Κίνημα
Εθνικής Άμυνας
Τον Αύγουστο
του 1914, εξερράγη ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Ελληνική Κυβέρνηση με πρωθυπουργό
τον Ελευθέριο Βενιζέλο, προσπάθησε να διαπραγματευθεί την έξοδο της στον πόλεμο
ώστε σε περίπτωση νίκης να έχει το μέγιστο δυνατό εδαφικό όφελος. Καμία από τις
δύο πλευρές όμως δεν προσέφερε κάτι στην Ελλάδα.
Στις 22
Σεπτεμβρίου του 1915, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κάλεσε τις συμμαχικές δυνάμεις της
Αντάντ στην Θεσσαλονίκη χωρίς έγκριση από τον Βασιλιά και την Βουλή,
παραβαίνοντας έτσι την επίσημη Ελληνική ουδετερότητα. Οι Αγγλογάλλοι προχώρησαν
στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τα σχέδια τους για το μακεδονικό μέτωπο
και κατόπιν αδείας του πρωθυπουργού Βενιζέλου, η οποία δόθηκε χωρίς την
συγκατάθεση της Ελληνικής Βουλής. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, ο ιταλικός
και ο γαλλικός στρατός, κατέλαβε την Κέρκυρα συγκεντρώνοντας εκεί τα
υπολείμματα του σερβικού στρατού και τη σερβική κυβέρνηση. Με το τέλος του
1915, είχε γίνει πια φανερό ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να επιβάλλει την
ουδετερότητά της.
Μία ομάδα
πολιτών της Μακεδονίας και αξιωματικών, βλέποντας τον κίνδυνο να δώσουν οι
σύμμαχοι τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία στο Βασίλειο της Σερβίας, αλλά και
πιστεύοντας στις ωφέλειες για την Ελλάδα από πιθανή νίκη των δυτικών συμμάχων,
σκέφθηκε την κήρυξη επανάστασης για την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Η ομάδα
αυτή ονομάσθηκε «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης» και την αποτελούσαν οι Δημήτριος
Δίγκας, Περικλής Αργυρόπουλος, Αλέξανδρος Ζάννας, Κωνσταντίνος Αγγελάκης,
Νικόλαος Μάνος, Δημήτριος Πάζης, Π. Γραικός (εκπρόσωπος Φλώρινας), Ζερβός
(εκπρόσωπος Δράμας), Εμμανουήλ Χ. Ζυμβρακάκης, Νικόλαος Πλαστήρας, Θαλής
Κουτούπης κ.ά. Η αρχηγία δόθηκε στον ηθικό αυτουργό του κινήματος τον Ελευθέριο
Βενιζέλο, ο οποίος όμως για να την αναλάβει έθεσε ως όρο τη συμμετοχή στρατιωτικών
μονάδων στο κίνημα, το οποίο επιθυμούσε πανελληνίως και όχι μόνο στη Μακεδονία.
Αρκετοί
αξιωματικοί της κρητικής χωροφυλακής ήταν ήδη μυημένοι στα της Επιτροπής
Εθνικής Αμύνης, όπως για παράδειγμα ο διοικητής της πρώτης μοιραρχίας Ευάγγελος
Σαρρής ο οποίος είχε νυμφευθεί στην Θεσσαλονίκη την Καλλιόπη Τάττη (δισέγγονη
του φιλικού Κωνσταντίνου Τάττη) και συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με τον
Αλέξανδρο Ζάννα.
Τον Μάρτιο
του 1916, ο γερμανικός και ο βουλγαρικός στρατός με τη σειρά τους, άρχισαν να καταλαμβάνουν
ελληνικά εδάφη στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Παρά τις χλιαρές
αντιρρήσεις των Γερμανών συμμάχων τους, οι Βούλγαροι προέβησαν σε διωγμούς κατά
των Ελλήνων στις περιοχές αυτές, προσπαθώντας να αφελληνίσουν την Ανατολική
Μακεδονία και τη Θράκη.
Η
Θεσσαλονίκη, άρχισε να δέχεται πρόσφυγες Έλληνες. Οι Κρητικοί, αλλά και άλλοι
Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί, άρχισαν να παρουσιάζονται ως εθελοντές στο
στρατό του Σαρράιγ για να πολεμήσουν εναντίον των Βουλγάρων. Το τάγμα
χωροφυλακής στρατού εκστρατείας μετεγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Εξαίρεση αποτέλεσε
ο 2ος λόχος βρακοφόρων που έμεινε στην Θεσσαλονίκη με διοικητή τον
ανθυπομοίραρχο Εμμανουήλ Τσάκωνα.
