Μπαρούχ Σπινόζα
Ο Βενέδικτος ντε Σπινόζα ή καλύτερα γνωστός ως Μπαρούχ Σπινόζα γεννήθηκε το 1632 και πέθανε στις 21 Φεβρουαρίου 1677, έζησε τη σύντομη ζωή του -καθώς πέθανε σε ηλικία 44 ετών- στην Ολλανδία. Για τις αιρετικές του απόψεις εκδιώχθηκε από την ιουδαϊκή κοινότητα στην οποία μαθήτευσε.
Προκειμένου να μη θυσιάσει την πνευματική του ελευθερία, αρνήθηκε την πανεπιστημιακή έδρα που του προσφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες μορφές του ορθολογιστικού ρεύματος που κατέκλυσε την Ευρώπη του 17ου αιώνα. Θεωρείται εν γένει συνεχιστής των ιδεών του Καρτέσιου, παρά τις αντιδράσεις του στην καρτεσιανή δυαρχία, αλλά και στοχαστής που προσπάθησε να συμφιλιώσει τον μεσαιωνικό αριστοτελισμό με τα δεδομένα μιας νέας επιστημονικής σκέψης.
Βίος
O Μπαρούχ Σπινόζα γεννήθηκε το 1632 στο Άμστερνταμ. Ήταν ο μεσαίος γιος μιας προεξέχουσας, αλλά όχι ιδιαίτερα εύπορης οικογένειας, της εκεί εβραιοπορτογαλικής κοινότητας. Ως νεαρό αγόρι -γνωστός και ως Bento στους συμμαθητές του- ήταν αναμφισβήτητα ένας ανερχόμενους αστέρας του Ταλμούδ Τορά σχολείου της κοινότητας. Ήταν ταλαντούχος και αυτό δε θα μπορούσε περάσει απαρατήρητο από τους ραβίνους της κοινότητας. Είναι πιθανό εξαιτίας της προόδου που έδειχνε στη μελέτη του να προοριζόταν για τη σταδιοδρομία του ραβίνου. Ωστόσο, δεν προχώρησε σε ανώτερες σπουδές, εκείνες τουλάχιστον που περιελάμβαναν προχωρημένες μελέτες στο Ταλμούδ. Στην ηλικία των δεκαεπτά αναγκάστηκε να συντομεύσει τις σπουδές του, για να βοηθήσει την οικογενειακή επιχείρηση.
Στις 27 Ιουλίου του 1656, ο Σπινόζα εκδιώχθηκε από τη σεφαρδίτικη κοινότητα του Άμστερνταμ με την πράξη του cherem, ή αφορισμού, η οποία δεν ακυρώθηκε ποτέ. Δε γνωρίζουμε ποιες ήταν οι "τερατώδεις πράξεις" και οι "αποτρόπαιες αιρέσεις" που περιγράφονται εκεί, αλλά είναι εύκολο να εικάσει κανείς το γιατί, γνωρίζοντας τις ιδέες του, έτσι όπως αναπτύχθηκαν μεταγενέστερα. Στις φιλοσοφικές πραγματείες του ο Σπινόζα λίγο-πολύ αρνείται την αθανασία της ψυχής έντονα, απορρίπτει την έννοια του Θεού του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ και θεωρεί πως ο νόμος ούτε δόθηκε κυριολεκτικά από το Θεό, ούτε δόθηκε δεσμευτικά στους Εβραίους, αμφισβητώντας ευθέως την ιδέα περί εκλεκτού λαού.
Παρόλα αυτά φαίνεται πως ο Σπινόζα ήταν ικανοποιημένος με τη δικαιολογία που του παρασχέθηκε για να φύγει από την κοινότητα και να αφήσει πίσω του τον Ιουδαϊσμό. Μέσα σε μερικά χρόνια έφυγε και από το Άμστερνταμ και όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του, το 1661 ζούσε στο Ράινσμπουργκ (Rijnsburg), όχι μακριά από το Λάιντεν. Στο Ράινσμπουργκ εργάστηκε πάνω στην πραγματεία Περί της βελτίωσης της Κατανόησης, σε μια πραγματεία επί της φιλοσοφικής μεθόδου και σε μια σύντομη Πραγματεία περί του Θεού, του Ανθρώπου και της Ευημερίας του, κείμενα που αντιπροσωπεύουν την αρχική του προσπάθεια να θέσει τα θεμέλια των μεταφυσικών, επιστημολογικών και ηθικών του απόψεων. Η κριτική του προσέγγιση στις αρχές της φιλοσοφίας του Καρτέσιου είναι το μόνο έργο που εκδόθηκε με το όνομά του σε όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής τουκαι ολοκληρώθηκε το 1663, μετά τη μετακόμισή του στο Βούρμπουργκ, λίγο έξω από τη Χάγη. Στο μεταξύ, εργαζόταν επίσης και σε αυτό που θα τιτλοφορείτο τελικά Ηθική, το φιλοσοφικό του αριστούργημά.
