Οράτιος
Ο Κουίντος
Οράτιος Φλάκκος γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 65 π.Χ. και πέθανε στις 27
Νοεμβρίου 8 π.Χ., γνωστότερος απλώς ως Οράτιος, ήταν ο κορυφαίος Λατίνος
(Ρωμαίος) λυρικός ποιητής κατά τους χρόνους του Αυτοκράτορα Αυγούστου, και για
πολλούς ένας από τους δύο μεγαλύτερους Λατίνους ποιητές όλων των εποχών μαζί με
τον Βιργίλιο.
Η ζωή του
Γεννήθηκε στη
Βενόσα ή Βενουσία, μία κωμόπολη στα σύνορα Απουλίας και Λουκανίας, ως γιος
απελεύθερου γεννημένος ο ίδιος ελεύθερος. Ο πατέρας του εργαζόταν ως μεσάζοντας
σε δημοπρασίες. Παρότι ο ποιητής παρουσιάζει τον εαυτό του ως «πτωχόν και
τίμιον» αγρότη (macro
pauper agello, «Σάτιρες» 1.6.71), η ασχολία του
πατέρα του ήταν επικερδής για τους πρώην σκλάβους: ο πατέρας του μπόρεσε να
ξοδέψει αρκετά χρήματα για την εκπαίδευση του γιου του, συνοδεύοντάς τον
αρχικώς στη Ρώμη για τη στοιχειώδη μόρφωση και στέλνοντάς τον κατόπιν στην
Αθήνα να μελετήσει Ελληνικά και Φιλοσοφία. Ο Οράτιος αργότερα εξέφρασε την
ευγνωμοσύνη του ως εξής:
«Αν ο χαρακτήρας
μου βαρύνεται με λίγα μικρά ελαττώματα, κατά τα άλλα είναι τίμιος και ηθικός.
Αν λίγους μόνο διάσπαρτους λεκέδες μπορείτε να δείξετε σε μια κατά τ´άλλα αγνή
επιφάνεια, αν κανείς δε μπορεί να με κατηγορήσει για φιλοχρηματία, ή λαγνεία, ή
ασωτίες, αν ζω ζωή ενάρετη, αμόλυντη από ακαθαρσίες (συγχωρείστε μου προς
στιγμή τον αυτοέπαινό μου),κι αν είμαι ένας καλός φίλος για τους φίλους μου,
στον πατέρα μου οφείλονται όλα αυτά... ... Αξίζει από μένα ευγνωμοσύνη και
αίνο. Ποτέ δε θα μπορούσα να ντρέπομαι για ένα τέτοιο πατέρα, ούτε και νιώθω
ανάγκη καμιά ν' απολογηθώ, σαν πολλούς άλλους, επειδή είμαι γιος απελεύθερου».
(«Σάτιρες»
1.6.65-92)
Μετά τη
δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα, ο Οράτιος πήγε στο στρατό, υπό τις διαταγές του
στρατηγού Βρούτου. Πόλεμησε ως αξιωματικός (tribunus militum) στη Μάχη των Φιλίππων. Αργότερα
ισχυρίσθηκε ότι σώθηκε πετώντας την ασπίδα του και φεύγοντας. Επειδή κηρύχθηκε
αμνηστία για όσους είχαν πολεμήσει κατά του Οκταβιανού Αυγούστου, ο Οράτιος
επέστρεψε στην Ιταλία, όπου όμως ανακάλυψε ότι η ακίνητη περιουσία του είχε
δημευθεί και (μάλλον) ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει. Είχε πάντως τα χρήματα
για να αγοράσει μία μόνιμη θέση εργασίας ως scriba quaestorius, ένα αξίωμα του Θησαυροφυλακίου, που
του επέτρεψε να ζήσει άνετα και να επιδοθεί στην ποιητική του τέχνη. Αργότερα
κατόρθωσε να εισέλθει σε ένα λογοτεχνικό κύκλο που περιελάμβανε τους Βιργίλιο
και Ρούφο. Εκείνοι τον γνώρισαν στον Μαικήνα, φίλο και έμπιστο του Αυγούστου,
που έγινε ο προστάτης του και δώρισε στον Οράτιο ένα αγρόκτημα με έπαυλη κοντά
στο Tibur (το σημερινό
Τίβολι). Μη έχοντας κληρονόμους, ο Οράτιος το άφησε πεθαίνοντας στον
αυτοκράτορα Αύγουστο. Το αγρόκτημα διατηρείται και σήμερα ως τόπος
προσκυνήματος για τους φίλους του έργου του.
Το έργο του
Ο Οράτιος
έγραψε ποιήματα λυρικά και ποιήματα δαχτυλικά.
Λυρικά
4 βιβλία με
τις Ωδές
Οι Επωδοί (1
βιβλίο, 17 επωδοί κατα το πρότυπο του Καλλίμαχου)
Ο
Εκατονταέτηρος Ύμνος (του ανατέθηκε το 17 π.Χ. να συνθέσει έναν ύμνο της
Εκατονταετίας και να τον διδάξει σε ένα χορό αγοριών και κοριτσιών)
Δακτυλικά
2 βιβλία
Σατίρων
2 βιβλία
Επιστολών
Ποιητική
Τέχνη(ARS POETICA)
De Siris