Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Joseph Stalin

Ιωσήφ Στάλιν 

Ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν, ψευδώνυμο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1878 και πέθανε στις 5 Μαρτίου 1953, ήταν ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Στάλιν έγινε γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης (Κ.Κ.Σ.Ε) το 1922.

Πολύ σύντομα όμως δημιούργησε ένα πολύ άσχημο κλίμα εξαιτίας του άξεστου και αυταρχικού του χαρακτήρα με αποτέλεσμα ο ίδιος ο Λένιν να προτείνει την αντικατάστασή του από κάποιο άλλο στέλεχος των μπολσεβίκων.

Την περίοδο αυτή ο Λένιν είναι βαριά άρρωστος και η πρότασή του αυτή δεν γνωστοποιήθηκε στο κόμμα των μπολσεβίκων, με ευθύνη πρώτα και κύρια του Στάλιν που ήδη ως Γραμματέας συγκέντρωνε στα χέρια του τον μηχανισμό του κόμματος.

Μετά το θάνατο του Βλαντιμίρ Λένιν, επεκράτησε του Λέοντα Τρότσκι σε μια πολιτικοϊδεολογική αντιπαράθεση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 που όμως λύθηκε με διοικητικά μέτρα (διαγραφές, καθαιρέσεις, εξορίες κλπ).

Στη δεκαετία του '30 ο Στάλιν εξάλειψε την ενεργό πολιτική αντιπολίτευση μέσω ενός συστήματος εσωτερικής εξορίας και παγίωσε την αρχή του την εποχή της Μεγάλης Εκκαθάρισης(1936-1938), μια περίοδο σκληρής καταστολής (διαγραφές, φυλακίσεις, εξορίες, εκτελέσεις, δολοφονίες) απέναντι τόσο σε πάρα πολλούς κομμουνιστές που διαφωνούσαν με τις επιλογές και τη νοοτροπία της κυρίαρχης τάσης (σταλινισμός) στο Κομμουνιστικό κόμμα της ΕΣΣΔ, όσο και χιλιάδες άλλους πολίτες που κατηγορούντο για πολιτικά εγκλήματα.

Ο Στάλιν συνέβαλλε στη διαμόρφωση των γνωρισμάτων που χαρακτήρισαν το νέο σοβιετικό καθεστώς αλλά και τα υπόλοιπα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, που συνολικά αντιπροσώπευσαν ένα πολιτικό σύστημα τον "υπαρκτό σοσιαλισμό". Πολλοί κομμουνιστές υποστηρίζουν δε, πως ο Στάλιν αποτέλεσε τον εκφραστή της ανερχόμενης κρατικής/κομματικής άρχουσας τάξης (της γραφειοκρατίας) και πως τελικά οι εκκαθαρίσεις που πραγματοποίησε το καθεστώς συνέβαλλαν στην εδραίωση της ηγεμονίας της γραφειοκρατίας σε βάρος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Ο Ιωσήφ Στάλιν γεννήθηκε στην πόλη Γκόρι της Γεωργίας στις 18 Δεκεμβρίου του 1878. Ήταν το τέταρτο παιδί που γέννησε η μητέρα του σε λιγότερο από τέσσερα έτη. Τα πρώτα τρία πέθαναν και δεδομένου ότι ο Ιωσήφ ήταν φιλάσθενος η μητέρα του φοβόταν ότι και αυτός θα πέθαινε. Δικαιολογημένα, λαμβάνοντας υπόψη αυτό το γεγονός, η μητέρα του ήταν υπερπροστατευτική απέναντί του.

Ο πατέρας του, Βησσαρίων Τζουγκασβίλι, ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Αικατερίνη Γκελάντζε, δούλευε ως πλύστρα.

Ως παιδί, ο Στάλιν δοκίμασε την ένδεια, που οι περισσότεροι αγρότες έπρεπε να υπομείνουν στη Ρωσία στο τέλος του 19ου αιώνα. Το χαϊδευτικό του ήταν "Σόσο".

Ο Βησσαρίων Ιβάνοβιτς Τζουγκασβίλι ήταν δουλοπάροικος που, όταν απελευθερώθηκε έγινε υποδηματοποιός.

Άνοιξε δικό του κατάστημα, αλλά γρήγορα χρεοκόπησε και αναγκάστηκε να εργαστεί σε ένα εργοστάσιο παπουτσιών στην Τιφλίδα. Σπάνια συναντούσε την οικογένειά του και έπινε πολύ, ενώ χτυπούσε συχνά τη σύζυγο και το μικρό γιο του. Ένας από τους παιδικούς φίλους του Στάλιν έγραψε, "εκείνοι οι άδικοι και φρικτοί ξυλοδαρμοί κατέστησαν το αγόρι τόσο σκληρό και άκαρδο όσο ο πατέρας του". Ο ίδιος φίλος επίσης έγραψε ότι δεν τον είδε ποτέ να κλαίει. Άλλος φίλος της παιδικής ηλικίας του, ο José Iremashvili, θεωρούσε ότι οι ξυλοδαρμοί από τον πατέρα του τον κατέστησαν εχθρικό προς την εξουσία. Επίσης σημείωσε ότι οποιοσδήποτε με δύναμη πάνω σε άλλους θύμιζε στο Στάλιν τη σκληρότητα του πατέρα του. Στην ηλικία των επτά έπαθε ευλογιά. Επέζησε αλλά το πρόσωπό του παρέμεινε σημαδεμένο για το υπόλοιπο της ζωής του, γενόμενος εξ αυτού αντικείμενο περιπαικτικών σχολίων από τους συνομηλίκους του.

Ένας από τους ανθρώπους για τους οποίους η Αικατερίνη έπλενε ήταν κάποιος Εβραίος του Γκόρι, ο Δαβίδ Παπισμέντοφ. Ο Παπισμέντοφ έδινε στον Ιωσήφ, που βοηθούσε τη μητέρα του, χρήματα και βιβλία του για να διαβάσει, και τον ενθάρρυνε. Δεκαετίες αργότερα ο Παπισμέντοφ ήρθε στο Κρεμλίνο για να μάθει τι είχε γίνει ο μικρός "Σόσο".

Ο Στάλιν εξέπληξε τους συνεργάτες του όχι μόνο δεχόμενος τον ηλικιωμένο κύριο, αλλά κουβεντιάζοντας με μεγάλη χαρά μαζί του.

Το 1888, ο πατέρας του Στάλιν έφυγε για να ζήσει στην Τιφλίδα, αφήνοντας την οικογένειά του χωρίς καμία στήριξη. Φημολογείται πως πέθανε σε πάλη, εντούτοις άλλοι υποστήριζαν ότι εθεάθη στη Γεωργία γύρω στα 1931.

Η μητέρα του Ιωσήφ ήταν βαθιά θρησκευόμενη και το 1888 κατόρθωσε να του εξασφαλίσει μία θέση στην τοπική εκκλησιαστική σχολή. Παρά τα προβλήματα υγείας του, σημείωσε καλή πρόοδο στο σχολείο και κέρδισε τελικά υποτροφία στη θεολογική σχολή της Τιφλίδας. Ο Στάλιν και οι συμμαθητές του ήταν Γεωργιανοί και μιλούσαν μια από τις εβδομήντα καυκασιανές διαλέκτους. Στο σχολείο όμως αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τα ρωσικά.
Κατά τη φοίτησή του στη σχολή προσχώρησε σε μια μυστική οργάνωση αποκαλούμενη Messame Dassy. Τα μέλη της ήταν υποστηρικτές της ανεξαρτησίας της Γεωργίας από τη Ρωσία. Κάποιοι ήταν επίσης Σοσιαλεπαναστάτες και μέσω αυτών ο Στάλιν ήρθε αρχικά σε επαφή με τις ιδέες του Μαρξ.

