Ευθύμιος Αγριτέλλης
Ο Εθνομάρτυρας επίσκοπος Ζήλων-Αμασείας Ευθύμιος Αγριτέλλης γεννήθηκε στα
Παράκοιλα στις 6 Ιουλίου 1876 και εκοιμήθει στις 29 Μαΐου 1921. Τον πατέρα του
τον έλεγαν Ανάσταση και τη μητέρα του Μαρίνα. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν
Ευστράτιος (Στρατής).
Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο σχολείο του χωριού του. Σε ηλικία εννιά χρονών
πήγε κοντά στο νονό του, Άνθιμο Γεωργέλλη, που ήταν ηγούμενος της Ιεράς Μονής
του Αγίου Ιγνατίου. Εκεί έμεινε σαν «καλογεροπαίδι».
Αργότερα γράφτηκε στη Λειμωνιάδα Σχολή η οποία λειτουργούσε στην περιοχή
«άγιος Ισίδωρος» κοντά στο νεκροταφείο της Καλλονής μέσα σε ιδιόκτητο κτήμα του
μοναστηριού σαν Σχολαρχείο. Παρακολούθησε τα μαθήματα έντεκα χρόνια και
αποφοίτησε το 1892.
Μοναχός
Ζώντας μέσα στο μοναστήρι θέλησε να γίνει μοναχός. Σε ηλικία 15 χρονών, το
1887, ενώ ακόμα φοιτούσε στη Λειμωνιάδα Σχολή, γράφτηκε στην τάξη των Δοκίμων
αδερφών. Παρέμεινε δόκιμος μέχρι το 1899 οπότε και έγινε Μοναχός από τον τότε
Ηγούμενο Κυπριανό και πήρε το όνομα Ευθύμιος έχοντας στο Μοναχολόγιο της Μονής
τον αύξοντα αριθμό 43. Σε ηλικία 27 χρόνων αφού εκπλήρωσε τους όρους των ιερών
κανόνων «περί δοκιμής και κούρας των Μοναχών» πήρε το Αγγελικό Σχήμα.
Σαν μοναχός υπηρέτησε στο Καθολικό αναλαμβάνοντας το διακόνημα του
Εκκλησιάρχου. Άνοιγε τις μεταμεσονύκτιες ώρες το Ναό, άναβε τα καντήλια και
κτυπούσε την καμπάνα στις 3 το ξημέρωμα καλώντας τους άλλους αδερφούς της Μονής
να κάνουν τις διάφορες ακολουθίες.
Σπουδαστής της Χάλκης
Με δαπάνη του μοναστηριού αφού είχε τελειώσει το Σχολαρχείο με Άριστα
γράφεται το 1900 στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Με απαράμιλλο ζήλο κρατάει
σημειώσεις από τους καθηγητές του. Πολλές από αυτές βρίσκονται στη βιβλιοθήκη
χειρογράφων της Ιεράς Μονής Λειμώνος. Υπάρχει εργασία του πάνω σε κάποιο χωρίο
του Πλούταρχου: «Η των γεγεννημένων πράξεων μνήμη της περί των μελλόντων
ευβουλίας γίγνεται παράδειγμα».
Αξίζει τον κόπο να αντιγράψουμε λίγες γραμμές από την εργασία του: «Και
πάντων μεν ένεκα δίκαιον επαινέσαι Πλούταρχον ος πλείστων ημίν ωφελειών αίτιος
γέγονε, εν ταις συγγραφαίς αυτού πολλά της λύπης του Πανδαμάτορος χρόνου
διασώσας μάλιστα δε ων περί της από της ιστορίας ωφελείας απεφθέγξατο. Τι δε;
Το προσκείσθαι φησίν, τη μελέτη και μεμνήσθαι τους επιγιγνομένους των τοις
προγενεστέροις ειργασμένων παράδειγμα τούτο εκείνοις του περί των μελλόντων ευ
βουλεύεσθαι γίγνεται».
Το 1906 χειροτονήθηκε στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Χάλκης από τον
Μητροπολίτη Γρεβενών Αγαθάγγελο Διάκονος σε ηλικία 34 ετών.
