Δημήτρης Αρμακόλας
Ο Δημήτρης Αρμακόλας γεννήθηκε το 1939 και πέθανε στις 15 Μαΐου 2009, ήταν
γλύπτης.
Σπούδασε γλυπτική στην ΑΣΚΤ (1956-1960), με δάσκαλο το Μ. Τόμπρο και
συνέχισε τις σπουδές του στην École des Beaux-Arts στο Παρίσι με υποτροφία του
Πανεπιστημίου Αθηνών (1960-1962) με δάσκαλους τους R. Collamarini και O.
Zadkine.
Κύριος άξονας της γλυπτικής του είναι η ανθρώπινη μορφή. Ακόμα και στο
ξεκίνημά του, όταν ελκύεται από την αφηρημένη έκφραση, όπως στα έργα του σε
ξύλο (Ερωτικό Ι και ΙΙ, Αμυντικό, Πασιφάη κ.ά.), όπου η ερωτική περίπτυξη
μεταφράζεται σε σύνθεση πλαστικών όγκων, και τότε η ανθρώπινη μορφή, ανδρική
και γυναικεία, αποτελεί τη θεματική αφετηρία και το περιεχόμενο της τέχνης του.
Γρήγορα όμως η γυναικεία μορφή βρίσκει τη ραδινή φόρμα της κομψότητας και της
χάρης. Διασπάται και αναλύεται σε διάφορα σχήματα χωρίς άμεση αναφορά στην
ανατομία, παραπέμποντας σε μακρινές μνήμες μουσικών οργάνων ή διάφορων
σύγχρονων μηχανικών κατασκευών και ελασμάτων. Στο έργο του παρατηρείται ακόμα ο
συνδυασμός ανθρώπου και αλόγου. Συχνά ο καβαλάρης ταυτίζεται με το άλογο ή
ακριβέστερα με το άνω μέρος του αλόγου, ενώ γεωμετρικά και ελεύθερα σχήματα
συνταιριάζονται σε μια ενιαία σύνθεση. Καινούρια στοιχεία που προστίθενται στην
εξέλιξη του έργου του είναι ρεαλιστικά αποδοσμένα υφάσματα που πτυχώνονται σε
καμπύλες και συμβάλλουν στην προβολή του ανθρώπινου σώματος. Παράλληλα με τα
ολόγλυφα σε ξύλο, μάρμαρο, ορείχαλκο ή εποξειδικές ρυτίνες έργα, δουλεύει το
ανάγλυφο. Το συνηθέστερο υλικό είναι το τσιμέντο. Μερικές μάλιστα φορές
δοκιμάζει τις εκφραστικές του δυνατότητες σε έργα μεγάλων διαστάσεων (κτίριο
«Shell» 13x13 μ.). Και στο ανάγλυφο ουσιαστικά εκφράζεται με τα ίδια θέματα.
Βαθύγλυφα ή εξώγλυφα, τα έργα αυτά έχουν έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα και
λειτουργούν μέσα στην όλη αρχιτεκτονική σύνθεση.
Αργότερα, τα γυναικεία και τα ανδρικά σώματα πλάθονται με ρεαλιστικότητα
και με ιδιαίτερα φροντισμένη την επιδερμίδα, που συχνά στιλβώνεται για να τονιστεί
η τρυφερότητα της σάρκας. Οι κορμοί συνήθως κόβονται στα γόνατα και σχίζονται
από χοντροδουλεμένες επιφάνειες που έρχονται σε αντίθεση με τη λεία επιδερμίδα.
Το έργο του έχει τις ρίζες του στην ανθρωπομορφική ελληνική παράδοση.
Μνήμες της ελληνικής πλαστικής, από τη μινωική μικρογλυπτική με τον ιερατικό
χαρακτήρα μέχρι την έκφραση του πάθους του Σκόπα, διατρέχουν το έργο του. Η
αφαίρεση επηρεάζει επίσης στην αρχή τη δουλειά του, ενώ αργότερα θα μεταφράσει
στη γλυπτική εκφράσεις της ποπ αρτ και άλλων σύγχρονων του καλλιτεχνικών
ρευμάτων. Απ' όλα όμως αυτά θα διαγράψει μια προσωπική εκφραστική γλώσσα που
κύριο μορφικό γνώρισμά της είναι ο διάλογος των καλοπλασμένων κορμιών με τους
τραχείς όγκους και τις σκληρές επιφάνειες. Η πλαστική του δίνει μια σύγχρονη
εκδοχή της αρχαιοελληνικής αποθέωσης του σώματος. Τώρα όμως το σώμα, ωραίο και
ερωτικό, βασανίζεται και σχίζεται από τη σκληρότητα των μισοτελειωμένων
τεχνικών μορφών. Ο άνθρωπος διασπάται, και ο γλύπτης προσπάθησε και αυτή τη
διάσπαση να τη διασώσει με το έργο του.
Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις (Γκαλερί «PR», 1970· «Νέα
Γκαλερί», 1971· Montana Vermale, Ελβετία, 1972· «Θόλος», 1973· «Νέες Μορφές»,
1975· «Τέχνη», Θεσσαλονίκη, 1976· Κολέγιο Αθηνών, 1977· «Εποχές», 1992·
«Αντήνωρ», 1993· Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο Γενί Τζαμί, Θεσσαλονίκη, 1994·
«Αργώ», 1996) και πήρε μέρος σε ομαδικές (Peintres et sculpteurs Grecs de
Paris, Musée d' Art Moderne, Παρίσι 1962· Salon de la Jeune Sculpture, Παρίσι,
1962, 1968· Salon des Indépendents, Παρίσι, 1962· Πανελλαδική Έκθεση Νέων,
1962· Πανελλήνιες 1963, 1965, 1969, 1971, 1973, 1975, 1987· Μπιενάλε Σάο
Πάουλο, 1969· Διεθνής Έκθεση Γλυπτικής, Μιλάνο, 1969· Μπιενάλε Μικρής
Γλυπτικής, Βουδαπέστη, 1971· Μπιενάλε Βαρκελώνης, 1975 κ.α.). Βραβεύτηκε στη 2η
Πανελλαδική Έκθεση Νέων (Α' βραβείο), καθώς και από το Υπουργείο Προεδρίας το
1970 (Α' βραβείο Γλυπτικής) και το Δήμο Θεσσαλονίκης (Α' βραβείο Γλυπτικής).
Συμμετείχε επίσης σε πολλούς διαγωνισμούς για ανδριάντες και μνημεία και
βραβεύτηκε με Α' βραβείο για το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στον Πειραιά
(1966), Α' βραβείο για το Μνημείο του Μελιγαλά (1972), Β' βραβείο για το
Μνημείο Ιερολοχιτών (1978), Α' βραβείο για τον ανδριάντα του Γ. Παπανδρέου στο
Καλέντζι Αχαΐας (1981), το Μνημείο του Καπνεργάτη στην Καβάλα (1985-1986) κ.ά.
Επιδόθηκε ακόμη στη γλυπτική διακόσμηση σε κτίρια δημόσια και ιδιωτικά.
Κυριότερα έργα: Κινηματογράφος «Αλκυονίς», 1968· Μαιευτήριο «Λητώ» 1968·
εξωτερικός τοίχος κτιρίου της «Shell», Αθήνα, 1971· Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος,
Αμαλιάδα, 1977 κ.ά. Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ, στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, στη
Συλλ. ΜΙΕΤ, στο ΥΠ.ΠΟ. κ.α. Είναι μέλος του ΕΕΤΕ».
De Siris