Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Λάμπρος Χούτος

Λάμπρος Χούτος

Ο Λάμπρος Χούτος είναι παλαίμαχος Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής με θητεία στον Ολυμπιακό Πειραιώς και το ιταλικό πρωτάθλημα. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 1979 και διακρίθηκε στη θέση του επιθετικού, βασικά του κεντρικού.

Ποδοσφαιρική πορεία

Η αρχή

Ο Χούτος ασχολήθηκε με το άθλημα από πολύ μικρός και εντάχθηκε στην παιδική ομάδα του "Αστέρα Πολύγωνου". Εκεί τον ανακάλυψαν οι ιθύνοντες του Παναθηναϊκού και τον έφεραν στις Ακαδημίες του συλλόγου στην Παιανία. Δυο χρόνια αργότερα έφυγε για την Ιταλία ώστε να ενταχθεί στη Ρόμα Πριμαβέρα, την εφηβική ομάδα της Ρόμα. Στην τελευταία υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο το 1995 στην ηλικία των 16. Παρέμεινε στην ιταλική πρωτεύουσα επί 4ετία, μια σειρά όμως τραυματισμών δεν του επέτρεψαν να καθιερωθεί.

Ο Ολυμπιακός

Τον Ιανουάριο του 2000 και με κόστος μεταγραφής 3 εκατ. ευρώ, επέστρεψε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Ολυμπιακού, όπου αγωνίστηκε 4,5 περιόδους κερδίζοντας 4 πρωταθλήματα. Παρά τους τραυματισμούς, ακόμη πιο σοβαρούς τώρα (αρχικά 4,5 μήνες και σύντομα νέος που τον άφησε εκτός για πάνω από 12!), το διάστημα αυτό ήταν το πιο λαμπρό στην καριέρα του, αφού κλήθηκε στην Εθνική Ελπίδων και αργότερα στην Εθνική Ανδρών.

Ίντερ, δανεισμοί και Σέριε Α

Τον Ιούλιο του 2004 και με ελεύθερη μεταγραφή, επανέκαμψε στην Ιταλία για την ομάδα της Ίντερ, στην οποία δεν μπόρεσε να κάνει αίσθηση. Για 6 μήνες ξαναβρέθηκε συμπαίκτης με το Γιώργο Καραγκούνη, πολύ φίλο του από τις Ακαδημίες του Παναθηναϊκού, αλλά στη συνέχεια επί 1,5 χρόνο περιπλανήθηκε ως δανεικός σε διάφορους συλλόγους: Αταλάντα, Ρεάλ Μαγιόρκα στην Πριμέρα Ντιβιζιόν της Ισπανίας (όπου γρήγορα συγκρούστηκε με τον Αργεντινό προπονητή Έκτορ Ραούλ Κούπερ) και Ρετζίνα. Επέστρεψε στο Μιλάνο την περίοδο 2006-07 και κατά την τελευταία αγωνιστική, όταν η Ίντερ πανηγύριζε εντός έδρας την απονομή του δεύτερου συνεχόμενου τίτλου της στη Σέριε Α, εκείνος αγωνίστηκε με τη φανέλα της για μερικά λεπτά. Έστω και έτσι, ο Λάμπρος Χούτος αποτελεί πάντα το μοναδικό Έλληνα ποδοσφαιριστή που έχει μετάσχει στην Α' κατηγορία του ιταλικού πρωταθλήματος με 4 διαφορετικές ομάδες και έναν από τους μόλις τέσσερις που μεταγράφηκαν (ή παραχωρήθηκαν δανεικοί) σε 6 ή περισσότερες του εξωτερικού (Κωνσταντόπουλος 6, Χαριστέας και Γκέκας από 8 - εν αναμονή της 9ης για τον τελευταίο).

Ο Πανιώνιος

Στο τέλος της ίδιας σεζόν έμεινε ελεύθερος να διαπραγματευτεί τη μετακίνησή του, ερχόμενος τελικά σε συμφωνία με τον Πανιώνιο το Δεκέμβριο του 2007. Αγωνίστηκε στο δεύτερο γύρο του πρωταθλήματος, βοηθώντας σημαντικά την ομάδα του, με 10 τέρματα σε 14 παιχνίδια, να καταλάβει την 5η θέση της βαθμολογίας και να προκριθεί στη φάση των πλέι-οφς. Συμμετείχε επίσης στο Κύπελλο Ιντερτότο της ΟΥΕΦΑ τον Ιούλιο του 2008, σημειώνοντας 2 γκολ. Με την έναρξη της περιόδου 2008-09 του δόθηκε το περιβραχιόνιο του αρχηγού, σύντομα όμως αντιμετώπισε προβλήματα συνεργασίας με έναν ακόμη προπονητή, το Γερμανό Έβαλντ Λίνεν. Το αποτέλεσμα ήταν ο μεν τελευταίος να απομακρυνθεί, ο δε παίκτης να περάσει αρκετό διάστημα τιμωρημένος από τη διοίκηση. Παρά την αλλαγή στην τεχνική ηγεσία, είχε επέλθει οριστική ρήξη στις σχέσεις του με το σύλλογο και τον Ιανουάριο του 2009 τέθηκε υπό παραχώρηση.

