Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος

Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος

Ο π. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος γεννήθηκε το 1903 και πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου 1972, ήταν ιερομόναχος από το Βασιλίτσι της Μεσσηνίας. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός και στη συνέχεια ιερέας. Υπηρέτησε ως εφημέριος σε αρκετά χωριά και ως ηγούμενος σε μοναστήρι της Μεσσηνίας. Πήρε απόφαση να τελειώσει το σχολείο, να σπουδάσει θεολογία καθώς και να μάθει γαλλικά σε μεγάλη ηλικία. Στα 57 του χρόνια αποφασίζει να ξεκινήσει ιεραποστολικό έργο στην Αφρική. Άρχισε από την Ουγκάντα και εξάπλωσε την ιεραποστολή στην Κένυα, την Τανζανία και το Κογκό. Πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου 1972 από ρινορραγία.

Ελλάδα (1903-1960)

Παιδικά χρόνια

Ο κατά κόσμον Χρήστος Παπασαραντόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Βασιλίτσι της Μεσσηνίας από τον Θεόδωρο Παπασαραντόπουλο και τη Σταυρούλα Τρυγουρέα (μετέπειτα Σεβαστιανή μοναχή), και υπήρξε το έβδομο παιδί της οικογένειας. Στα δέκα του χρόνια έχασε τον πατέρα του οπότε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο (ήταν στην Τρίτη Δημοτικού) για να δουλέψει. Στα 15 του χρόνια, προκειμένου να ικανοποιήσει τη δίψα του για μελέτη και ησυχία φεύγει κρυφά από την οικογένειά του και εγκαθίσταται στο μοναστήρι της Κορώνης, το οποίο εγκαταλείπει σύντομα διότι τον επισκέπτονταν συχνά οι δικοί του και τον παρακαλούσαν να επιστρέψει στην οικογένειά του. Στη συνέχεια πηγαίνει στην Καλαμάτα, στο γνωστό τότε μοναστήρι του Παναγουλάκη (ηγούμενος γνωστός για τις ακρότητες και τη σκληρή άσκηση στην οποίες υπέβαλλε τον εαυτό του και τους μοναχούς) και μένει εκεί ως μοναχός πλέον (π. Χρυσόστομος). Οι υπερβολές του Παναγουλάκη και η σκληρή ζωή του ασκητηρίου εκείνου τον κατέβαλαν και του άφησαν μόνιμο πρόβλημα υγείας.

Επόμενα Χρόνια

Μετά την απόλυσή του από το στρατό, χειροτονείται ιερέας (4η Μαΐου 1926) και διορίζεται ηγούμενος της Ιεράς Μονής Γαρδικίου Μεσσηνίας. Μαζί του πήρε και τη μητέρα του την οποία έκειρε μοναχή. Για χρόνια υπηρέτησε τα γύρω χωριά ως εφημέριος. Εδώ ο π. Χρυσόστομος βρήκε χρόνο να μελετήσει και να τελειώσει το δημοτικό ως κατ’ οίκον διδαχθείς. Επίσης, ασχολείται και με την εκμάθηση της Γαλλικής γλώσσας. Μετά τη διάλυση της Μονής Γαρδικίου (λόγω έλλειψης προσωπικού), ο π. Χρυσόστομος μετατίθεται στο Μετόχι της Μονής Βουλκάνου Χρυσοκελλαριάς. Στη συνέχεια πηγαίνει στην Αθήνα και εγγράφεται ως αδελφός στην Ιερά Μονή Πετράκη, όπου και ασχολείται με την εξομολήγηση ανθρώπων όλων των ηλικιών και γίνεται ιδιαίτερα αγαπητός. Στα χρόνια της Κατοχής ο π. Χρυσόστομος βρέθηκε στην Έδεσσα, όπου και υπηρέτησε ως Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος και Πρωτοσύγγελος. Ακολούθησαν μεταθέσεις του στην Κοζάνη, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, όπου και κατάφερε να πάρει το απολυτήριου του Γυμνασίου ως κατ’ οίκον διδαχθείς. Στη συνέχεια εγκαθίσταται ξανά στη Μονή Πετράκη της Αθήνας, όπου και παίρνει την απόφαση να εγγραφεί στη θεολογική Σχολή της Αθήνας. Στα 55 του χρόνια (1958) καταφέρνει και παίρνει το πτυχίο που τόσο επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα, είχε έρθει σε επαφή με κάποιους Αφρικανούς συμφοιτητές του και μάθαινε για την Αφρική. Με τις επαφές αυτές γεννήθηκε η ιδέα της ιεραποστολής στην Αφρική.

