Α' Οικουμενική Σύνοδος
Α' Οικουμενική Σύνοδος ή Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας αποκαλείται η
εκκλησιαστική σύνοδος, που διενεργήθηκε το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας και
συγκλήθηκε από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο, με σκοπό την
αποκατάσταση της ειρήνης στα εκκλησιαστικά ζητήματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο κύριος στόχος σύγκλησης της συνόδου ήταν «η καταδίκη του Αρειανισμού και η
θετική διατύπωσις της ορθοδόξου δογματικής διδασκαλίας περί του δευτέρου προσώπου
της Αγίας Τριάδος».
Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου, συνέταξε το Σύμβολο της
Νίκαιας και όρισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Με τη Σύνοδο αυτή η
Εκκλησία εισήχθη σε μια νέα περίοδο συνοδικής εκφράσεως της εκκλησιαστικής
συνειδήσεως, απαντώντας στο θεμελιώδες ερώτημα της σχέσης Πατέρα και Λόγου.
Οι λόγοι και η προετοιμασία της συνόδου
Ο συνοδικός θεσμός στην εκκλησία κατά τα πρότυπα της Αποστολικής Συνόδου
του 49 είχε εισαχθεί από τα μέσα του δευτέρου αιώνα με αφορμή το Μοντανισμό.
Στόχος ήταν η καταπολέμηση των αιρετικών διδασκαλιών, αλλά και ο κοινός αγώνας
αναιρέσεως της πεπλανημένης θεολογίας. Στην ουσία οι σύνοδοι για την εκκλησία
αποτελούσαν την επιβεβαίωση της κοινής πίστης στην Αποστολική παράδοση του όλου
σώματος της εκκλησίας, η οποία επιτυγχανόταν με την κοινωνία των επισκόπων.
Στις αρχές όμως του 4ου αιώνα η δυναμική εμφάνιση του Αρειανισμού και παρά
την αντιμετώπισή του από τοπικές και υπερτοπικές συνόδους, δεν έφτασε σε
συνθήκη ειρήνευσης μεταξύ των μελών της εκκλησίας με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας
Κωνσταντίνος να συγκαλέσει σύνοδο, που ενώ αρχικά προοριζόταν για τις εκκλησίες
της ανατολής, μετά από πρόταση του Οσίου Κορδούης δέχτηκε να διεξαχθεί με τη
συμμετοχή επισκόπων από κάθε τοπική εκκλησία, μεταθέτοντας την αρχική τοποθεσία
από την Άγκυρα της Γαλατίας, στη Νίκαια της Βιθυνίας για την ευκολότερη
πρόσβαση των συγκεκλημένων. Η προετοιμασία της συνόδου είχε ήδη προηγηθεί
καθότι δύο σύνοδοι το 324 και 325, στην Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια
αντίστοιχα, είχαν επιληφθεί του υφισταμένου προβλήματος. Η απόφαση για τη
σύγκλησή της, ελήφθη το ίδιο έτος και ουσιαστικά αποτέλεσε την απαρχή ενός νέου
τρόπου συνοδικής έκφρασης της εκκλησίας. Για την εκκλησία όμως η διεύρυνση με
τη συμμετοχή του πλήρους σώματος της εκκλησίας, δε σήμαινε και τον υποβιβασμό
των προηγουμένων συνόδων, αφού και οι αποφάσεις των συνόδων μέχρι την αρχή
τέλεσης των οικουμενικών, απηχούσε στην οικουμενική διάσταση της εκκλησίας με
την αποδοχή των κατά τόπους εκκλησιών, που ουσιαστικά επικύρωναν την οικουμενική
απήχηση της αυθεντικά βιούμενης πίστης της τοπικής εκκλησίας, αλλά τώρα για
πρώτη φορά μια οικουμενική συνοδική έκφραση καλείτο να εκφράσει την επί μέρους
στο σύνολο, τοπική αναφορά αυτής της αυθεντίας.