Ο ΠΑΟΚ και η λήξη

Προς τα τέλη του μήνα μεταγράφηκε με κόστος 150 χιλ. ευρώ στον ΠΑΟΚ, όπου δεν ικανοποίησε και το καλοκαίρι αφέθηκε ελεύθερος. Από το Σεπτέμβριο του 2009 αγωνίστηκε στην ιταλική Πεσίνα, ομάδα Γ΄ κατηγορίας, για ένα χρόνο και μέχρι την οικονομική χρεοκοπία της, ενώ στη συνέχεια εγκατέλειψε το άθλημα πριν ακόμη κλείσει τα 31.

Ο Λάμπρος Χούτος άφησε την αίσθηση στους Έλληνες ποδοσφαιρόφιλους πως δεν έκανε τη σπουδαία καριέρα που θα μπορούσε βάσει του ταλέντου του, εξαιτίας του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα και κυρίως των συνεχών τραυματισμών του. Θα μείνει δε στη μνήμη τους για το ότι, εκτός των άλλων, όποτε σκόραρε, το έκανε εις διπλούν.

Στην εθνική Ελλάδας

Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του για την εθνική ομάδα λίγες ημέρες αφού συμπλήρωσε τα 20 και ως παίκτης της Ρόμα, στις 16 Δεκεμβρίου 1999 σε ένα φιλικό 2-0 επί της Μολδαβίας στη Λάρισα, όταν τον έβαλε αλλαγή στο 46' ο προπονητής Βασίλης Δανιήλ. Σκόραρε για πρώτη φορά με την Ελλάδα κατά τη δεύτερη μόλις συμμετοχή του, στις 29 Μαρτίου 2000, όπου χρησιμοποιούμενος στο 60' πέτυχε προς τη λήξη το τελικό 2-0 του φιλικού με τη Ρουμανία στο ΟΑΚΑ. Μέσα σε ένα χρόνο αγωνίστηκε σε 6 παιχνίδια της Εθνικής, δύο μάλιστα ως βασικός, σε κανένα όμως το 2001 και 2002, όντας η άτυχη διετία που υπήρξε σοβαρά τραυματίας.

Κλήθηκε ξανά από τον Όττο Ρεχάγκελ σε ένα φιλικό με την Κύπρο, στις 29 Ιανουαρίου 2003 στη Λάρνακα, για να μπει επίσης αλλαγή στο 46' και στο 70' να διαμορφώσει τη νίκη με 2-1. Κατά την επόμενη διεθνή συμμετοχή του, στις 30 Απριλίου σε φιλικό 2-2 με τη Σλοβακία στην πόλη Ζιλίνα και 12' μετά την είσοδό του στο γήπεδο, σημείωσε το τρίτο και τελευταίο του τέρμα για την Ελλάδα. Υπήρξε μέλος της ομάδας που προκρίθηκε στην τελική φάση του Euro 2004 αγωνιζόμενος μόνο στο κρίσιμο 1-0 επί της Ουκρανίας στη Λεωφ. Αλεξάνδρας, αλλά συνέβαλλε αποφασιστικά για τη νίκη όταν χρησιμοποιήθηκε με τους Χαριστέα και Τσιάρτα στην επανάληψη (δική του προσπάθεια μάλιστα στο 0-0, αποκρούστηκε πριν τη γραμμή). Τελικά, δεν κλήθηκε στους 23 παίκτες που ταξίδεψαν στα γήπεδα της Πορτογαλίας και κατέκτησαν το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα.

Η τελευταία διεθνής συμμετοχή του ήταν στις 20 Αυγούστου 2003 στο φιλικό 2-1 με τη Σουηδία στο Νόρκεπινγκ. Ο Χούτος αγωνίστηκε με την εθνική Ελλάδας συνολικά 10 φορές (4 επίσημα παιχνίδια), τις 8 ως αλλαγή, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την επίτευξη των 3 τερμάτων του.

Τίτλοι

Πρωταθλήματα Ελλάδας (4): 1999-00, 2000-01, 2001-02, 2002-03 με τον Ολυμπιακό
(συμμετείχε ελάχιστα στο δεύτερο και καθόλου στο επόμενο, συνέπεια των σοβαρών τραυματισμών)
Πρωτάθλημα Ιταλίας: 2006-07 με την Ίντερ
(για 12' την τελευταία αγωνιστική, ενώ τις δύο προηγούμενες είχε συμπεριληφθεί στη 18άδα)


De Siris