Αφρική (1960-1972)

Ουγκάντα

Στα 57 του χρόνια παίρνει την απόφαση να κατέβει στην Αφρική με ιεραποστολικό σκοπό. Ο τότε αρχιεπίσκοπος αλλά και όλοι οι γνωστοί του τον αποθάρρυναν, προβάλλοντας ως δικαιολογίες το προχωρημένο της ηλικίας και την κατάσταση της υγείας του. Σε μία επίσκεψη του στους Αγίους Τόπους συνάντησε τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Χριστοφόρο, από τον οποίο πήρε ευλογία και συνέχισε προς την Αφρική. Σε λίγες μέρες βρέθηκε στην Ουγκάντα. Γράφει για τις πρώτες δυσκολίες που συνάντησε: «ούτε κατοικία, ούτε ναός, ούτε κλήρος. […] αι ολίγαι ελληνικαί οικογένειαι, μίλια μακρυά η μία από την άλλην. Οι μάυροι Ορθοδοξοι, ομοίως διεσπαρμένοι κατά δεκάδας και εκατοντάδας μιλίων εις τα 4 σημεία του ορίζοντος. Οι ιθαγενείς ιερείς αδαέσταται και επτοημένοι…». Ανοίγεται λοιπόν σε μια ευρεία αλληλογραφία, Γράφει σε φίλους, συγγενείς, γνωστούς που μπορεί να βοηθήσουν με οποιονδήποτε τρόπο. Έτσι, άρχισε σιγά σιγά να δέχεται βοήθεια από την Ελλάδα, την Ευρώπη, την Αμερική (επιταγές, δέματα με ρουχισμό, σκεύη κ.ά.). Γράφει: «στις 22 λήγοντος μηνός (Μαρτίου) 1961 ετελέσθησαν τα εγκαίνια του μικρού Ναού της Ιεραποστολής μας.[…] Λουγκάντα δεν έμαθα ακόμη, έχω μάθει όμως αρκετά «Σουαχίλι». Τα λέγω ανακατωτά με τα αγγλικά και συννενουούμαι σχεδόν καλά». Κατηχεί, διδάσκει, λειτουργεί. Πλήθος ιθαγενών βαπτίζεται. Ετοιμάζει και άλλους και τους οδηγεί στην ιερωσύνη.

Κένυα, Τανζανία, Κογκό

Εξαπλώνει την Ιεραποστολή στις γειτονικές Κένυα και Τανζανία. Στο Ναϊρόμπι της Κένυα δημιουργεί άλλον ιεραποστολικό σταθμό: «το έργον προχωρεί, η Ορθοδοξία εξαπλούται». Μεταφράζει στη Σουαχίλι τη Θεία Λειτουργία και διάφορες προσευχές. Κάνει διαρκώς εκκλήσεις για βοήθεια μέσω αλληλογραφίας προς την Ελλάδα και προσκαλεί ανθρώπους να πάνε να βοηθήσουν το έργο του, χωρίς ανταπόκριση. Στη συνέχεια ξεκινά για το Κογκό, τη νεοπαγή Δημοκρατία του Ζαίρ. Εκεί συναντά ακόμα μεγαλύτερη ανταπόκριση από τους ιθαγενείς. Ωστόσο υπάρχει τεράστια έλειψη σε συνεργάτες αλλά και υλική βοήθεια.

Θάνατος

Τη 13η Δεκεμβρίου 1972, κατά τη διαδρομή από την Κανάγκα στο Μπουζμάζι, τον κατάβαλε μια ακατάσχετη ρινορραγία. Επέστρεψε στην Κανάγκα, λειτούργησε τα Χριστούγεννα και τελικά πέθανε την 29η Δεκεμβρίου 1972 στο νοσοκομείο της Κανάγκα.

Ο π. Χρυσόστομος άνοιξε το δρόμο για την ορθόδοξη Ιεραποστολή στην Αφρική. Ξεκίνησε ολομόναχος, χωρίς κανενός είδους βοήθεια, υλική ή ηθική, στα 50 του χρόνια, αγνοώντας το πρόβλημα υγείας του αλλά και όποιο άλλο πρόβλημα πιθανόν να συναντούσε (γλώσσα, αντιμετώπιση από ιθαγενείς αλλά και την Ελλαδική Εκκλησία κ.ά.) και βρέθηκε στην Αφρική να κηρύξει το λόγο του Ευαγγελίου. Πέθανε στην Αφρική, έχοντας αρχίσει ένα τεράστιο έργο το οποίο συνεχίστηκε με μεγάλη επιτυχία. Ο άνθρωπος αυτός, παράδειγμα αυταπάρνησης, παραμένει μέχρι και σήμερα άγνωστος. Οι αναφορές σε αυτόν είναι λίγες και πολλοί φαίνεται να ξεχνούν την προσφορά του στην Ορθόδοξη Ιεραποστολή.


De Siris