Αν και αργότερα ο Στάλιν επεδίωξε να κρύψει την γεωργιανή καταγωγή του, κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας συναρπάστηκε από τη γεωργιανή λαογραφία. Οι ιστορίες που διάβαζε μιλούσαν για Γεωργιανούς ορεσίβιους που πάλεψαν γενναία για την ανεξαρτησία της χώρας τους. Ο αγαπημένος ήρωάς του αυτών των ιστοριών ήταν ένας θρυλικός πολεμιστής των βουνών που ονομαζόταν Koba. Έπεισε όλους συμμαθητές του να τον αποκαλούν Koba, και αυτό έγινε επίσης το πρώτο του επαναστατικό ψευδώνυμο.

Τον Μάιο, του 1899, ο Στάλιν αποβλήθηκε από τη θεολογική σχολή της Τιφλίδας. Διάφοροι λόγοι δόθηκαν για αυτήν την απόφαση συμπεριλαμβανομένης της ασέβειας έναντι των καθηγητών και την ανάγνωση απαγορευμένων βιβλίων.

Ο Στάλιν επρόκειτο αργότερα να υποστηρίξει ότι ο πραγματικός λόγος ήταν ότι προσπαθούσε να μεταστρέψει τους συμφοιτητές του στο μαρξισμό.Για αρκετούς μήνες μετά την αποβολή του ο Στάλιν παρέμεινε άνεργος. Βρήκε τελικά εργασία παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά της μέσης εκπαίδευσης. Αργότερα, εργάστηκε ως υπάλληλος στο παρατηρητήριο της Τιφλίδας. Άρχισε επίσης να γράφει άρθρα για τη σοσιαλιστική γεωργιανή εφημερίδα "Μπρτζολα Χμα Βλαντιμιρ".

Το 1901 ο Στάλιν προσχώρησε στο Σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα και ενώ οι περισσότεροι από τους ηγέτες του ζούσαν εξόριστοι, αυτός παρέμεινε στη Ρωσία όπου βοήθησε να οργανώσει τη βιομηχανική αντίσταση στο τσαρικό καθεστώς. Στις 18 Απριλίου 1902 συνελήφθη αφότου συντόνισε απεργία στις μεγάλες εγκαταστάσεις Ρότσιλντ στο Μπατούμ. Μετά από αυτό πέρασε 18 μήνες εξόριστος στη Σιβηρία.

Στο δεύτερο συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος στο Λονδίνο το 1903, υπήρξε μια διαφωνία μεταξύ των Βλαντίμιρ Λένιν και Γιούλι Μάρτοφ, δύο εκ των ηγετών του κόμματος. Ο Λένιν υποστήριξε ένα μικρό κόμμα επαγγελματιών επαναστατών με μεγάλη βάση εξωκομματικών, ανεξάρτητων συμπαθούντων και υποστηρικτών. Ο Μάρτοφ διαφώνησε θεωρώντας ότι ήταν καλύτερο να υπάρξει ένα μεγάλο κόμμα ενεργών στελεχών.

Ο Γιούλι Μάρτοφ βάσιζε τις ιδέες του στα σοσιαλιστικά κόμματα που υπήρχαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως το βρετανικό εργατικό κόμμα. Ο Λένιν υποστήριξε ότι η κατάσταση ήταν διαφορετική στη Ρωσία όπου ήταν παράνομο να διαμορφωθούν σοσιαλιστικά πολιτικά κόμματα κάτω από την αυταρχική διακυβέρνηση του τσάρου. Στο τέλος της συζήτησης ο Μάρτοφ κέρδισε την ψηφοφορία με 28 ψήφους έναντι 23. Ο Λένιν απρόθυμος να δεχτεί το αποτέλεσμα διαμόρφωσε μια φράξια γνωστή ως Μπολσεβίκοι. Εκείνοι που παρέμειναν πιστοί στο Μάρτοφ έγιναν γνωστοί ως Μενσεβίκοι.

Ο Στάλιν, όπως οι Ζινόβιεφ, Λουνατσάρσκι, Λασέβιτς, Κρούπσκαια, Φρούνζε, Ρίκοφ, Σβερντλόφ, Κάμενεφ, Λιτβίνοφ, Αντόνοφ, Ντζερζίνσκι, Ορντζονικίντζε και Μπογκντάνοφ υπεστήριξε τους Μπολσεβίκους. Ενώ οι Πλεχάνοφ, Αξελρόντ, Ντεϊτς, Αντόνοφ-Οβσέενκο, Τρότσκι, Ζασούλιτς, Τσερετέλι, Ουρίτσκι, Ζορντανια, Βισίνσκι και Νταν υποστήριξαν τον Μάρτοφ.

Το 1904 ο Στάλιν δραπέτευσε από τη Σιβηρία και μέσα σε μερικούς μήνες ήταν πίσω οργανώνοντας διαδηλώσεις και απεργίες στην Τιφλίδα. Ο Λένιν εντυπωσιάστηκε με τα επιτεύγματα του Στάλιν και το 1905 κλήθηκε να τον συναντήσει στη Φινλανδία.

Η πρώτη σύζυγος του Στάλιν ήταν η Αικατερίνη Σβανίντζε, με την οποία έμεινε παντρεμένος για ακριβώς τρία έτη μέχρι το θάνατό της το 1907. Στην κηδεία της, ο Στάλιν είπε ότι κάθε τρυφερό συναίσθημά του για τους ανθρώπους πέθανε μαζί της, γιατί μόνο αυτή μπόρεσε να θεραπεύσει την ψυχή του. Απέκτησαν ένα γιο, τον Ιάκωβο Τζουγκασβίλι, με τον οποίο δεν είχε επαφές τα τελευταία χρόνια. Ο Ιάκωβος υπηρέτησε στον Κόκκινο Στρατό και συνελήφθη από τους Ναζί. Προσφέρθηκαν να τον ανταλλάξουν με έναν Γερμανό ανώτερο αξιωματικό αλλά ο Στάλιν αρνήθηκε την προσφορά λέγοντας σύμφωνα με ισχυρισμούς "δεν έχω κανένα γιο που να ονομάζεται Ιάκωβος". Ο Ιάκωβος λέγεται ότι πέθανε πέφτοντας πάνω σε έναν ηλεκτρικό φράκτη στο στρατόπεδο όπου κρατούνταν.

Η δεύτερη σύζυγός του ήταν η Ναντέζντα Αλληλούγεβα, η οποία πέθανε το 1932. Σύμφωνα με την επικρατέστερη ιστορική εκδοχή αυτοκτόνησε αυτοπυροβολούμενη λόγω κάποιου προβλήματος υγείας, που τη βασάνιζε, αφήνοντας ένα σημείωμα που σύμφωνα με την κόρη τους ήταν "εν μέρει προσωπικό και εν μέρει πολιτικό". Επίσημα, πέθανε λόγω καρδιακού επεισοδίου ενώ ορισμένες θεωρίες υποστηρίζουν ότι τη δολοφόνησε ο ίδιος ο Στάλιν. Υποστηρίζεται ότι ο Στάλιν είπε στην κηδεία της πως "πέθανε ένας εχθρός".
Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά: το Βασίλι και τη Σβετλάνα.