Η ημερομηνία ενάρξεως των εργασιών ήταν η 20η Μαΐου του 325, με τις
προκαταρκτικές θεολογικές συζητήσεις να τερματίζονται στις 14 Ιουνίου του ιδίου
έτους και τις δογματικές στις 19. Οι συσκέψεις διεξήχθησαν σε «ευκτήριο οίκο»
κατά τον Ευσέβιο, ενώ οι τακτικές συνεδριάσεις στον «βασίλειον οίκον». Κατά την
τέλεση της συνόδου δεν κρατήθηκαν πρακτικά όπως αντιλαμβανόμαστε από το Μεγάλο
Αθανάσιο και τις από μνήμης περιγραφές του, αν και υπήρξαν ενστάσεις από
σύγχρονους θεολόγους.
Προεδρία και συγκρότηση της συνόδου
Προεδρία
Ένα από τα πλέον δυσεπίλυτα προβλήματα της σύγχρονης ιστορικο-θεολογικής
έρευνας είναι η προεδρία της Ά Οικουμενικής συνόδου, κάτι που συνέβη λόγω της
μη τήρησης πρακτικών, αλλά και των ιστορικών πηγών, οι οποίες δε δίνουν
ξεκάθαρη απάντηση στο εν λόγω ζήτημα, παρά μόνο με συνδυασμένη προσπάθεια
διασταύρωσης των πηγών.
Η κυρίαρχη άποψη της θεολογικής έρευνας υπό το πρίσμα των δυτικών θεολόγων,
άποψη που ενστερνίστηκε και ο Β. Στεφανίδης, είναι οτι η προεδρία της συνόδου
ήταν μια συνδυασμένη άσκηση «κοινής προεδρίας», του Μεγάλου Κωνσταντίνου αλλά
και προέδρων εκ του εκκλησιαστικού σώματος. Η πρόταση αυτή προκρίθηκε καθώς ο
Ευσέβιος Καισαρείας[6] αναφέρει πως ο Κωνσταντίνος «παρεδίδου το λόγο τοις
προέδροις» κατά το πέρας της δικής του προσφωνήσεως σε συνδυασμό με την αναφορά
του για «πρωτεύοντα» δεξιού τάγματος, αλλά και της διαρκούς παρουσίας του
Αυτοκράτορα, στην πρόοδο των εργασιών του συνεδρίου.
Οι θέσεις αυτές δείχνουν να αποκρούονται από την πλειοψηφία των ορθοδόξων
και Ρωμαιοκαθολικών θεολόγων, προκρίνοντας πως τελικά μόνο ενας ήταν ο
προεδρεύων της συνόδου, αν και πάλι υπάρχει αρκετός σκεπτικισμός σχετικά με το
πρόσωπο την άσκησε. Οι προτάσεις που τέθηκαν ήταν πως προήδρευσε ο Όσιος
Κορδούης, ο Νικομηδείας Ευσέβιος, ο Ευσέβιος Καισαρείας ή ο Αντιοχείας
Ευστάθιος, με τον τελευταίο να έχει τις περισσότερες πιθανότητες. Αυτό διότι
Όσιος Κορδούης δεν γνώριζε ελληνικά, ενώ κατά την άποψη αυτή οι Αρειανόφρονες,
όπως ο Ευσέβιος Καισαρείας, ήσαν υπόλογοι στην σύνοδο με βάση τις αποφάσεις των
εν Αντιοχεία και Αλεξανδρείας συνόδων. Οι απόψεις περί μη συλλογικής προεδρίας
τεκμηριώνονται με 4 ισχυρά επιχειρήματα:
Οτι ο Ευσέβιος σε όλη τη γραμματεία του, «προέδρους» αποκαλούσε τους
επισκόπους, ήτοι των προεδρευόντων των τοπικών συνόδων των εκκλησιών
Οτι ο Ευσέβιος μιλάει για «πρωτεύοντα» στο δεξιό τάγμα, με βάση το πως
διατάχθηκαν στο συνεδριακό χώρο κάτι που δεν οδηγεί σε αυτονόητη ύπαρξη
αντιστοίχου και στο αριστερό
Πως ο Κωνσταντίνος δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί «συμπροεδρεύον» καθότι
τόσο στο 2ο και θεολογικό μέρος του συνεδρίου δεν επενέβει, όσο στο βίο του,
που συνέταξε ο Ευσέβιος, ακόμα σαφέστερα προσδιορίζεται ο ρόλος του.