Το κίνημα της Εθνικής Αμύνης
Στις 21 Μαΐου
του 1916, οι γαλλικές δυνάμεις του στρατηγού Μωρίς Σαράιγ επέβαλλαν στρατιωτικό
νόμο (παρά τις Αγγλικές διαφωνίες) στις περιοχές που είχαν καταλάβει, κατέλαβαν
το ταχυδρομείο, το τηλεγραφείο, το τηλεφωνείο, τον σιδηρόδρομο, το εργοστάσιο
ηλεκτρικού ρεύματος, τον τροχιόδρομο και το εργοστάσιο φωταερίου. Ταυτόχρονα
επέβαλλαν λογοκρισία στον τύπο, έκλεισαν δια της βίας δυο εφημερίδες και
απέλασαν πέντε Έλληνες αξιωματικούς με τους οποίους θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαν
να συνεργασθούν. Τον αρχηγό της Ελληνικής Χωροφυλακής συνταγματάρχη Νικόλαο
Τρουπάκη, τον διευθυντή Ελληνικής Αστυνομίας αντιστράτηγος Νιδριώτη, τον
διοικητή Φρουρίου Θεσσαλονίκης συνταγματάρχη Ευλάμπιο Μεσσαλά, τον επιτελάρχη
του προηγουμένου αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνο Γουβέλη και τον αρχηγό
πυροβολικού συνταγματάρχη Παναγιώτη Μπουκλάκο. Στην ουσία κάθε έννοια ελληνικής
κυριαρχίας στα καταληφθέντα από τους συμμάχους στα ελληνικά εδάφη είχε
καταργηθεί.
Χαρακτηριστικά
αναφέρεται τηλεγράφημα του ναυτικού ακολούθου της Γαλλίας αντιπλοιάρχου Ονρύ
ντε Ροκφέιγ (Σεπτ. 1916): «Δεν τίθεται ζήτημα ανησυχίας μας δια τα κυριαρχικά
δικαιώματα της Ελλάδος διότι ουδέν μένει πλέον εν τη χώρα ταύτη όπερ να μην
έχει παραβιασθεί».
Τον Απρίλιο
του 1916, 120.000 Σερβικού Στρατού μεταφέρθηκαν στο μακεδονικό μέτωπο.
Ταυτόχρονα ήρθαν στην Θεσσαλονίκη, ο Σέρβος βασιλιάς και η κυβέρνηση του. Με
δεδομένη αυτή την κατάσταση και με ορατό τον κίνδυνο να ανακηρυχθεί η
Θεσσαλονίκη από τους Συμμάχους πρωτεύουσα του Σερβικού κράτους, αποφασίσθηκε
από την «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης» στις 17 Αυγούστου του 1916, η κήρυξη του
Κινήματος. Αντιπρόσωπος της Κρητικής Χωροφυλακής στην Επιτροπή αυτή ήταν ο
μοίραρχος Δ. Κοκκαλάς. Η απόφαση πάρθηκε κυρίως κατόπιν των απειλών του
στρατηγού Σαρράιγ για διορισμό Σέρβου νομάρχη στη Θεσσαλονίκη και παρά τις
επιφυλάξεις για πιθανές αντιρρήσεις του Ε. Βενιζέλου.
Αρχικά ο
αν/χης Μαζαράκης προσπάθησε, ανεπιτυχώς όμως, να παρασύρει στο Κίνημα την 11η
Μοίρα ορειβατικού πυροβολικού που στρατωνιζόταν στο Μικρό Καραμπουρνού. Όλες οι
οργανωμένες μονάδες του Στρατού παρέμειναν πιστές στην κυβέρνηση. Στο Κίνημα
προσχώρησαν μόνο μεμονωμένοι αξιωματικοί και οπλίτες. Κυρίως αυτοί που
προερχόταν από μονάδες του Τετάρτου Σώματος Στρατού και είχαν νοιώσει την
ταπείνωση του να παραδώσουν αμαχητί Ελληνικά εδάφη στους Βουλγάρους. Ευτυχώς για
τους κινηματίες η Κρητική Χωροφυλακή κατόρθωσε μόνη της στην ουσία να
επικρατήσει στη Θεσσαλονίκη και να εδραιώσει το Κίνημα. Αρκετοί αξιωματικοί της
ήταν ήδη μυημένοι στα της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης. Μετά την προκήρυξη της
Επιτροπής, πρώτος στασίασε ο 2ος λόχος βρακοφόρων του τάγματος χωροφυλακής
στρατού εκστρατείας με διοικητή τον ανθυπομοίραρχο Εμμανουήλ Τσάκωνα.