Ο Βασίλι έλαβε υψηλή θέση στις τάξεις της σοβιετικής Πολεμικής Αεροπορίας, αλλά πέθανε αλκοολικός το 1962.

Η Σβετλάνα αυτομόλησε από τη Σοβιετική Ένωση το 1967.

Ο Στάλιν επέστρεψε στη Ρωσία το 1905 και κατά τη διάρκεια των επόμενων οκτώ ετών συνελήφθη τέσσερεις φορές αλλά κάθε φορά κατόρθωνε να δραπετεύει. Το 1911 μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη και το επόμενο έτος έγινε συντάκτης της "Πράβντα". Η πρακτική εμπειρία του τον κατέστησε χρήσιμο στο μπολσεβικικό κόμμα του Λένιν, έτσι κερδίζει μια θέση στην κεντρική Επιτροπή του τον Ιανουάριο του 1912.

Η μόνη σημαντική συμβολή του στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας αυτή την περίοδο υπήρξε μια πραγματεία του, γραμμένη κατά τη σύντομη παραμονή του ως εξόριστου στη Βιέννη, "Ο Μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα". Παρουσιάζει μια ορθόδοξη μαρξιστική θέση σε αυτήν την σημαντική συζήτηση. Αυτή η πραγματεία ίσως να συνέβαλε στο διορισμό του ως Λαϊκού Κομισάριου για τις μειονοτικές υποθέσεις μετά την Επανάσταση.

Το 1913 υιοθέτησε το όνομα Στάλιν, το οποίο σημαίνει "σιδερένιος" στα ρωσικά.

Συνελήφθη πάλι το 1913 και εξορίστηκε ισόβια στη βόρεια Σιβηρία.Μετά την πτώση του Τσάρου Νικολάου Β’, ο νέος πρωθυπουργός, Πρίγκιπας Λβοφ, επέτρεψε σε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

Ο Στάλιν επέστρεψε στην Πετρούπολη (σημερινή "Αγία Πετρούπολη") και ξανάγινε συντάκτης της "Πράβντα".

Αυτή την ώρα, ο Στάλιν, όπως οι περισσότεροι Μπολσεβίκοι, συμφωνούσε ότι ο ρωσικός λαός δεν ήταν έτοιμος για μια σοσιαλιστική επανάσταση.

Όταν ο Λένιν επέστρεψε στη Ρωσία στις 3 Απριλίου του 1917, ανήγγειλε αυτό που έγινε γνωστό ως "Θέσεις του Απριλίου".

Ο Λένιν επιτέθηκε στους Μενσεβίκους που στήριζαν την Προσωρινή Κυβέρνηση. Αντ' αυτού, υποστήριξε ότι οι επαναστάτες έπρεπε να πείσουν τους Ρώσους ότι αυτοί πρέπει να αναλάβουν την εξουσία της χώρας. Στην ομιλία του, ο Λένιν ενθάρρυνε τους αγρότες να πάρουν τη γη από τους πλούσιους γαιοκτήμονες και τους βιομηχανικούς εργάτες να καταλάβουν τα εργοστάσια.Τον Νοέμβριο, του 1917 ο Λένιν αντάμειψε το Στάλιν για την υποστήριξή του στην Οκτωβριανή Επανάσταση διορίζοντάς τον Κομισάριο για τα θέματα των μειονοτήτων. Ως Γεωργιανός και μέλος μιας μειονοτικής ομάδας και έχοντας γράψει για τα προβλήματα των μη ρωσικών λαών που ζουν κάτω από την τσαρική εξουσία, ο Στάλιν θεωρήθηκε ως προφανής επιλογή για αυτή τη θέση. Υπήρξε ένας θώκος που έδωσε στο Στάλιν τεράστια δύναμη πάνω σχεδόν στο μισό πληθυσμό της χώρας, ο οποίος ενέπεσε στην κατηγορία των μη Ρώσων πολιτών. Ο Στάλιν είχε τώρα την ευθύνη 65 εκατομμυρίων Ουκρανών, Γεωργιανών, Λευκορώσων, Τατζέκων, Αζέρων και Γιακούσιων.

Η πολιτική των μπολσεβίκων ήταν να χορηγηθεί δικαίωμα αυτοδιάθεσης σε όλες τις μειονοτικές ομάδες εντός της Ρωσίας. Αυτό ενισχύθηκε από μια ομιλία που εκφώνησε ο Στάλιν στο Ελσίνκι στις 16 Νοεμβρίου 1917. Εκεί υποσχέθηκε στο πλήθος ότι η σοβιετική κυβέρνηση θα χορηγούσε "πλήρη ελευθερία στους Φινλανδούς, και σε άλλους λαούς της Ρωσίας, για να τακτοποιήσουν τη ζωή τους". Το σχέδιο του Στάλιν ήταν να αναπτύξει αυτό που αποκαλούσε "εθελοντική και τίμια συμμαχία" μεταξύ της Ρωσίας και των διαφορετικών εθνoτικών ομάδων που ζούσαν μέσα στα σύνορά της.

Τα επόμενα χρόνια ο Στάλιν δυσκολεύτηκε να θέσει τους μη ρωσικούς λαούς υπό τον έλεγχό του. Ανεξάρτητα κράτη οργανώθηκαν χωρίς τη συμφωνία του. Αυτές οι νέες κυβερνήσεις ήταν συχνά εχθρικές απέναντι στους μπολσεβίκους. Ο Στάλιν είχε ελπίσει ότι αυτά τα ανεξάρτητα κράτη θα συμφωνούσαν εθελοντικά να ενωθούν με τη Ρωσία για να συγκροτήσουν μια ένωση σοσιαλιστικών κρατών.

Όταν αυτό δεν συνέβη ο Στάλιν αναγκάστηκε να αναθεωρήσει την πολιτική του και δήλωσε ότι η αυτοδιάθεση "οφείλει να γίνει κατανοητή ως δικαίωμα αυτοδιάθεσης, όχι της αστικής τάξης, αλλά των εργαζόμενων μαζών ενός δεδομένου έθνους". Με άλλα λόγια, εκτός αν αυτά τα ανεξάρτητα κράτη είχαν μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, πρόθυμη να προβεί σε ένωση με τη Ρωσία, οι μπολσεβίκοι δεν θα επέτρεπαν την αυτοδιάθεση.

Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου ο Στάλιν διαδραμάτισε σημαντικό διοικητικό ρόλο σε στρατιωτικά θέματα και πιστώθηκε τη νίκη έναντι του Λευκού Στρατού στο Τσαρίτσιν. Μια στρατηγική, που αναπτύχθηκε από τον Στάλιν, ήταν να πραγματοποιούνται οι συνεντεύξεις με τους τοπικούς διοικητές σε μια μεγάλη φορτηγίδα, που δέθηκε στο Βόλγα.
Τον Αύγουστο του 1918 ο Μοϊσέι Ουρίτσκι, προϊστάμενος της μυστικής αστυνομίας της Πετρούπολης (σημερινή Αγία Πετρούπολη) δολοφονήθηκε. Δύο εβδομάδες αργότερα η Φάνια Κάπλαν πυροβόλησε και τραυμάτισε σοβαρά τον Λένιν. Ο Στάλιν, που βρισκόταν στο Τσαρίτσιν (σημερινό Βόλγκογκραντ), έστειλε ένα τηλεγράφημα υποστηρίζοντας την "ανοικτή και συστηματική μαζική τρομοκρατία" ενάντια στους υπευθύνους. Οι συμβουλές του Στάλιν έγιναν αποδεκτές και τον Σεπτέμβριο του 1918 ο Φέλιξ Ντζερζίνσκι, προϊστάμενος της "Τσεκά" ("Τσρεζβιτσάϊναγια καμίσιγια" - "Έκτακτη Επιτροπή" για τον αγώνα ενάντια στην αντεπανάσταση και το σαμποτάζ), εξαπέλυσε την κόκκινη τρομοκρατία. Υπολογίζεται ότι στους επόμενους μήνες 800 σοσιαλιστές συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν χωρίς δίκη.