Πως ο διαχωρισμός σε τάγματα δεν αφορά a priori αποδοχή, όπως στην πρώτη
άποψη εξετάστηκε σε διαχωρισμό Αρειανοφρόνων - τριαδιστών, αφού στην ουσία η
υπόθεση αυτή είχε κλείσει από τις προηγούμενες συνόδους Αντιοχείας και
Αλεξανδρείας, αλλά προς την επίσημη τάξη των διοικήσεων και των επαρχιών στη
διοικητική ιεραρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αφού δεν υπήρχε ακόμα άλλο
εκκλησιαστικό κριτήριο.
Συγκρότηση
Η συγκρότηση της συνόδου, αποτέλεσε θέμα έντονης θεολογικής έρευνας. Την
αρχικά εύκολη σε συμπεράσματα περιγραφή του Ευσεβίου για το διαχωρισμό σε δύο
«τάγματα» στην αίθουσα της συνόδου, πήρε ο σκεπτικισμός, με βάση το ότι υπάρχει
μεγάλη απόσταση από το να θεμελιωθεί κάτι τέτοιο σε σχέση με τις πηγές. Ο
Ευσέβιος δηλαδή μπορεί να αναφέρει δύο τάγματα, αλλά η αναφορά του σε
«πρωτεύοντα» του δεξιού τάγματος, δεν προδηλώνει με απόλυτη αξιοπιστία τον
ισχυρισμό και για αντίστοιχο στο αριστερό, όπως πολλοί θεολόγοι ερμήνευσαν.
Αντίθετα η απόλυτη ταύτιση της Ρωμαϊκής διοικητικής ιεραρχίας με βάση τη
προκαθορισμένη θέση του καθενός, έστρεψε την έρευνα στην παραδοχή, πως προφανώς
δεν αποτέλεσε αντιπαράθεση δύο αντιμαχόμενων πλευρών, κάτι που διαφαίνεται και
από τη 2η περίοδο του συνεδρίου, που οι αρειανόφρονες δεν έλαβαν μέρος, αλλά
και από στοιχεία όπως αυτά διακρίνονται από την περίπτωση του Ευσεβίου
Καισαρείας και την παράδοση Λιβέλλου πίστεως με την αποδοχή των «ορθοδόξων»
θέσεων και την απολογία του στο τοπικό ποίμνιο για τη μεταστροφή του. Έτσι
εμφανίζονται οι Νάρκισσος Νερωνιάδος και Θεόδοτος Λαοδικείας να γίνονται δεκτοί
ως μέλη της συνόδου μόνο μετά τη μεταστροφή τους. Την ίδια στιγμή μάλιστα ο
Ευσέβιος Νικομηδείας παρέδιδε Λίβελλο πίστης Αρειανικού δόγματος κάτι που προκάλεσε
την αγανάκτηση του σώματος των συνέδρων.
Ο αριθμός των μελών της συνόδου, με βάση τις πηγές που διαθέτουμε, δεν
μπορεί να επαληθευτεί ακόμα και σήμερα. Ο αριθμός που επικράτησε από
μεταγενέστερες πηγές ιστορικών ήταν ο αριθμός 318, κάτι που γνωρίζουμε σήμερα
οτι δεν είναι αξιόπιστος, καθότι οι εν βίω ιστορικοί, μιλούν για ένα αριθμό
περί τους 300. Οι επισκοπικοί δε κατάλογοι που διασώζονται σήμερα δεν μπορούν
να κριθούν απολύτως αξιόπιστοι είτε γιατί έχουν δεχθεί εκ των υστέρων
παρεμβάσεις, είτε γιατί υπολοίπονται αρκετά με βάση τε δεδομένη πραγματικότητα,
αφού αποτελούσαν μετάφραση άλλων. Τα συμπεράσματα της συνόδου βεβαίως
υπογράφηκαν από περισσότερους από 318, ενώ ο αριθμός αυτός επικράτησε για
συμβολικούς λόγους.