Ακολούθησαν οι μοιραρχίες της Κρητικής Χωροφυλακής. Η πρώτη μοιραρχία με
διοικητή τον μοίραρχο Α' τάξεως Ευάγγελο Σαρρή, η δεύτερη μοιραρχία με διοικητή
τον μοίραρχο Παυλίδη, η Αστυνομική Διεύθυνση με διοικητή τον ταγματάρχη
Πανουσόπουλο κ. ο. κ.. Όλοι οι Αξιωματικοί και οι οπλίτες της Κρητικής
Χωροφυλακής συμμετείχαν στο Κίνημα και μάλιστα αυθόρμητα. Ίσως αξίζει να
σημειωθεί πως την εποχή του Κινήματος αναφέρεται ότι υπηρετεί ακόμη στην
Κρητική Χωροφυλακή και συμμετέχει στο Κίνημα (για άλλους προφανώς λόγους) ο
Ιταλός υπομοίραρχος Φαρρούγκιο. Τέλος, ο αντισυνταγματάρχης του ιππικού Επ.
Ζυμβρακάκης, από τα ιδρυτικά μέλη της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης (και του
κινήματος στο Γουδί), ανέλαβε την ηγεσία των συγκεντρωθέντων κινηματιών και
αφού τους οδήγησε στο Γενικό Στρατηγείο, ανακοίνωσε στον Στρατηγό Σαρράιγ ότι
οι επαναστάτες τάσσονται κάτω από τις διαταγές του. Ο Βενιζέλος ανέλαβε την
πολιτική αρχηγία του χωριστικού αυτού πραξικοπήματος δηλώνοντας: "δεν
στρεφόμαστε εναντίον του Βασιλιά, αλλά εναντίον των Βουλγάρων".
Ο Βρετανός
αξιωματικός Price C. Ward στο έργο του «The Story Of The Salonica Army» γράφει
σχετικά, αναφερόμενος στο Κίνημα της «Εθνικής Αμύνης»: «Ο στρατηγός Sarrail
δέχθηκε τις προσφερόμενες υπηρεσίες μια που ήδη είχε την συνήθεια να δέχεται
Έλληνες εθελοντές από τότε που οι Βούλγαροι ήρθαν στην Ελλάδα».
Γράφει
σχετικά ο Αλέξανδρος Ζάννας, μέλος της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης: «Η κατάστασις
ήταν περίεργη. Εμείς οι επαναστατήσαντες είχαμε καταλάβει ολόκληρη την πόλη της
Θεσσαλονίκης στις 17-8-16 βασιζόμενοι στη δύναμη της Κρητικής Χωροφυλακής». Ο
Νομάρχης Αθηνογένης και ο Εισαγγελεύς Εφετών ανάγκασαν τον επιτελάρχη του Γ'
Σ.Σ. σ/χη Ν. Τρικούπη να μη προβεί άμεσα σε απόπειρα βίαιης καταστολής του
κινήματος χρησιμοποιώντας τις μονάδες της ενδέκατης Μεραρχίας.
Ακολούθησαν
ώρες αγωνίας όταν οι επαναστάτες περικύκλωσαν τις φιλοβασιλικές μονάδες. Οι
απώλειες από τις σποραδικές συγκρούσεις ήταν μόνο 3 νεκροί και 7 τραυματίες.
Την επομένη το μεσημέρι τα Γαλλικά στρατεύματα ανάγκασαν τους πιστούς στον
Βασιλιά Έλληνες στρατιώτες να παραδοθούν. Ακολούθως, το Κίνημα επεκτάθηκε και
σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, την Κρήτη και τα νησιά, με πρωτοστατούντες αξιωματικούς
της Κρητικής Χωροφυλακής, όπως ο μοίραρχος Βούρος, στη Βέροια.
De Siris