Η φτώχεια, ο εμφύλιος πόλεμος, και η καταστροφή του παραγωγικού ιστού της επαναστατημένης Ρωσίας δημιούργησε κοινωνική δυσαρέσκεια και οδήγησε σε συγκρούσεις με τμήματα του λαού και της εργατικής τάξης με κορυφαίο γεγονός την εξέγερση της Κρονστάνδης.
Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, το Μάρτιο του 1921 ο Λένιν ανήγγειλε τις λεπτομέρειες της νέας οικονομικής πολιτικής που έγινε γνωστή ως Ν.Ε.Π.

Οι αγρότες είχαν τη δυνατότητα τώρα να πωλούν τα προϊόντα τους στην ελεύθερη αγορά και μπορούσαν να προσλαμβάνουν πολίτες ως εργαζόμενους.

Την περίοδο 1919 – 1922 ο Στάλιν υπηρέτησε ως λαϊκός Κομισάριος εργατικής και αγροτικής επιθεώρησης, από το 1920 έως το 1923 ως μέλος του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου και ως μέλος της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής του Συμβουλίου των Σοβιέτ από το 1917.

Τον Απρίλιο του 1922 ο Στάλιν έγινε Γενικός Γραμματέας του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος, μια θέση που ανέδειξε στη συνέχεια ως την ισχυρότερη στη χώρα.
Μετά το θάνατο του Λένιν τον Ιανουάριο του 1924, την διοίκηση του κόμματος ανέλαβαν τα ισχυρότερα μέλη, τα οποία και αγωνίστηκαν για την προεδρία, δηλαδή οι Ιωσήφ Στάλιν, Λεβ Κάμενεφ, Γριγκόρι Ζινόβιεφ, Τρότσκι και Μπουχάριν.

Στις αποφάσεις των Συνεδρίων του μπολσεβίκου κόμματος που έλαβαν μέρος ως το 1927, ο Τρότσκι και οι υποστηρικτές του ηττήθηκαν για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους.
Ενώ ο Ζινόβιεφ και ο Καμένεφ ήταν υπέρ του Στάλιν, το 1925 στο Δέκατο πέμπτο Συνέδριο των μπολσεβίκων, στράφηκαν εναντίον του. Κατέκριναν την εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) που αποτελούσε πολιτική επιλογή της "δεξιάς" τάσης (Μπουχάριν κλπ) του κόμματος, την σκληρή αντιμετώπιση απέναντι στους αγρότες και ζήτησαν να διεξαχθούν εκλογές σχετικά με την θέση του Στάλιν, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του.

Το 1925 ο Στάλιν ήταν σε θέση να εκδιώξει τον Τρότσκι από την κυβέρνηση. Οι Ζινόβιεφ και Καμένεφ αποφάσισαν να λάβουν το μέρος του Τρότσκι και τον παρότρυναν να οργανώσουν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στη Μόσχα.

Ως Κομισάριος του πολέμου είχε τη δύναμη να το πραγματοποιήσει. Παρά ταύτα απέρριψε την ιδέα και παραιτήθηκε από τη θέση του.

Το 1928 ο Στάλιν και η σταλινική φράξια εντός του ΠΚΚ (μπ) αντιτάχθηκαν στην ΝΕΠ που μέχρι τότε υποστήριζαν και επιτέθηκαν στα "δεξιά" μέλη του Πολίτμπιρο. Τότε ο Στάλιν υιοθέτησε πλευρές της πολιτικής αντίληψης του Τρότσκι ο οποίος επιθυμούσε την άμεση εκβιομηχάνηση της χώρας.

Ο Μπουχάριν αγωνίστηκε σκληρά για την υπεράσπιση της ΝΕΠ, αλλά κατέληξε να αποβληθεί από το κόμμα το 1929, μαζί με τους Ρύκοβ και Τόμσκυ που ήταν με το μέρος του.
Τον ίδιο χρόνο ο Τρότσκι εξορίστηκε από τη χώρα. Έχοντας παροπλίσει τον Μπουχάριν και εξορίσει τον Τρότσκι, ο Στάλιν μπορεί να ειπωθεί, ότι αναδείχθηκε ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 1929. Εντούτοις, η δημοτικότητα άλλων ηγετών όπως οι Σεργκέι Κίροφ και η αποκαλούμενη "Υπόθεση Ριούτιν" επρόκειτο να καταδείξουν πως δεν κατέκτησε την απόλυτη εξουσία μέχρι τις μεγάλες εκκαθαρίσεις του 1936 – 1938.

Ο Στάλιν εισήγαγε την αναγκαστική αγροτική κολεκτιβοποίηση. Η αρχή της κολεκτιβοποίησης ήταν ότι θα αντικαθιστούσε τα μικρής κλίμακας μη μηχανοποιημένα και ελάχιστα παραγωγικά αγροκτήματα με μεγάλης κλίμακας μηχανοποιημένα αγροκτήματα που θα παρήγαγαν προϊόντα πιο αποδοτικά.

Αυτές οι Δίκες (όπου παραβρέθηκαν και άτομα μάρτυρες και από άλλες χώρες) έμειναν γνωστές ως "Δίκες της Μόσχας". Υπήρξαν τέσσερις βασικές δίκες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου: η Δίκη των δεκαέξι (Αύγουστος 1936), η Δίκη των δεκαεπτά (Ιανουάριος 1937), η Δίκη των στρατηγών του Κόκκινου στρατού, συμπεριλαμβανομένων στρατηγών όπως το στρατάρχης Μιχαήλ Τουχατσέφσκι (Ιούνιος 1937) και τελικά η Δίκη των εικοσιένα (κατά την οποία καταδικάστηκε ο Μπουχάριν) το Μάρτιο του 1938.

Καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, οι Ναζί και οι Σοβιετικοί παρουσίαζαν μία συγκρουσιακή πορεία, δεδομένου ότι ο Χίτλερ κατήγγειλε τη "μπολσεβικική απειλή" και τα δύο έθνη διεξήγαγαν έναν πόλεμο επιρροής στην Ισπανία, υποστηρίζοντας κάθε μια διαφορετική πλευρά στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας. Για κάποιο διάστημα ο Στάλιν πίστευε σε μια συμμαχία με τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, προκειμένου να προληφθεί η αυξανόμενη ναζιστική απειλή. Πράγματι, ο Κομισάριος για τις εξωτερικές υποθέσεις Μαξίμ Λιτβίνοφ πρότεινε δημόσια μια τέτοια συμμαχία το 1935. Εκείνη η προσφορά παρέμεινε στον τραπέζι έως το 1938, όταν ο Χίτλερ είχε κατακτήσει την Τσεχοσλοβακία και την Αυστρία, και αναμενόταν να επιτεθεί στην Πολωνία.

Ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν, δεν ήταν ενθουσιώδης για τη διαμόρφωση μιας συμμαχίας με τη Σοβιετική Ένωση. Έγραψε σε ένα φίλο: "Πρέπει να ομολογήσω την πιο βαθιά δυσπιστία σχετικά με τη Ρωσία. Δεν έχω καμία πίστη στη δυνατότητά της να διατηρήσει μια αποτελεσματική επίθεση, ακόμα κι αν το επιθυμούσε. Και δυσπιστώ για τα κίνητρά της, που μου φαίνονται να έχουν ελάχιστη σχέση με τις δικές μας ιδέες περί ελευθερίας."

Ο Ουίνστων Τσώρτσιλ, ένας ειλικρινής κριτικός της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής, συμφώνησε με τον Στάλιν: "Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να διατηρηθεί ένα ανατολικό μέτωπο ενάντια στη ναζιστική επιθετικότητα χωρίς την ενεργό ενίσχυση της Ρωσίας. Τα ρωσικά συμφέροντα νοιάζονται ιδιαίτερα για την παρεμπόδιση των σχεδίων του κυρίου Χίτλερ στην Ανατολική Ευρώπη. Πρέπει ακόμα να είναι δυνατό να παραταχθούν όλα τα κράτη και οι λαοί από τη Βαλτική ως τη Μαύρη Θάλασσα σε ένα στέρεο μέτωπο απέναντι σε μια νέα απόπειρα εισβολής. Ένα τέτοιο μέτωπο, εάν εδράζεται στην καλή καρδιά, και στις αποφασιστικές και αποδοτικές στρατιωτικές ρυθμίσεις, που συνδυάζονται με την ισχύ των δυτικών δυνάμεων, μπορεί ακόμα να αντιμετωπίσει τους Χίτλερ, Γκαίρινγκ, Χίμλερ, Ρίμπεντροπ, Γκέμπελς και Σια με δυνάμεις που οι Γερμανοί θα ήταν απρόθυμοι να προκαλέσουν."

Η ερμηνεία του Στάλιν για την απόρριψη από τη Μεγάλη Βρετανία του σχεδίου του για μια αντιφασιστική συμμαχία, ήταν ότι περιλήφθηκαν σε μια σκευωρία με τη Γερμανία ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Αυτή η πεποίθηση ενισχύθηκε όταν συναντήθηκε ο Νέβιλ Τσάμπερλεν με τον Αδόλφο Χίτλερ στο Μόναχο τον Σεπτέμβριο του 1938 και ενέδωσε στις απαιτήσεις του για την περιοχή της Σουδητίας στην Τσεχοσλοβακία. Ο Στάλιν τώρα θεώρησε ότι ο κύριος στόχος της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν να ενθαρρυνθεί η Γερμανία για να κατευθυνθεί στην ανατολή παρά στη δύση.

Ο Στάλιν συνειδητοποίησε ότι ο πόλεμος με την Γερμανία ήταν αναπόφευκτος. Εντούτοις, για να έχει οποιαδήποτε πιθανότητα νίκης χρειαζόταν χρόνο για να ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις του. 
Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να λάβει χρόνο ήταν να διαπραγματευτεί με τον Χίτλερ.
Ο Στάλιν ήταν πεπεισμένος ότι ο καγκελάριος δεν θα ήταν τόσο ανόητος να διεξαγάγει έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα.

Αν και ο Στάλιν επιθυμούσε ακόμα να ελέγξει τον Χίτλερ, η συμμαχία με την Γαλλία και την Αγγλία για την υπεράσπιση των Πολωνών θα σήμαινε πόλεμο, τον οποίο ο σοβιετικός ηγέτης ήθελε να αποφύγει οπωσδήποτε.

Επιπλέον, ήταν δυσμενώς προκατειλημμένος με την τακτική των δυτικών δυνάμεων, των οποίων η πολιτική του κατευνασμού είχε κάνει ελάχιστα για να σταματήσει το Χίτλερ. Αντικατέστησε τον Λιτβίνοφ με τον Βιατσεσλάβ Μιχαήλοβιτς Μολότωφ, ο οποίος προχώρησε στη σύναψη ενός συμφώνου μη επίθεσης με τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών, Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία και η Γερμανία συμφώνησαν να μην επιτεθούν η μία στη άλλη. Αυτή η διπλωματική πράξη, που υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 1939, συγκλόνισε και φόβισε τη δύση - αλλά δεν θα έπρεπε να είχε αποτελέσει έκπληξη στους εξοικειωμένους με την πολιτική δεξιοτεχνία του Στάλιν.

Έναν μήνα αργότερα, η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία ξεκινώντας το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.Από μία άποψη, το γερμανορωσικό σύμφωνο ήταν μια λαμπρή κίνηση από μέρους του Στάλιν, δεδομένου ότι του έδωσε μια ευκαιρία να βελτιώσει δραστικά τη στρατηγική θέση της χώρας του κατά μήκος των δυτικών συνόρων της, χωρίς ανάμιξη σε μια μεγαλύτερη σύγκρουση. Ενώ οι δυνάμεις του Χίτλερ ισοπέδωναν την Πολωνία, σοβιετικά στρατεύματα πήραν στην κατοχή τους το ανατολικό μέρος της χώρας. Κατόπιν, τον Οκτώβριο του 1939, η ΕΣΣΔ ανάγκασε τα κράτη της Βαλτικής - Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία, ανεξάρτητα από την Επανάσταση του 1917 - να επιτρέψουν στις σοβιετικές δυνάμεις να εγκατασταθούν στα σύνορά τους. Αυτό προετοίμασε το έδαφος για την ολοκληρωτική προσάρτηση αυτών των κρατών στην ΕΣΣΔ το επόμενο έτος.

Οι Σοβιετικοί εφάρμοσαν παρόμοια πίεση στη Φινλανδία, η οποία ήταν ένα μεγάλο δουκάτο σύμφωνα με τον τσαρικό νόμο, αλλά οι Φινλανδοί αντιστάθηκαν. Έτσι τον Νοέμβριο του 1939 ο Στάλιν διέταξε εισβολή. Ανέμενε έναν γρήγορο, εύκολο πόλεμο, αλλά λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών και της φινλανδικής αποφασιστικότητας ο Κόκκινος Στρατός υπέστη μια σειρά ηττών και οπισθοχωρήσεων, μέχρι που, την άνοιξη του επόμενου έτους, οι Φινλανδοί υπέγραψαν συνθηκολόγηση.

Έως εκείνη τη στιγμή τα στρατεύματα του Χίτλερ είχαν εισβάλει στη Γαλλία, επιτυγχάνοντας σημαντικές νίκες και έθεσαν τους Γάλλους εκτός πολέμου μετά σχεδόν ένα μήνα μαχών. Αν και οι Βρετανοί παρέμεναν ακόμα ελεύθεροι στο περιφραγμένο από τη θάλασσα νησί τους, η Ναζιστική Γερμανία στεκόταν ως αναμφισβήτητος κύριος της ηπειρωτικής Ευρώπης. Αυτό άφησε ελεύθερο τον Χίτλερ να επιτεθεί στην Ε.Σ.Σ.Δ. χωρίς φόβο επίθεσης από τη δύση.