Όμως, όταν είδε τις αρχές της ανεκτικότητας της Ολλανδίας να απειλούνται από αντιδραστικές δυνάμεις, την έβαλε κατά μέρος, για να ολοκληρώσει τη "σκανδαλώδη" Θεολογικο-πολιτική πραγματεία του, που δημοσιεύθηκε ανώνυμα και μεγάλη προφύλαξη το 1670. Όταν ο Σπινόζα πέθανε το 1677, στη Χάγη, εργαζόταν ακόμα στην πραγματεία του για την πολιτική. Η πραγματεία δημοσιεύθηκε σύντομα από τους φίλους του, μαζί με τις άλλα αδημοσίευτα κείμενά του, συμπεριλαμβανομένης μιας επιτομής της εβραϊκής γραμματικής.
Ιδέες
Βασικές ιδέες που προκύπτουν από τη σκέψη του φιλόσοφου έχουν τη ρίζα τους στην προσπάθειά του να επιλύσει το πρόβλημα σχέσης πνεύματος και ύλης, θεωρώντας πως ο Θεός και ο Κόσμος είναι το ίδιο πράγμα Deus sive Naturae. Επίσης για τους συγχρόνους του ο Σπινόζα θεωρούνταν οπαδός του "ελευθεριασμού", καθώς ένας σύγχρονός του - ο Ζαν Μπατίστ Στόππα, τον παρουσίαζε ως ανυποχώρητο κριτή όλων των θρησκειών, διάσημο σοφό και φιλόσοφο που ακολουθείται από "πολυάριθμους αιρετικούς".
Καρτεσιανή δυαρχία
Ο Σπινόζα αντέδρασε στην καρτεσιανή δυαρχία αμφιβάλλοντας για τη ριζική αντίθεση πνεύματος και ύλης ή ψυχής και σώματος. Τούτη η αντίληψη προκαλούσε μέγιστες δυσκολίες σε ό,τι αφορούσε στην ερμηνεία της σύνδεσης πνεύματος ψυχής, αλλά και της αλληλεπίδρασής τους. Για τον Σπινόζα το εγώ είναι λογικά προγενέστερο των εννοιών της ψυχής και του σώματος. Η ψυχή και το σώμα ανήκουν σε κάποιον. Οι πνευματικές ή ψυχικές λειτουργίες εκτυλίσσονται παράλληλα. Το εγώ παρομοιάζεται με ένα κάτοπτρο. Όπως σε ένα κάτοπτρο τα σημεία της κυρτής και της κοίλης επιφάνειας δε συνδέονται, αλλά βρίσκονται σε πλήρη αλληλοσυνάφεια, έτσι και η ψυχή και το σώμα δε συνδέονται, αλλά αντιστοιχούν στις δύο επιφάνειες του κατόπτρου. Ούτε η ψυχή μπορεί να κινήσει το σώμα ούτε το σώμα την ψυχή «Η ψυχή και το σώμα είναι ένα μόνο και το ίδιο πράγμα, εννοούμενο άλλοτε κάτω από το κατηγόρημα της Σκέψης και άλλοτε κάτω από το κατηγόρημα της 'Εκτασης [...]. Η απόφαση της ψυχής και η ορμή του σώματος είναι κατά τη φύση του; ταυτόχρονα, ή μάλλον είναι ένα και το ίδιο πράγμα που το ονομάζουμε απόφαση, όταν το θεωρούμε κάτω από τo κατηγόρημα της Σκέψης και ορμή, όταν το θεωρούμε κάτω από το κατηγόρημα της Έκτασης και τo εξηγούμε με τους νόμους της κίνησης και της αδράνειας».
