Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Anthony van Dyck

Άντονι βαν Ντάικ 

Ο Σερ Άντονι βαν Ντάικ γεννήθηκε στην  Αμβέρσα στις 22 Μαρτίου 1599 και πέθανε στο Λονδίνο στις 9 Δεκεμβρίου 1641,, ήταν Φλαμανδός ζωγράφος της μπαρόκ τεχνοτροπίας του 17ου αιώνα, ιδιαίτερα παραγωγικός στον τομέα των πορτρέτων Ευρωπαίων αριστοκρατών, αλλά και πινάκων με θρησκευτικά θέματα και σκηνές της μυθολογίας. Ήταν, επίσης, επιδέξιος σχεδιαστής και χαράκτης.

Βιογραφία και έργο

Ο βαν Ντάικ γεννήθηκε στην Αμβέρσα στις 22 Μαρτίου 1599. Ήταν το έβδομο από τα δώδεκα παιδιά της οικογένειας του ευκατάστατου εμπόρου μετάξης Φράνς βαν Ντάικ (Frans van Dyck). Ύστερα από τον πρόωρο θάνατο της μητέρας του και σε ηλικία 10 ετών ο Άντονι στάλθηκε να μαθητεύσει στο εργαστήριο του αναγνωρισμένου ζωγράφου Χέντρικ φαν Μπάλεν (Hendrick van Balen), ενώ το 1615 ξεκίνησε το δικό του εργαστήριο σε συνεργασία με τον Γιαν Μπρίγκελ το Νεότερο (Jan Brueghel the Younger), μολονότι κάτι τέτοιο δεν ήταν επιτρεπτό από τη συντεχνία των ζωγράφων (guild) της πόλης. Το ταλέντο του αναγνωρίστηκε σύντομα και ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς τον πήρε στο δικό του εργαστήριο το 1617, όπου παρέμεινε μέχρι το 1620. Χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα μαθητής του Ρούμπενς, μια και ήταν ήδη ζωγράφος όταν πήγε στο εργαστήριό του, υπήρξε περισσότερο συνεργάτης του. Μάλιστα, δύο πορτρέτα που φιλοτέχνησε το 1618 και σήμερα βρίσκονται στην Πινακοθήκη της Δρέσδης, συχνά αποδίδονται στον Ρούμπενς. Ο Ρούμπενς τον επηρέασε ως προς το μελοδραματικό στυλ των έργων του, αλλά η τεχνική του βαν Ντάικ ήταν σαφώς διαφορετική από αυτή του Ρούμπενς: Δεν υιοθέτησε τη σμαλτώδη υφή του, αντίθετα ζωγράφιζε άμεσα και με πολύ πιο αδρή υφή στα χρώματα. Η χρωματική του κλίμακα είναι λιγότερο λαμπρή και περισσότερο θερμή σε σχέση με του Ρούμπενς, ενώ οι αντιθέσεις φωτός - σκίασης είναι περισσότερο απότομες.

Το 1620 ο βαν Ντάικ ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε επί μερικούς μήνες στην αυλή του Ιακώβου του Α'. Εκεί πρέπει να είδε για πρώτη φορά έργα του Τιτσιάνο, του οποίου η χρωματική παλέτα και η κομψότητα της φόρμας επηρέασαν τον βαν Ντάικ. Στην Αγγλία του προσφέρθηκε ετήσιος μισθός 100 λιρών από το βασιλιά για να παραμείνει, αλλά ο βαν Ντάικ επέλεξε να επιστρέψει στην Αμβέρσα. Τον Οκτώβριο του 1621 πραγματοποίησε νέο ταξίδι, αυτή τη φορά στην Ιταλία, ακολουθώντας για μια ακόμη φορά τς συστάσεις του Ρούμπενς: Πρώτος σταθμός του ήταν η Γένοβα, όπου αμέσως τέθηκε υπό την προστασία των ίδιων πλούσιων οικογενειών που είχαν αναλάβει και τον Ρούμπενς δεκατέσσερα χρόνια πριν. Στην Ιταλία παρέμεινε επί έξι χρόνια, ταξιδεύοντας και γνωρίζοντας το έργο των Ιταλών δημιουργών, ενώ παράλληλα απέκτησε φήμη ως δημιουργός πορτρέτων. Το 1627 επέστρεψε πάλι στην Αμβέρσα, όπου ζωγράφισε πορτρέτα, στα οποία οι Φλαμανδοί αριστοκράτες που του τα παράγγελλαν εμφανίζονται ιδιαίτερα κομψοί. Φαίνεται πως ήταν, όπως και ο Ρούμπενς, ιδιαίτερα ικανός στις συναναστροφές του με ευγενείς και βασιλικές αυλές, γεγονός που του εξασφάλιζε σημαντικές παραγγελίες. Ήδη το 1630 αναφέρεται ως ο επίσημος ζωγράφος της αυλής της Αρχιδουκίσσης Ισαβέλλας των Αψβούργων, που ασκούσε τη διακυβέρνηση της Φλάνδρας. Ανάμεσα στα έργα εκείνης της περιόδου συγκαταλέγεται ένα πορτρέτο των 24 δημοτικών συμβούλων της πόλης των Βρυξελλών σε φυσικό μέγεθος, έργο το οποίο δυστυχώς καταστράφηκε το 1695.

Ο βαν Ντάικ δεν είχε χάσει, επίσης, την επαφή του με το βασιλέα Κάρολο τον Α' της Αγγλίας, ο οποίος ήταν ο πλέον φιλότεχνος μονάρχης της εποχής και συνέλεγε έργα τέχνης. Ο βαν Ντάικ βοηθούσε τον πράκτορά του να εντοπίσει και να αποκτήσει σημαντικούς πίνακες, ενώ έστειλε και δικά του έργα στη βρετανική Αυλή. Το 1632 ο βαν Ντάικ εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, όπου ο Κάρολος τον ονόμασε επίσημο ζωγράφο της Αυλής του και τον έχρισε ιππότη. Τού έδωσε επιχορήγηση, ο βαν Ντάικ έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής και νυμφεύτηκε την κόρη ενός Λόρδου, ενώ είχε και ερωμένη.

Ο καλλιτέχνης ταξίδευε επίσης συχνά στο εξωτερικό. Σε ένα ταξίδι του στο Παρίσι το 1641 ασθένησε βαριά και διακόπτοντας το ταξίδι του επέστρεψε στο Λονδίνο, όπου απεβίωσε στις 9 Δεκεμβρίου του 1641.


De Siris