Αλλά, ενώ το επόμενο έτος ο ηγέτης των Ναζί ήταν έτοιμος να προωθήσει την "Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα" ενάντια στη Ρωσία, ο Στάλιν έπραξε ελάχιστα προκειμένου να προετοιμάσει τη χώρα για εισβολή.

"Τι κάναμε για να μας αξίζει αυτό;" ρωτούσε στις 21 Ιουνίου του 1941 ο Μολότωφ, όταν τα γερμανικά στρατεύματα περνούσαν τα σύνορα της Ε.Σ.Σ.Δ. και ξεχύνονταν στη σοβιετική ενδοχώρα. Ο Στάλιν ήταν εξίσου αλλόφρων.

Όταν έγινε σαφές ότι τα στρατεύματά του υποχωρούσαν ατάκτως και ότι όποια αντεπίθεση θα αποτύγχανε, βυθίστηκε σε μια κατάσταση κλονισμού που φάνηκε να τον παραλύει για περισσότερο από μία εβδομάδα, ενώ οι εισβολείς κινούνταν όλο και βαθύτερα στη Σοβιετική Ένωση.

Στις 3 Ιουλίου ο Στάλιν προέβη σε εθνικό ραδιοφωνικό διάγγελμα, στο οποίο απαιτούσε εθνική ενότητα παρά την κρίση. Τον επόμενο μήνα, ανέλαβε επίσημα την ανώτατη διοίκηση του Κόκκινου Στρατού, θέση που κράτησε μέχρι το τέλος του πολέμου. Στο Σμολένσκ, στην αρχική φάση του πολέμου, οι Ναζί αιχμαλώτισαν τον γιο του Γιάκοφ (ο οποίος κατείχε τη θέση του υπολοχαγού του πυροβολικού), τον οποίο ο Στάλιν δεν φαίνεται να εκτιμούσε. Ο Στάλιν θεώρησε τη Εβραία γυναίκα του Γιάκοφ υπεύθυνη για την αιχμαλώτισή του, υποψιαζόμενος ότι αδυνάτισε τη θέληση του Γιάκοφ να πολεμήσει μέχρις εσχάτων. Αργότερα, ο Χίτλερ ζήτησε από τον Στάλιν, ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του Γιάκοφ, την απελευθέρωση του Γερμανού στρατάρχη Πάουλους ο οποίος είχε παραδοθεί κατά τη μάχη του Στάλινγκραντ.

Ο Στάλιν τότε απάντησε "Έχεις στα χέρια σου όχι μόνο τον γιο μου τον Γιάκοφ αλλά εκατομμύρια γιους μου. Ή θα τους ελευθερώσεις όλους ή ο γιος μου θα μοιραστεί την τύχη των υπόλοιπων".

Οι σοβιετικές δυνάμεις δεν είχαν επιστρατευτεί τον Ιούνιο του 1941, ο εξοπλισμός τους ήταν ξεπερασμένος και η ηγεσία τους, μετά από τις εκκαθαρίσεις, ήταν εντελώς άπειρη.
Μέχρι το φθινόπωρο του 1941, είχαν υποχωρήσει κατά μήκος του απέραντου μετώπου των 2000 μιλίων. Η Ουκρανία ήταν στα χέρια των Γερμανών, όπως η Κριμαία και τα κράτη της Βαλτικής. Τα γερμανικά στρατεύματα πολιορκούσαν το Λένινγκραντ και τη Σεβαστούπολη. Η Μόσχα απειλήθηκε και σώθηκε μόνο από την αρχή του χειμώνα, όταν η αντεπίθεση σοβιετικών σταμάτησε τη γερμανική πρόοδο.

Η πολεμική στρατηγική του Στάλιν ήταν αρκετά απλή. Θεωρούσε ότι ήταν ζωτικής σημασίας να επιτίθεται στον εχθρό όσο το δυνατόν συχνότερα. Ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης ως προς το να χρησιμοποιεί νέα, φρέσκα στρατεύματα για αυτές τις επιθέσεις. Ο Στάλιν υποστήριζε ότι οι χώρες της δυτικής Ευρώπης είχαν ηττηθεί από το δικό τους φόβο για τη γερμανική ανωτερότητα. Ο κύριος στόχος του με τη χρησιμοποίηση νέων στρατευμάτων ήταν κατ' αυτό τον τρόπο να τους πείσει ότι οι γερμανικές δυνάμεις δεν ήταν αήττητες. Με το να απωθήσει το γερμανικό στρατό από τη Μόσχα, ο Στάλιν απέδειξε στα σοβιετικά στρατεύματα ότι οι Ναζί μπορούσαν να αντιμετωπιστούν. Παρείχε επίσης ένα σημαντικό παράδειγμα σε όλα τα στρατεύματα που πάλευαν σε όλο τον κόσμο τη γερμανική πολεμική μηχανή.

Ο γερμανικός στρατός παρεμποδίστηκε σοβαρά από το ρωσικό χειμώνα του 1941 - 1942 και μόλις έφθασε η άνοιξη άρχισαν να προωθούνται για άλλη μια φορά. Οι γερμανικές δυνάμεις ήταν ιδιαίτερα επιτυχείς στο νότο και ήταν σε θέση να περικυκλώσουν το Στάλινγκραντ.

Ο Στάλιν τρόμαξε όταν διάβασε στις εκθέσεις ότι ο Κόκκινος Στρατός στην Ουκρανία υποχώρησε με τόση βιασύνη, ώστε άφησε πίσω τα όπλα και τα εφόδιά του. Όχι μόνο στρατιώτες εκτελέστηκαν για λιποταξία, αλλά ο Στάλιν έδωσε άδεια για δημοσίευση στις εφημερίδες άκρως κριτικών άρθρων.

Ο στρατός, που εγκωμιαζόταν κατά τη διάρκεια των αρχικών σταδίων του πολέμου, κατηγορήθηκε τώρα για προδοσία των σοβιετικών πολιτών. Ήταν μια εξαιρετικά επικίνδυνη κίνηση από μέρους του Στάλιν, αλλά είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Το καλοκαίρι του 1942 χαρακτηρίστηκε ως το πλέον κρίσιμο για τους πολιορκούμενους Σοβιετικούς και τους νέους συμμάχους τους, τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, οι οποίοι είχαν εισέλθει στον πόλεμο μετά την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ το Δεκέμβριο του 1941. Ενώ οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες προωθούνταν στη βόρεια Αφρική και τον Ειρηνικό, ο Χίτλερ εξαπέλυσε μια νέα επίθεση στον Καύκασο, με επιδίωξη να καταληφθούν οι πετρελαιοπηγές γύρω από το Μπακού.

Τα στρατεύματα του Στάλιν απωθήθηκαν πάλι και οδηγήθηκαν στο Στάλινγκραντ (πρώην Τσαρίτσιν, σήμερα Βόλγκογκραντ), όπου ο Στάλιν είχε διοικήσει τον Κόκκινο στρατό κατά τη διάρκεια του εμφύλιου. Αλλά εκεί άλλαξε η ροή του πολέμου.