Αποφοίτησε από τη Σχολή αριστούχος το 1907 υποβάλλοντας την απαραίτητη για
το πτυχίο του διατριβή με τίτλο: «Σκοπός του μοναχικού βίου εν τη Ανατολή μέχρι
του θ' αιώνος». Μετά επέστρεψε στη Λέσβο.
Ιεροκήρυκας
Μόλις επέστρεψε στη Μονή Λειμώνος διορίστηκε ιεροκήρυκας της επαρχίας
Μηθύμνης από τον τότε Μητροπολίτη Στέφανο Σουλίδη. Από τη θέση αυτή διακρίθηκε
για τη ρητορική και επιβλητική φωνή του και το πλούσιο περιεχόμενο του λόγου
του. Πάνω στο άλογο του γύριζε όλες τις κωμοπόλεις και τα χωριά της επαρχίας
και μιλούσε για το Χριστό, εκήρυτε την αγάπη αλλά και την ανάγκη της
απελευθέρωσης της πατρίδας.
Σχολάρχης
Στις 10 Αυγούστου 1907 μετά από πρόταση του Μητροπολίτη Στέφανου Σουλίδη
και με ομόφωνη απόφαση της Εφορείας Λειμωνιάδος Σχολής διορίστηκε Σχολάρχης και
Διευθυντής της.
Το ετήσιο επίδομα του Σχολάρχη Ευθυμίου ανέρχεται σε τέσσερις χιλιάδες
γρόσια όπως φαίνεται από σχετικό πρακτικό.
Πολλοί από τους μαθητές του αναφέρουν ότι ήταν πολύ καλός σαν δάσκαλος και
εφάρμοζε την επαγωγική μέθοδο. Άρτιος και σοβαρός επιστήμονας, μειλίχιος
δάσκαλος, οξυδερκής διευθυντής απέσπασε το θαυμασμό όλων.
Δύο σχολικά έτη εδίδαξε ο Εθνομάρτυρας και διεύθυνε την Σχολή. Σε ερώτηση
της εφορίας Λειμωνιάδος αν ήθελε να είναι Σχολάρχης κατά το Σχολικό έτος
1908-1909 απάντησε μόνο προφορικά. Αυτό θεωρήθηκε από τον Πρόεδρο της Εφορείας
περιφρόνηση της επιτροπής αυτής (έλλειψη σεβασμού) γι' αυτό και απελύθη.
Μετά από επιστολή που έστειλε ο Ευθύμιος λύθηκε η παρεξήγηση και
ξαναπροσλήφθηκε. Αφού δικαιώθηκε για λόγους και μόνο αξιοπρέπειας και γιατί δεν
ανεχόταν η πνευματική του εργασία να είναι κάτω από τον έλεγχο μη ειδημόνων και
φίλαρχων ανθρώπων υπέβαλλε την παραίτηση του.
Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1908 προσελήφθη από τον Μητροπολίτη της Μυτιλήνης
και διορίστηκε Σχολάρχης εις τον Σκόπελο της Γέρας. Επέστρεψε όμως και πάλι στη
Μονή Λειμώνας και ανέλαβε ξανά τα καθήκοντα του Ιεροκήρυκα της επαρχίας
Μηθύμνης.
Πρεσβύτερος-Πρωτοσύγκελος
Το Σεπτέμβριο του 1909 έγινε πρεσβύτερος και πρωτοσύγκελος. Έδειξε ήθος
σεμνότατο, ακαταπόνητη εργατικότητα και μεγάλη ευστροφία.
Επίσκοπος
Τον Ιούλιο του 1911 απομακρύνεται από τη θέση του βοηθού επισκόπου Αμασείας
της Ιεράς Μητροπόλεως του Πόντου, ο επίσκοπος Ευγένιος. Η φήμη του Ευθυμίου από
τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια είχε διαδοθεί και είχε φτάσει στα αυτιά του
Πατριάρχη Ιωακείμ Γ'. Η δράση του σαν κληρικού είχε εκτιμηθεί από τον
Μητροπολίτη Αμασείας-Πόντου, Γερμανό Καραβαγγέλη. Έτσι στις 27 Ιουνίου 1912
κλήθηκε ο Ευθύμιος να χειροτονηθεί στην Κων/πολη βοηθός του Μητροπολίτη
Αμασείας του Πόντου. Λέγεται ότι όταν του ακοινώθηκε η θέση αυτή δεν είχε
δεκάρα για να αγοράσει τα άμφια του και για το λόγο αυτό ζήτησε δανεικά από το
Μοναστήρι.
Πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη και από τα χέρια του Πατριάρχη Ιωακείμ του
Γ' παίρνει τον τίτλο του επισκόπου της παλιάς γνωστής Επισκοπής της πόλης Ζήλε
του Πόντου και χειροτονείται Επίσκοπος Ζήλων. Η Μητρόπολη Αμασείας είχε έδρα
την Αμισό (Σαμψούντα) και όχι την Αμάσεια γιατί στην περιοχή αυτή ήταν
συγκεντρωμένος ο περισσότερος Ελληνικός και Χριστιανικός πληθυσμός. Έτσι ο
Επίσκοπος Ευθύμιος έρχεται στις 6 Αυγούστου 1912 στην Αμισό και αναλαμβάνει τα
καθήκοντα του.
Επειδή ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης σαν συνοδικός απουσίαζε πολύ
συχνά στους ώμους του Ευθυμίου έπεφτε όλο το βάρος και η ευθύνη των 340 περίπου
ενοριών και των 150.000 Ελλήνων - Χριστιανών.
Μέρα και νύχτα επισκέπτετο όλες τις ενορίες δίνοντας θάρρος στους Έλληνες.
Όλοι έβλεπαν στο πρόσωπο του Ευθυμίου το σοφό δάσκαλο, το φιλόστοργο πατέρα
και τον μεγαλύτερο αδερφό. Του έλεγαν όλα τα προβλήματα του και τις προσδοκίες
τους. Τον υποδεχόταν με σεβασμό και αγάπη και ήταν έτοιμοι να ανταποκριθούν σε
όλες τις προτάσεις και εντολές του.
Επίσκοπος Πάφρας-Πόντου
Στις 14 Ιανουαρίου του 1913 τοποθετείται ο Ευθύμιος Επίσκοπος Πάφρας ή
Αλύας. Λεγόταν έτσι από τον ποταμό που βρίσκεται κοντά (Άλυς Κιζίλ Ιρμάκ) που
εκβάλει στον Εύξεινο Πόντο. Η επισκοπή της Πάφρας είχε καταργηθεί το 1461 όταν
ο Μωάμεθ Β' ο εκπορθητής κατέλαβε την Τραπεζούντα και ολόκληρο τον Πόντο.
Ο Επίσκοπος Πάφρας Ευθύμιος έχει αναλάβει τώρα διπλή ευθύνη. Να αναπληρώνει
τον συχνά απουσιάζοντα από την έδρα του Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη και να
είναι Επίσκοπος της Πάφρας. Στην περιοχή αυτή της Πάφρας εργάστηκε περίπου 10
χρόνια. Βοήθησε σε μεγάλο βαθμό την Παιδεία και την Κοινοτική οργάνωση.
Επισκέπτεται όλα σχεδόν τα χωριά της περιοχής Πάφρας τα οποία ανέρχονται σε 130
και είναι όλα αμιγή ελληνικά.
Υπάρχουν βέβαια και 80 αμιγή τουρκοχώρια. Ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της
Πάφρας, κατά τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του Πατριαρχείου, είναι 58.000
άτομα. Αρχίζει να κτίζει μέσα στην πόλη της Πάφρας διάφορα σχολεία,
Αρρεναγωγεία και Παρθεναγωγεία και φροντίζει για την τοποθέτηση σ' αυτά των
κατάλληλων δασκάλων.
Κτίζει το κτίριο της Επισκοπής που σώζεται μέχρι σήμερα. Εκεί η τουρκική
κυβέρνηση του Κεμάλ εγκατέστησε πρόσφυγες Τούρκους με την ανταλλαγή των
πληθυσμών. Κοντά στην επισκοπική έδρα ήταν κτισμένη η Μητρόπολη της Πάφρας η
Αγία Μαρίνα, την οποία οι Τούρκοι αρχικά(μέχρι το 1928) χρησιμοποίησαν σαν
Θέατρο (αίθουσα) και αργότερα κατεδάφισαν με την ελπίδα μήπως και βρουν στους
τοίχους κρυμμένο θησαυρό των πλουσίων εμπόρων της Πάφρας.
