμπλεκομένου στον φόνο αυτό.

Εναντίον του Κυρίλλου έδρασε και ο αιρετικός Νεστόριος, χρησιμοποιώντας τις προσωπικές του γνωριμίες. Μετά την 3η Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο, η οποία είχε συνεδριάσει ειρηνικά και είχε προβεί σε τελικές αποφάσεις, έγινε προσπάθεια από τον Νεστοριανό αυτοκρατορικό εκπρόσωπο και τον οπλισμένο στρατό του της αυτοκρατορικής φρουράς, να στηρίξει μια δεύτερη ψευτοσύνοδο των Νεστοριανών, (οι οποίοι έφθασαν επίτηδες καθυστερημένοι για να βρουν ερείσματα), σε βάρος της πρώτης ειρηνικής. Η δεύτερη, έγινε προσπάθεια να επιβληθεί με τη βία και την απάτη. Για το σκοπό αυτό, απέκλεισαν στην Έφεσο τον Κύριλλο και τους άλλους Ορθοδόξους, για να μη μάθουν οι άλλες Εκκλησίες τα αποτελέσματα της πρώτης Συνόδου, και να νομίζουν ότι η σύνοδος η κανονική ήταν δήθεν η δεύτερη. Έτσι θα έπαιρναν οι άλλοι επίσκοποι ψευδή πληροφορία υπέρ του Νεστορίου, και θα λάβαιναν Μονοφυσιτική πορεία. Όμως ο Κύριλλος μπόρεσε να περάσει σχετική επιστολή προς τον έξω κόσμο, μέσα στο μπαστούνι ενός ζητιάνου. Η δημοσιοποίηση της επιστολής προκάλεσε τη διαδήλωση που ανάγκασε τον αυτοκράτορα να σταματήσει τον αποκλεισμό, και να πάψει να στηρίζει τον Νεστόριο με τη βία κατά των Ορθοδόξων.

Κριτικές

Οι συγκρούσεις στις οποίες ενεπλάκη ο Κύριλλος οδήγησαν ορισμένους στο να παρεξηγήσουν τις προθέσεις του, ή κάποιους αιρετικούς από τους αντιπάλους του να τον συκοφαντήσουν, μια και εξαιτίας του δεν κατάφεραν να περάσουν τις, αντίθετες με τις δικές του, απόψεις τους. Σύγχρονοι του, όπως ο Ισίδωρος Πηλουσίου (Άγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης), τον οποίο ο Φώτιος χαρακτηρίζει «ιερατικής και ασκητικής πολιτείας κανών», ανέφερε για τον Κύριλλο ότι ήταν «άνθρωπος αποφασισμένος να επιδιώξει τα προσωπικά του μίση αντί να ερευνήσει την αληθινή πίστη του Ιησού Χριστού». Ο δε Επίσκοπος Θεοδώρητος Κύρου, προφανώς έχοντας χάσει τη δυνατότητα να περάσει στην Εκκλησία τα αιρετικά του δόγματα, χαιρέτησε τον θάνατο τού Κύριλλου με τα εξής λόγια: «Οι ζώντες είναι ευτυχείς. Ο νεκροί πιθανόν να λυπούνται καθώς φοβούνται που θα επιφορτιστούν με την συντροφιά του. [...] Το συνάφι των νεκροθαφτών ας βάλει πάνω στον τάφο του έναν τεράστιο, βαρύ βράχο, έτσι ώστε να μην μπορέσει να επιστρέψει πίσω και πάλι και φανερώσει ξανά τον άπιστο νου του. Ας πάρει τα νέα δόγματά του μαζί του στην Κόλαση, και να τα διδάσκει στους κολασμένους όλη μέρα και νύχτα».

Παράλληλα, ο Σωκράτης ο Σχολαστικός ο οποίος αθωώνει τον Κύριλλο για το φόνο της Υπατίας, του καταλογίζει το ότι αναγόρευσε σε μάρτυρα τον μοναχό Αμμώνιο, ο οποίος κατά τη διάρκεια επεισοδίου χτύπησε με πέτρα τον Έπαρχο Ορέστη και στη συνέχεια συνελήφθη και βασανίστηκε μέχρι θανάτου από τη φρουρά του Επάρχου.

Έργο του Κυρίλλου

Ο Κύριλλος είναι από τους κορυφαίους δογματικούς της ορθόδοξης Εκκλησίας και έχει γράψει πολλά θεολογικά συγγράμματα, που ως σήμερα αποτελούν πηγή σοφίας και έμπνευσης, όχι μόνο για τους Ορθοδόξους, αλλά και για τους Αντιχαλκηδόνιους. Χαρακτηρίζει το Χριστό κατά την Θεία Του φύση ως «του Πατρός φύσει Υιός και υπέρ ημάς Λόγος», «εκ Θεού Λόγος», «άνωθεν εκ Θεού Πατρός», ο οποίος είναι Θείος Λόγος και ο οποίος «οικονομικώς κατεφοίτησε δι' ημάς εις ανθρωπότητα», «γέγονε σαρξ» και «καθ' ημάς άνθρωπος», «ηνώθη κατά φύσιν και καθ' υπόστασιν τη σαρκί». Έτσι, η Παναγία είναι Θεοτόκος, διότι στον Όρο αυτό συμπεριλαμβάνεται και το πραγματικό της Θείας ενανθρωπήσεως του Λόγου, της κατά σάρκα γεννήσεως του Θεού από την Παρθένο και της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων στο πρόσωπό του. Ο Όρος Θεοτόκος συνοψίζει άριστα την ενότητα του προσώπου του Χριστού.

Τελευταία χρόνια και αγιοποίηση

Ο Κύριλλος πέθανε στις 27 Ιουνίου του έτους 444 μ.Χ.. Έχει ανακηρυχθεί άγιος και η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 9 Ιουνίου, αλλά και στις 18 Ιανουαρίου, μαζί με αυτήν του προκατόχου του Αγίου Αθανασίου. Η Καθολική εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 27 Ιουνίου, ενώ η Λουθηρανική στις 9 Φεβρουαρίου.

De Siris