Σε μια ιδιαίτερης σημασίας μάχη, που διήρκεσε από τον Αύγουστο του 1942 μέχρι το Φεβρουάριο του 1943, οι Γερμανοί υπέστησαν μια φοβερή ήττα. Οι Σοβιετικοί παγίδευσαν τα γερμανικά στρατεύματα στα ερείπια του Στάλινγκραντ και τα εκμηδένισαν. Οι γερμανικές απώλειες στο Στάλινγκραντ ήταν 1,5 εκατομμύριο στρατιώτες, 3.500 άρματα μάχης και 3.000 αεροσκάφη. Η μάχη χαρακτηρίστηκε ως η πλέον κρίσιμη καμπή του πολέμου. Από αυτήν την ημερομηνία και έπειτα η Γερμανία άρχισε να υποχωρεί. Μόνον όταν ο Κόκκινος Στρατός επανέκτησε το έδαφος που ελέγχονταν προηγουμένως από τους Ναζί η σοβιετική κυβέρνηση έδωσε πλήρη στοιχεία για τα πολεμικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν. Οι σοβιετικοί στρατιώτες, που είχαν συλληφθεί, μέσω της λιμοκτονίας οδηγούνταν στο θάνατο. Από τους 5.170.000 στρατιώτες που συνελήφθησαν από τους Γερμανούς, μόνο 1.053.000 επέζησαν.

Ο Στάλιν είχε βρει έναν μεγάλο στρατηγό στο πρόσωπο του Γκεόργκι Ζούκοβ, και τώρα που η στρατιωτική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών συμμετείχε στον πόλεμο, η Γερμανία και η 
Ιαπωνία αναγκάζονταν βαθμιαία να υποχωρήσουν.

Ο Κόκκινος Στρατός ανάγκασε τα ναζιστικά στρατεύματα να υποχωρήσουν από τη Ρωσία, και έπειτα εισέβαλε στη Γερμανία, ενώ οι σύμμαχοι εισέβαλαν στη Γαλλία το 1944 και κατευθύνονταν ανατολικά.

Ο Χίτλερ βλέποντας την αυτοκρατορία του να καταρρέει αυτοκτόνησε στις 30 Απριλίου 1945.
Τέσσερις μήνες αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πυροδότησαν δύο ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία, που οδήγησαν στην ιαπωνική παράδοση και το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.

Η Σοβιετική Ένωση έφερε τις μεγαλύτερες στρατιωτικές και ανθρώπινες απώλειες στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Περίπου 7 εκατομμύρια στρατιώτες και 20 εκατομμύρια πολίτες πέθαναν. Οι Ναζί θεωρούσαν τους Σλάβους "υπανθρώπους" (untermenschen) και πολλοί πιστεύουν ότι οι δολοφονίες Σλάβων από τους Ναζί ήταν οργανωμένη εθνική γενοκτονία.

Αυτή η έννοια της σλαβικής κατωτερότητας ήταν επίσης ο λόγος για τον οποίο ο Χίτλερ δεν δέχτηκε στο στρατό του τους πολλούς Ρώσους που θέλησαν να παλέψουν το σταλινικό καθεστώς έως το 1944, όταν και χάθηκε ο πόλεμος για τη Γερμανία. Στη Σοβιετική Ένωση ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος άφησε ένα τεράστιο έλλειμμα ανθρώπινου δυναμικού της εν καιρώ πολέμου παραγωγικής γενιάς. Σήμερα ο πόλεμος παραμένει πολύ ζωντανός στη μνήμη στη Ρωσία, τη Λευκορωσία, και άλλα μέρη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ως ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, και 9η Μαΐου, η Ημέρα Νίκης, είναι μια από τις μεγαλύτερες εθνικές εορτές της Ρωσίας.

Σε όλες τις συνομιλίες του με τους δύο δυτικούς ηγέτες, τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Φραγκλίνο Ρούσβελτ και το Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστων Τσώρτσιλ, ο Στάλιν πίεζε για στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς τη Σοβιετική Ένωση, ενώ απαιτούσε να αναγνωρίσουν τη σοβιετική κυριαρχία στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Στη Διάσκεψη της Τεχεράνης, το 1943, και πάλι στη Διάσκεψη της Γιάλτας το Φεβρουάριο του 1945, τους πίεσε να επιτρέψουν την ύπαρξη ενός "σοβιετικού μπλόκ", εκτεινόμενου από τα κράτη της Βαλτικής σε ολόκληρη την Πολωνία και τη Γερμανία, και έπειτα νότια έως τη Γιουγκοσλαβία.

Με τη λήξη του B΄ Παγκοσμίου πολέμου οι άνθρωποι που είχαν αντέξει τόσες πολλές κακουχίες κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, τώρα ήλπιζαν ότι οι ζωές τους θα βελτιώνονταν. Στο μυαλό του Στάλιν, φυσικά, μια τέτοια σκέψη παρουσίαζε ένα κίνδυνο: Εάν οι άνθρωποι άρχιζαν να λαχταρούν κάτι καλύτερο, ίσως να επαναστατούσαν. Κατά συνέπεια άρχισε τώρα μια προσπάθεια διατήρησης του ελέγχου. Το περιβάλλον του αναδιαρθρώθηκε. Ο Λαυρέντι Μπέρια παρέμεινε στην εξουσία ως επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας, αλλά ο Μόλοτοφ άρχισε να εξασθενεί σε δύναμη και ο Μαλενκόβ, που είχε απολαύσει την εμπιστοσύνη του Στάλιν από την αρχή του πολέμου, αντικαταστάθηκε από Αντρέι Χανόι, ο οποίος οδήγησε μια ανανεωμένη ιδεολογική επίθεση. Οι στρατιώτες που είχαν δει πάρα πολύ την ακμάζουσα δύση τέθηκαν υπό περιορισμό στα στρατόπεδα για να τους αποτρέψουν από "τη μόλυνση" του πληθυσμού με ανατρεπτικές ιδέες. Υπήρξε μια νέα εκκαθάριση του στρατού, στον οποίο ακόμη και ο μεγάλος Ζούκοβ ανέλαβε μία ελάσσονα επαρχιακή διοίκηση και μια νέα πολιτιστική επίθεση προωθήθηκε ενάντια στις εφημερίδες και την υπόλοιπη λογοτεχνία που θεωρήθηκε απειλητική για το καθεστώς.

Φιλοσοβιετικές κυβερνήσεις εγκαθιδρύθηκαν στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Τσεχοσλοβακία και κομμουνιστικά καθεστώτα επεκράτησαν στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία. Η Φινλανδία διατήρησε την επίσημη ανεξαρτησία της, αλλά ήταν πολιτικά απομονωμένη και οικονομικά εξαρτώμενη από τη Σοβιετική Ένωση. Η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία είχαν ισχυρά (αν και στην περίπτωση της Ελλάδας μετά το 1948 παράνομο) κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία είχαν μέχρι ενός ορίου εξάρτηση ή φιλικές επαφές με τη Μόσχα. Ο Στάλιν ήλπισε ότι η απόσυρση των Αμερικανών από την Ευρώπη θα οδηγούσε στη σοβιετική ηγεμονία σε ολόκληρη την ήπειρο. Το ίδρυμα Trizonia και η αμερικανική βοήθεια προς την αντικομουνιστική πλευρά στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο άλλαξε την κατάσταση.

Η Ανατολική Γερμανία πιστοποιήθηκε ως χωριστή χώρα το 1949, κυβερνώμενη από τους Γερμανούς κομμουνιστές. Επιπλέον, ο Στάλιν έλαβε την απόφαση να μεταπηδήσει στον άμεσο έλεγχο των δορυφόρων του στην κεντρική Ευρώπη: όλες οι χώρες επρόκειτο να κυβερνηθούν από τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα που προσπάθησαν να εφαρμόσουν το σοβιετικό πρότυπο τοπικά.