Ο Δεσπότης Ευθύμιος όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν έκτισε σε 40 περίπου
χωριά εκκλησίας και χειροτόνησε δεκάδες ιερείς. Ήθελε να μη στερείται και το
μικρότερο χωριό το δάσκαλο και τον παπά που θεωρούσε ότι ήταν πρωτεργάτες στην
Εθνική και πνευματική ανάπτυξη της περιοχής.
Με κάθε τρόπο προσπαθούσε να ξεσηκώσει τους Έλληνες ώστε μέσα στις εσχατιές
της απέραντης εχθρικής αυτοκρατορίας να διεκδικήσουν την ελευθερία τους.
Η Δράση του
Είναι η εποχή των Νεότουρκων και ακολουθεί η εποχή των Κεμαλικών. Τότε
κηρύσσεται διωγμός κατά των Ελλήνων.
Γενοκτονία φοβερή ξεσπά ενάντια των Χριστιανών του Πόντου με ιδιαίτερη
βαρβαρότητα στην περιοχή Πάφρας - Σαμψούντας.
Η δράση του Ευθυμίου μεταβάλλεται από προσπάθεια ανάπτυξης σε προσπάθεια
περισυλλογής. Κινδυνεύοντας επισκέπτεται όλες τις περιοχές για να προσφέρει
βοήθεια σε όσους βρίσκονται σε απόγνωση από τους διωγμούς.
Το 1917 αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο σε ένοπλες ομάδες ανταρτών. Επισκέπτεται
συχνά τον περίφημο Γενικό Αρχηγό του Δυτικού ΠόντουΑΝΤΩΝ ΠΑΣΑ ή Αντών Καραμπέγ
(δηλ. Ελευθερίου Αντώνη) στο βουνό Νεπιέν Νταν.
Μαζί με όλους τους άλλους οπλαρχηγούς κατευθύνει τις επιχειρήσεις των
ανταρτών κατά του τακτικού τουρκικού στρατού και των Τουρκολα-ζών ενόπλων που
δρούσαν σαν έμμισθοι των Τούρκων κατά των Ελλήνων.
Στις επισκέψεις του στα χωριά όπως αφηγούνται δεκάδες Παφρηνοί έλεγε:
«Ξυπνάτε ραγιάδες να βρείτε λευτεριά».
Την περίοδο 1914 με 1916 αλλά και 1918 με 1919 με την υπογραφή της ανακωχής
παρότρυνε όλα τα Δημοτικά Σχολεία, τα Αστικά Γυμνάσια καθώς και το λαό να
παραστούν σύσσωμοι στην αναπαράσταση της αυτοκτονίας των 30 νεαρών κοριτσιών
του Ασάρ Πάφρας που πέσανε ψηλά από το Κάστρο του Άλυ και αυτοκτόνησαν για να
μην πέσουν στα χέρια του Τερέμπεη Χασάν Αλήμπεη το 1680, που γινόταν στις 25
Μαρτίου.
Από τις δραστηριότητες του Δεσπότη Ευθυμίου και την αύξηση του αριθμού των
ανταρτών στα βουνά οι Τούρκοι ανησύχησαν. Αποφάσισαν να στείλουν μια επιτροπή
από Έλληνες διανοουμένους και εμπόρους της Πάφρας στον αρχηγό Αντών Πασά και να
ζητήσουν με όρους τη διάλυση των αντάρτικων ομάδων.
Ήταν μια εποχή που οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να διαλύσουν τους αντάρτες και
για να κερδίσουν χρόνο έκαναν αυτόν τον ελιγμό. Ζήτησαν από το Γερμανό
Καραβαγγέλη να συγκροτήσει μια επιτροπή. Για να μη θεωρηθεί ότι ο Καραβαγγέλης
είχε σχέση με τους αντάρτες η επιτροπή έγινε και αποτελείτο από: Το Δεσπότη της
Πάφρας Ευθύμιο, σαν Πρόεδρο, τον καπνέμπορα της Πάφρας Πλάτωνα Χ" Γιάννη,
τον Αλέξανδρο Ααρών, γιατρό, τον έμπορο Λάζαρο Εφραίμογλου.