Οι αποφάσεις της συνόδου
Τα ζητήματα που αντιμετωπίστηκαν
Ο βασικός λόγος σύγκλησης της Α΄ Οικουμενικής συνόδου ήταν η αντιμετώπιση
των αναφυέντων εκκλησιαστικών ζητημάτων, από το σύνολο του πληρώματος της
εκκλησίας, εξού και η παράσταση πλην του ιερού και κλήρου και λαϊκών, με κύριο
ρόλο τη συμβουλή, σε ζητήματα θεολογικού περιεχομένου. Επί τη ευκαιρία όμως της
σύγκλησης της συνόδου, αντιμετωπίστηκαν πληθώρα ζητημάτων, τα οποία υπήρχαν στο
εσωτερικό της εκκλησίας, που άλλοτε δημιούργησαν έριδες ή υπήρχαν δυνατότητες
στο μέλλον να δημιουργήσουν νέα προβλήματα. Πρώτο μέλημα ήταν «το κατά την
ασέβειαν Αρείου, επί του θεοφιλεστάτου βασιλέως ημών Κωνσταντίνου, και παμψηφεί
έδοξεν αναθεματισθήναι την ασεβή αυτού δόξαν και τα νοήματα αυτού τα βλάσφημα».
Πλήν του ζητήματος του αρειανισμού αντιμετωπίστηκαν και το Κολλουθιανό και
Μελιτιανό σχίσμα, το ζήτημα των Νοβατιανών και γενικότερα το ζήτημα της
μετάνοιας, όπου πάρθηκαν αυστηρότερα ποιοτικά μέτρα. Αντιμετωπίστηκαν επίσης
ζητήματα όπως η διδασκαλία των Σαμοσατιανών και η έριδα περί της ημερομηνίας
εορτής του Πάσχα, η οποία πλέον ορίστηκε με σαφήνεια πότε θα τελείται, ενώ
σημαντικό βήμα επιτελέστηκε σχετικά με τη διοικητική οργάνωση της εκκλησίας σε
οικουμενικό επίπεδο με την εισαγωγή του μητροπολιτικού συστήματος. Το
σημαντικότερο όμως βήμα της συνόδου ήταν το Σύμβολο της Νίκαιας, ένα σύντομο
κείμενο που βασίστηκε στο βαπτιστήριο σύμβολο της εκκλησίας των Ιεροσολύμων, με
ορισμένες τροποποιήσεις που στηρίχθηκαν πάνω στην αντιμετώπιση των αρειανικών
δογμάτων.
Συνοπτική παράθεση των ιερών Κανόνων
Κανών Α΄: Καταδικάζει τη συνήθεια του οικειοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει τη
χειροτονία ευνουχισμένων, πλην όσων για ιατρικούς λόγους ή λόγω βασανιστηρίων
εξετμήθησαν.
Κανών Β: Απαγορεύει τη χειροτονία ως κληρικών στα νέα μέλη (νεόφυτοι) της εκκλησίας.
Κανών Γ΄: Καταδικάζει την συνήθεια των κληρικών όλων των βαθμών να συζούν με νεαρές
γυναίκες τις οποίες δεν είχαν παντρευτεί (συνείσακτοι).
Κανών Δ΄-Ε΄: Εισάγεται το «μητροπολιτικό σύστημα», το οποίο ίσχυε στην οργάνωση της
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και καθορίζουν την αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου
στη χειροτονία των επισκόπων.
Κανών ΣΤ΄: Αναγνωρίζει κατ' εξαίρεση το αρχαίο έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας
του επισκόπου της Αλεξάνδρειας στις εκκλησίες της Αιγύπτου, Λιβύης και
Πεντάπολης —όπως συνέβαινε και με την εκκλησία της Ρώμης—, ενώ εξαιρεί τη Ρώμη
και την Αντιόχεια από το γενικό μέτρο του μητροπολιτικού συστήματος.
Κανών Ζ΄: Ορίζεται ότι ο επίσκοπος Αιλίας (δηλ. Ιερουσαλήμ) να είναι ο επόμενος στη
σειρά απόδοση τιμών.
Κανών Η΄: Ορίζει τον τρόπο επιστροφής στην εκκλησία της Αιγύπτου των λεγόμενων
«Καθαρών» (Μελιτιανό σχίσμα).