Ο Στάλιν είδε τη σταθεροποίηση της σοβιετικής δύναμης στην περιοχή ως απαραίτητο βήμα προκειμένου να προστατεύσει την ΕΣΣΔ με το να την περιβάλει με χώρες με φιλικές κυβερνήσεις, για να ενεργήσουν ως ενδιάμεση δομική ενότητα ενάντια σε πιθανούς εισβολείς (τα αποκαλούμενα από το παρελθόν κράτη - μαξιλάρια).

Οι σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και του πρώην συμμάχων της του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ψυχράνθηκαν σύντομα, και έδωσαν τόπο σε μια παρατεταμένη περίοδο έντασης και δυσπιστίας μεταξύ της ανατολής και της δύσης γνωστής ως Ψυχρός Πόλεμος. Στη χώρα του ο Στάλιν παρουσιάστηκε ως μεγάλος εν καιρώ πολέμου ηγέτης που είχε οδηγήσει την Ε.Σ.Σ.Δ. στη νίκη ενάντια στους Ναζί. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '40, ο ρωσικός εθνικισμός συνέχισε να αυξάνεται. Παραδείγματος χάριν, μερικές εφευρέσεις και επιστημονικές ανακαλύψεις αποδόθηκαν σε Ρώσους ερευνητές. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν τη μηχανή λεβήτων, που αποδόθηκε στους πατέρα και γιο Τσερεπάνοφ (1833-34), ο ηλεκτρικός λαμπτήρας στους Ιάμπλοτσκοφ (1875) και Λοντίγκιν (1874), το ραδιόφωνο στον Ποπόφ (1895), το αεροπλάνο στο Μοζάισκι (1882) κ.λ.π., ενώ ήδη από τη δεκαετία του '30 οι επιστήμες είχαν δεχτεί καίριο πλήγμα (και ιδιαίτερα η Βιολογία) με τις παρεμβάσεις εγκάθετων "επιστημόνων" όπως ο Λυσένκο.

Οι εσωτερικές κατασταλτικές πολιτικές του Στάλιν συνεχίστηκαν και εντάθηκαν (συμπεριλαμβάνοντας και τα προσφάτως προσαρτημένα εδάφη), αλλά δεν έφθασαν ποτέ στις ακρότητες της δεκαετίας του '30 Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, οι αντισημιτικές εκστρατείες του 1948 - 1953 ήταν μόνο οι πρόδρομοι μιας μεγαλύτερης επερχόμενης καταστολής, αλλά εάν τέτοια σχέδια πράγματι υπήρξαν, ο Στάλιν πέθανε προτού μπορέσει να τα εφαρμόσει.

Μέσω μιας σειράς ανακοινώσεων, οι σοβιετικοί πολίτες ήταν ενήμεροι ότι ο Στάλιν ήταν σοβαρά άρρωστος. Στις τέσσερις το πρωί της 6ης Μαρτίου 1953, αναγγέλθηκε από τον κρατικό ραδιοσταθμό ότι: "Η καρδιά του συντρόφου ηγέτη και συνεχιστή της μεγαλοφυΐας του σκοπού του Λένιν, του σοφού ηγέτη και δασκάλου του Κομμουνιστικού Κόμματος και της Σοβιετικής Ένωσης, έπαψε να χτυπά."

Ο Ιωσήφ Βησσαριώνοβιτς Τζουγκασβίλι, ο επονομαζόμενος Στάλιν, 73 ετών, είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία και είχε πεθάνει στις 9:50 μ.μ. στις 5 Μαρτίου 1953.

Το σώμα του πλύθηκε από μια νοσοκόμα και μεταφέρθηκε έπειτα μέσα σε ένα άσπρο αυτοκίνητο στο νεκροτομείο του Κρεμλίνου. Εκεί έγινε η νεκροψία. Αφού ολοκληρώθηκε η νεκροψία, το σώμα του δόθηκε στους ταριχευτές ώστε να το προετοιμάσουν για το τριήμερο λαϊκό προσκύνημα.

Τρία έτη μετά το θάνατό του ο Νικίτα Χρουστσόφ, νέος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, έκανε μια ομιλία με τίτλο: Για τις συνέπειες της προσωπολατρείας (την περίφημη Μυστική έκθεση) στο εικοστό συνέδριο του Κόμματος, όπου επιτέθηκε στις πολιτικές του Στάλιν. Ο Χρουστσόβ αποκάλυψε πώς ο Στάλιν ήταν υπεύθυνος για την εκτέλεση χιλιάδων κομμουνιστών κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων.

Στους μήνες που ακολούθησαν, χιλιάδες πολιτών που φυλακίστηκαν από το Στάλιν απελευθερώθηκαν. Σε εκείνους που βρέθηκαν στα στρατόπεδα εργασίας δόθηκε η άδεια να δημοσιεύσουν την εμπειρία τους. Ο πιο ξεχωριστός από αυτούς ήταν ο συγγραφέας Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, του οποίου το μυθιστόρημα "Μια ημέρα από τη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς" έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλλερ.

Μετά από τις αποκαλύψεις του Χρουστσόβ, έγιναν προσπάθειες να σβηστεί η εικόνα του Στάλιν από την Σοβιετική Ένωση. Τα αγάλματα και τα πορτρέτα του αφαιρέθηκαν από τους δημόσιους χώρους. Οι πόλεις, οι οδοί και τα πάρκα που είχαν το όνομά του μετονομάστηκαν.

Το Στάλινγκραντ, που ήταν συνδεμένο με τη στρατιωτική ηγεσία του κατά τη διάρκεια του εμφύλιου και του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, μετονομάστηκε σε Βόλγκογκραντ.

Ακόμη και η τέφρα του αφαιρέθηκε από το τείχος του Κρεμλίνου και τοποθετήθηκε αλλού.

Αν και οι επιφανειακές πτυχές του σταλινισμού αφαιρέθηκαν, το σύστημα που δημιούργησε παρέμεινε.

Ο Στάλιν συνέβαλλε στην παγίωση της κομματικής/κρατικής γραφειοκρατίας ως τη νέα άρχουσα τάξη της ΕΣΣΔ.

Ήταν ένα σύστημα που οι σοβιετικοί ηγέτες επρόκειτο να το ακολουθήσουν για τα επόμενα τριάντα έτη, ήταν πρόθυμοι να το υιοθετήσουν προκειμένου να αποτραπεί οποιαδήποτε αμφισβήτηση των πολιτικών τους. Συγγραφείς όπως ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και ο Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο ήταν ελεύθεροι να επικρίνουν τον Στάλιν, αλλά όχι εκείνους την περίοδο της εξουσίας τους. Οι υπερβολές του σταλινισμού είχαν εκλείψει, αλλά η δομή του κομματικού/γραφειοκρατικού κράτους παρέμεινε μέχρι το τέλος, που ήρθε μετην εμφάνιση του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ την δεκαετία του '80 και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ τον Αύγουστο του 1991.

Στα τέλη του 2000 το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γεωργίας αποκατέστησε τη μνήμη του Ιωσήφ Στάλιν αναγνωρίζοντάς τον ως ένα από τους πλέον χαρισματικούς πολιτικούς του 20ου αιώνα.
Από την άλλη, στο σύνολο σχεδόν του δυτικού κόσμου, τείνει να θεωρείται ως ένας από τους πλέον στυγνούς δικτάτορες της ιστορίας.


De Siris