Η επιτροπή μετέφερε τις προτάσεις των Τούρκων στον αρχηγό των ανταρτών, ο
οποίος τις απέρριψε και γύρισαν άπρακτοι.
Την παραμονή της Παναγίας του 1919 ο Ευθύμιος συγκεντρώνει 12.000 αντάρτες
έξω από την κωμόπολη Τσασούρα που κατοικούσαν μόνο Τούρκοι.
Θέλει να πάρει εκδίκηση για το θάνατο πολλών γυναικόπαιδων και ανταρτών
Ελλήνων από τους Τούρκους του χωριού αυτού όταν το 1917 τους περικύκλωσαν μέσα
σε μια σπηλιά όπου είχαν κρυφτεί και άλλους σκότωσαν, άλλους κακοποίησαν.
Το εγχείρημα της καταστροφής της κωμόπολης έγινε στις 15 Αυγούστου. Πριν
πάρουν τις τελικές τους θέσεις οι αντάρτες έδωσε εντολή στο ζουρνατζή Ιωάννη
Σαρόγλου να παίξει τον αντάρτικο χορό Μονό (Τεκ καϊτέ) και πρώτος έσυρε το χορό
ακολουθούμενος από τους καπεταναίους και τους άλλους αντάρτες.
Η κωμόπολη κατεστράφη τελείως. Ο Δεσπότης Ευθύμιος ήταν πια ο επίσημος
αρχηγός των ανταρτών και έδινε τις εντολές για τη δράση κατά των Τούρκων.
Από την ημέρα αυτή της καταστροφής του Τσα-σούρ οι Τούρκοι αποκαλούσαν τον
Ευθύμιο «Καρά Παπάς», μαύρος παπάς προφανώς από τα μαύρα ράσα που φορούσε.
Από αφηγήσεις συνεργατών του μαθαίνουμε πως μέσα στο επισκοπικό του
μπαστούνι υπήρχε τρύπα, μέσα στην οποία είχε φυλαγμένα σχέδια και εντολές για
δράση των ανταρτών κατά των Τούρκων.
Όπως υποστηρίζουν πολλοί Παφρηνοί ένας από τους λόγους που τον ήθελαν οι
Τούρκοι ήταν ο ηγετικός του ρόλος μέσα στους αντάρτες του Δυτικού Πόντου, οι
οποίοι τον υπάκουαν τυφλά και τον σεβόντουσαν.
Το 1920 επισκέπτεται όλους τους εμπόρους της Πάφρας, της Σαμψούντας και του
Αλατζάμ και ζητά να βοηθήσουν οικονομικά τους αντάρτες για να προμηθευτούν όπλα
και σφαίρες.
Δυστυχώς αυτοί αρνούνται για να μην τα χαλάσουν με τους Τούρκους γιατί
νομίζουν πως έτσι θα σωθούν.
Εκείνο τον καιρό (30 Μαΐου 1920) τον επισκέπτεται στο Επισκοπικό του
Γραφείο ο απεσταλμένος του Στρατηγείου της Μικράς Ασίας Λοχαγός Χρυσόστομος
Καρα'ίσκος για να εξετάσουν τη δυνατότητα ενίσχυσης των ανταρτών του Πόντου από
την Ελληνική Κυβέρνηση. Η ενίσχυση όμως αυτή ποτέ δεν ήρθε και οι αντάρτες
αφέθηκαν στην τύχη τους.
Στο τέλος ο Δεσπότης Ευθύμιος δίνει στον Καράίσκο έγγραφο για να το δείξει
στις αρμόδιες ελληνικές αρχές.
Πριν την σύλληψη
Ο Δεσπότης της Πάφρας άρχισε να παρακολουθείται στενά από Τούρκους
αστυνομικούς αλλά και από πολίτες γι' αυτό και οι επισκέψεις του στα λημέρια
των ανταρτών γινόταν με μεγάλη μυστικότητα.