Κανών Θ΄: Αναφέρεται στην συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων των οποίων δεν
εξετάστηκαν τα προσόντα ή οι οποίοι δεν παραμένουν άμεμπτοι.
Κανών Ι΄: Καταδικάζει τη χειροτονία πεπτωκότων.
Κανών ΙΑ΄-ΙΒ΄: Καθορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων, με αυστηρότερα κριτήρια.
Κανών ΙΓ΄: Δέχεται ότι είναι δυνατόν να παρασχεθεί Θεία Ευχαριστία επί της
επιθανατίου κλίνης.
Κανών ΙΔ΄: Ορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανών ΙΕ΄-ΙΣΤ΄: Καταδικάζεται η επιδίωξη κληρικών για μετάθεση σε άλλες
εκκλησίες.
Κανών ΙΖ΄: Καταδικάζει την πλεονεξία και αισχροκέρδεια των κληρικών που προέρχεται
από τον έντοκο δανεισμό.
Κανών ΙΗ΄: Απαγορεύει στους διακόνους να μεταδίδουν και να αγγίζουν τη Θεία
Ευχαριστία πριν από τους πρεσβυτέρους, και δεν επιτρέπεται το να κάθονται
μεταξύ των πρεσβυτέρων.
Κανών Κ΄: Απαγορεύει τη γονυκλισία στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής και την ημέρα
της Πεντηκοστής.
Επισπρόσθετα καθορίστηκε η κοινή ημέρα εορτασμού του Πάσχα.
Tο σύμβολο της Νίκαιας
Η διαμόρφωσή του και η ομοουσιότητα
Το Σύμβολο της Νίκαιας ή «Έκθεσις της καθολικής πίστεως, εκτεθείσης υπό της
εν Νικαία Συνόδου, επί του θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου, εν υπατεία
Παυλίνου και Ιουλιανού των λαμπρών, έτους χλστ΄, εν μηνί Δεσίω τη προ 13
Καλάνδρων Ιουλίου, εν Νικαία μητροπόλει της Βιθυνίας», αποτέλεσε την επιτομή
των ενεργειών αντιμετώπισης του αρειανισμού, στην προσπάθεια σύνταξης της
αυθεντικά βιούμενης πίστης και της διαχρονικής συνειδήσεως για την περιφρούρηση
της αποστολικής παραδόσεως της εκκλησίας και ουσιαστικά απετέλεσε «το πρώτον
κυριωδέστατον έργον της Α΄ οικουμενικής Συνόδου». Το σύμβολο της Νίκαιας κατά
βάση ήταν ένα σύντομο κείμενο βαπτιστήριου συμβόλου, το οποίο προσαρμόστηκε στα
δεδομένα της αντιμετώπισης της Αρειανικής διδασκαλίας. Η συνείδηση αυτή σε κάθε
εκκλησία αντικατοπτριζόταν από το εκάστοτε τοπικό βαπτιστήριο σύμβολο και έτσι
το Σύμβολο της Νίκαιας στόχο είχε να εκφράσει το φρόνημα όλων των ανά την
οικουμένη τοπικών εκκλησιών, με κύρια όμως βάση την οριοθέτηση της αποστολικής
ορθοδοξίας έναντι των κακοδοξιών της αρειανικής διδασκαλίας. Το βαπτιστήριο
σύμβολο όμως που επιλέχθηκε αποτέλεσε θέμα έρευνας και αντικρουόμενων απόψεων.
Έτσι οι F.Hort, A.E.Burn και Α.von Harnack υποστήριξαν, με ισχυρά επιχειρήματα,
πως βάση του συμβόλου ήταν το βαπτιστήριο σύμβολο της Καισαρείας, το οποίο ο
Ευσέβιος Παμφίλου έθεσε ενώπιον των επισκόπων για να δείξει τη μεταμέλειά του.
Η δεύτερη που προβλήθηκε από τον H.Lietzmann, αλλά και τον Β.Στεφανίδη ήταν πως
βάση αποτέλεσε το χαμένο βαπτιστήριο σύμβολο της εκκλησίας των Ιεροσολύμων που
την ακριβή μορφή του δε γνωρίζουμε, αλλά είχε παρεμφερή με της παράθεση του
Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Επίσης μερίδα θεολόγων υποστήριξε πως είναι μια σύνθεση
βαπτιστηρίων συμβόλων, όπως ο Ιω.Καρμίρης.
Το κρίσιμο σημείο, που εστιάζεται στο σύμβολο, αναμφισβήτητα είναι ο όρος
ομοούσιος. Ο Ευσέβιος αποδίδει μάλιστα τον όρο αυτό στον Κωνσταντίνο, που
συνάγεται ότι η πρόταση αυτή προήλθε από τον σύμβουλό του Όσιο Κορδούης. Αναμφίβολα
ο Κορδούης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταδίκη του αρειανισμού, αλλά σήμερα
κρίνεται αδύνατο να θεωρηθεί ως ο εισηγητής του όρου. Ο Φιλοστόργιος,
υποδεικνύει τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας, μια περιγραφή που αποδίδει βεβαίως τα
προσυνοδικά δεδομένα. Παρά όμως τις σημαντικές πρωτοβουλίες του Αλεξάνδρου,
δύσκολα θα μπορούσε να επιβάλει στο σύνολο του σώματος των επισκόπων όσα οι
αρειανόφρονες του απέδωσαν, χωρίς όμως ο ίδιος να απέχει από την καθοριστική
συμβολή στον ορισμό του ομοουσίου. Η πραγματικότητα όμως φαίνεται να βρίσκεται
στη γραμματεία του Ευσεβίου. Οτι η απόφαση προφανώς αποτέλεσε καρπό μακράς
θεολογικής συζητήσεως, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της συνόδου, με την επίκληση
παλαιοτέρων πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, όπως του Ωριγένη, αλλά και
παλαιότερης προβληματικής της θεολογικής έρευνας. Σε αυτήν την προσπάθεια όμως
ο μόνος πραγματικά ικανός για την πρόταση και την ορθή θεμελίωση αυτή, λόγω της
διάθεσης του σχετικού υλικού, φαίνεται πως ήταν ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας.
Οι Αρειανόφρονες, θεολογικώς διαφωνούσαν προς τον όρο ομοούσιος ο οποίος
ταυτιζόταν με καταδικασθείσα διδασκαλία του Σαβελίου. Οι πατέρες της Συνόδου
όμως, απέρριψαν τις αιτιάσεις αυτές διότι ο Σαβέλιος δε διαχώριζε, την ουσία
από τις υποστάσεις, αλλά ταυτοποιούσε τις έννοιες, με αποτέλεσμα να θεωρεί «εν
ον και εν πρόσωπον». Ταυτόχρονα διαμαρτύρονταν, διότι ο όρος ήταν άγραφος,
δηλαδή μη βιβλικός. Ο Μέγας Αθανάσιος αντιμετωπίζοντας την κριτική αυτή ανέφερε
«ο γογγυσμός αυτών, ότι άγραφοι εισίν αι λέξεις, ελέγχεται παρ' αυτών μάταιος,
αξ αγράφων γαρ ασεβήσαντες (άγραφα δε τα «εξ ούκ όντων» και «ην ποτέ ουκ ήν)
αιτιώντα, διότι εξ αγράφων μετ'ευσεβείας νοουμένων λέξεων κατεκρίθησαν», ενώ
συνεχίζει λέγοντας «Οι επίσκοποι, ουχ εαυτοίς ευρόντες τας λέξεις, αλλ'εκ των
πατέρων έχοντες μαρτυρίαν, ούτως έγραψαν», διότι «σημαιούμεναι αγιογραφικαί
λέξεις και φράσεις οι αρειανίζοντες παρερμήνευσαν εν πνεύματι αρειανικώ». Ο
ιστορικός Θεοδώρητος βεβαιώνει δε οτι, «ου καινή της ομοουσίου πρόσρησις, ουδέ
υπό των τότε συναθροισθέντων Πατέρων εξευρεθείσα, αλλ'ανωθεν εκ προγώνων εις
εγγονούς καταγομένη».