Στις 6 Ιανουαρίου 1921 ημέρα των Θεοφανίων οι Τούρκοι δεν μπορούν να εμποδίσουν
τους Έλληνες Χριστιανούς να πάνε στην εκκλησία. Βρίσκουν την ευκαιρία οι
υπεύθυνοι των ανταρτών να 'ρθουν στο Μητροπολιτικό ναό της Αγίας Μαρίνας και
μπαίνουν στο Ιερό.
Μέσα εκεί στο Ιερό και παρά την παρακολούθηση των μυστικών πρακτόρων
γίνεται σύσκεψη και παίρνουν την απόφαση μια δύναμη από 600-800 άνδρες να πάει
να συναντήσει τον Ελληνικό Στρατό στην περιοχή του Σαγγάριου για να υπάρχει
άμεση επαφή μεταξύ των ανταρτών και του προελαύνοντας ελληνικού στρατού.
Μετά από αυτή τη σύσκεψη ο Ευθύμιος πήγε στην έδρα της Μητροπόλεως την
Αμισό (Σαμψούντα) γιατί όπως είπαμε αναπληρούσε τον Μητροπολίτη Γερμανό
Καραβαγγέλη, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε εξορισθεί και είχε φύγει από τον Πόντο
στην Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλους πέντε μητροπολίτες.
Με απόφαση της Κεμαλικής Κυβέρνησης όφειλαν όλοι οι Μητροπολίτες, οι
επίσκοποι και οι αρχιμανδρίτες του Πόντου να εγκαταλείψουν το έδαφος του
Πόντου.
Από όλους τους παραπάνω οι μόνοι που παράκουσαν την κυβερνητική απόφαση των
Τούρκων ήταν: ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, ο επίσκοπος Πάφρας
Ευθύμιος Αγριτέλλης, ο Αρχιμανδρίτης της Μητρόπολης Αμασείας - Αμισού Πλάτων
Αϊβαζίδης.
Σύλληψη – Φυλάκιση - Θάνατος
Όπως ήταν φυσικό για τη μεγάλη και εκπληκτική του δράση αλλά ακόμα από
απερισκεψία, υπερβολικό ζήλο και αγάπη για το ποίμνιο του, έπεσε στα χέρια των
Κεμαλικών όταν στις 21 Ιανουαρίου 1921 μπήκαν στην Μητρόπολη Αμασείας και τον
συνέλαβαν μαζί με προύχοντες της πόλης και τον Αρχιμανδρίτη Πλάτωνα Αϊβατζίδη.
Οδηγήθηκε στις φυλακές Σούγια της Αμασείας όπου βασανίστηκε.
Μέσα στις φυλακές, μαζί με τους άλλους συμπατριώτες του, δεχόταν τη
μεγαλύτερη ταπείνωση, αλλά δεν έπαυε να ενδιαφέρεται για τους πιστούς του.
Με επιστολή του στην κυβέρνηση της Άγκυρας αναλάμβανε όλες τις ευθύνες
προσωπικά για την αντίσταση και την οργάνωση των Ελλήνων κατά των Τούρκων.
Ήθελε να απαλλάξει από κάθε ευθύνη τους συγκατηγορούμενούς του.
Στη φυλακή οι Τούρκοι προσπαθούσαν να βρουν ευκαιρία να τον τιμωρήσουν.
Έτσι, το Πάσχα (18 Απριλίου 1921) όταν βγήκε στο προαύλιο των φυλακών, τον
είδαν εκεί και για να τον τιμωρήσουν τον οδήγησαν στα ανήλια και σκοτεινά
υπόγεια μπουντρούμια των φυλακών.
Μέσα σ' αυτό το κολαστήριο τον άκουγαν να ψάλλει την παράκληση της Παναγίας
και τη νεκρώσιμη ακολουθία κηδεύοντας τον εαυτό του. Οι Τούρκοι προσπαθούσαν με
κάθε τρόπο να συντομέψουν το θάνατο του γιατί φοβόταν μήπως επέμβει κάποια
μεγάλη δύναμη και μέσα από το Πατριαρχείο τον ελευθερώσουν. Γι' αυτό τον
βασάνιζαν.
Μη μπορώντας να αντέξει ο Ευθύμιος πέθανε στις 29 Μαΐου 1921.
De Siris