Το σύμβολο
Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα παντοκράτορα,
πάντων ὁρατῶν τε και ἀοράτων ποιητήν.
Πιστεύομεν εἰς ἕνα κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ πατρὸς μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς ουσίας τοῦ πατρός, θεὸν εκ θεοῦ ἀληθινου, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῳ πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο, τά τε ἐν τῳ ούρανῳ καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν
κατελθόντα καὶ σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα, παθόντα, καὶ ἀναστάντα τῇ τριτῇ ἡμέρᾳ, καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς.
Καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Τοὺς δὲ λέγοντας, ὁτι ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν, καὶ πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν, καὶ ὅτι ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἢ οὐσίας φάσκοντας εἶναι, [ἢ κτιστόν,] τρεπτὸν ἢ ἀλλοιωτὸν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ, [τούτους] ἀναθεματίζει ἡ καθολικὴ [καὶ ἀποστολικὴ] ἐκκλησία.
Προγενέστερο Τριαδικό Σύμβολο
Σημαντικής θεολογικής αξίας είναι και "η περίφημος 'Έκθεσις της
Πίστεως'" του Γρηγορίου του Θαυματουργού, "εν τη οποία εν συνόψει
τονίζονται όλα τα σημεία του τριαδολογικού δόγματος της Εκκλησίας".
Πρόκειται για ένα "σύντομο, αλλά σπουδαιότατο δογματικό κείμενο, που
καταπολεμεί τις πλάνες του Παύλου Σαμοσατέα" εμμένοντας ιδιαίτερα στην
ενότητα του χριστιανικού Θεού. Την "ιστορίαν του Συμβόλου τούτου" την
"διηγείται ο άγιος Νύσσης Γρηγόριος" ο οποίος μάλιστα γράφει πως το
"αυτόγραφον υπήρχεν" ακόμη επί των ημερών του:
"Τα χαράγματα της μακαρίας εκείνης χειρός εις έτι και νυν
διασώζεται"
Με το κείμενο αυτό που διατυπώθηκε περί τα μέσα του Γ' αιώνα μ.Χ. (260-265
μ.Χ.) ο "Γρηγόριος ο Θαυματουργός, προλαμβάνων ουσιωδώς το Σύμβολον όπερ
εθεσπίσθη εις Νίκαιαν, είχε παρουσιάσει...την πίστιν της Εκκλησίας εις το
τριαδικόν δόγμα":
«Εις Θεός, Πατήρ Λόγου ζώντος, σοφίας υφεστώσης, και δυνάμεως και
χαρακτήρος αϊδίου. Τέλειος τελείου γεννήτωρ. Πατήρ Υιού μονογενούς. Εις Κύριος,
μόνος εκ μόνου. Θεός εκ Θεού χαρακτήρ και εικών της θεότητος, λόγος ενεργός.
Σοφίας της των όλων συστάσεως περιεκτική· και δύναμις της όλης κτίσεως
ποιητική. Υιός αληθινός, αληθινού Πατρός, αόρατος αοράτου και άφθαρτος αφθάρτου
και αθάνατος αθανάτου, και αΐδιος αϊδίου. Και έν πνεύμα άγιον, εκ Θεού την
ύπαρξιν έχον και δια Υιού πεφηνός, δηλαδή τοις ανθρώποις· εικών του Υιού·
τελείου τελεία ζωή, ζώντων αιτία πηγή αγία· αγιότης, αγιασμού χορηγός. Εν ω
φανερούται Θεός ο Πατήρ, ο επί πάντων και εν πάσι και Θεός ο Υιός, ο δια
πάντων. Τριάς τελεία, δόξη και αϊδιότητι και βασιλεία, μη μεριζομένη, μηδέ
απαλλοτριουμένη. Ούτε ουν κτιστόν τι, ή δούλον εν τη Τριάδι- ούτε επείσακτον,
ως πρότερον μεν ουκ υπάρχον, ύστερον δε επεισελθόν. Ούτε ουν ενέλιπέ ποτέ Υιός
Πατρί, ούτε Υιώ το Πνεύμα αλλ' άτρεπτος και αναλλοίωτος, η αυτή Τριάς αεί.».
De Siris