Φαίνεται πως για τον Σπινόζα δεν υφίσταται το πρόβλημα της αλληλεπίδρασης σώματος και πνεύματος, γιατί θεωρεί πως η ψυχή και το σώμα, η συνείδηση και ο χώρος δεν είναι ουσίες ή υποστάσεις αλλά κατηγορήματα ή γνωρίσματα ή ιδιότητες μιας και ενιαίας ουσίας. Στο σύμπαν δεν μπορούν να υπάρχουν πολλές διαφορετικές ουσίες Ουσία (substantia) είναι μόνο ο Θεός που είναι ασύλληπτος από εμάς. Εμείς, ως πεπερασμένα όντα, μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο πεπερασμένα πράγματα και αυτή η γνώση είναι η γνώση των τρόπων (modi) των κατηγορημάτων (attributa) της ουσίας. Στη θέση της παραδοσιακής διάκρισης μεταξύ ουσίας ή υπόστασης και ιδιότητας ή κατηγορήματος ο Σπινόζα βάζει τη διάκριση μεταξύ ουσίας και τρόπου (αναγνωρίζοντας έναν ιδιότυπο ενδιάμεσο ρόλο στο κατηγόρημα). Ουσία είναι αυτό που «είναι μέσα στον εαυτό τον και γίνεται αντιληπτό μέσα από τον εαυτό του». «Είναι μέσα στον εαυτό του» σημαίνει ότι είναι η αιτία του εαυτού του. Για παράδειγμα, το ότι τo Α είναι μέσα στο Β, σημαίνει ότι τo Β είναι η αιτία, η εξήγηση της ύπαρξης του Α.
Με άλλα λόγια ο Θεός, ως η μόνη ουσία, είναι η ίδια αιτία της ύπαρξης του και αιτία για την ύπαρξη όλων των άλλων πραγμάτων. Ο Σπινόζα αντιλαμβάνεται τον Θεό ως «μια ουσία που συνίσταται από άπειρα κατηγορήματα, καθένα από τα οποία εκφράζει αιώνια και άπειρη ουσία». Από αυτά τα κατηγορήματα ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους μπορεί να συλλάβει μόνο δύο, την έκταση ή χώρο ή σώμα, και τη σκέψη ή πνεύμα Το κατηγόρημα είναι αυτό που η διάνοια μπορεί να αντιληφθεί ότι συγκροτεί την ουσία, αφού η ίδια η ουσία είναι γνωστικά απροσπέλαστη. Για παράδειγμα, το να πούμε ότι υπάρχουν δύο ιδιότητες ή κατηγορήματα (π.χ. ψυχή και σώμα) στον κόσμο σημαίνει ότι μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο μέσα από δύο διαφορετικές και μη συγκρίσιμες οπτικές γωνίες.
Ο τρόπος, αντίθετα από την ουσία, για να υπάρξει, χρειάζεται να υπάρξει σε κάτι από το οποίο εξαρτάται. Οι τρόποι είναι οι αντιληπτές σε μας μορφές με τις οποίες ο Θεός εμφανίζεται στα πράγματα. Ο άνθρωπος είναι ένας περιορισμένος τρόπος τον Θεού που υπάρχει ταυτόχρονα στον Θεό τόσο ως τρόπος σκέψης και ως τρόπος έκτασης. Κάθε τρόπος έκτασης είναι πανομοιότυπος με τον αντίστοιχο τρόπο σκέψης. Το ανθρώπινο πνεύμα και το ανθρώπινο σώμα είναι το ίδιο πράγμα ιδωμένο από διαφορετική σκοπιά, από τη σκοπιά των κατηγορημάτων της έκτασης και της σκέψης.
Ο Θεός και οι μορφές της γνώσης
Ο Θεός και ο κόσμος είναι το ίδιο πράγμα. Ο κόσμος μας είναι Θεός ή Φύση. Η συγκεκριμένη θέση οδήγησε τον Σπινόζα στον πανθεϊσμό ή παμψυχισμό και δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι στην εποχή του το όνομά του είχε γίνει συνώνυμο της αθεΐας.
Η ιδεώδης επιστήμη πρέπει να ερευνά τον κόσμο όχι στον συγκεκριμένο χωρόχρονο αλλά από τη σκοπιά της αιωνιότητας (sub specie aeternitatis). Έτσι βλέπει ο Θεός τον κόσμο και το ίδιο κάνουμε και εμείς στο βαθμό που μετέχουμε σε ένα απειροελάχιστο μέρος του θεϊκού νου. Η γνώση προέρχεται απαγωγικά από σαφείς και διακριτές ιδέες. Η αντικειμενική γνώση έχει μορφή μαθηματικής αλήθειας. Τα μαθηματικά δε λειτουργούν με γενικές ιδέες που προσλαμβάνουμε μέσω των εμπειριών, αλλά με ορισμούς και έννοιες που αποδεικνύουν τις συνθήκες της αναγκαίας ύπαρξης και με την αυστηρή τους συλλογιστική προφυλάσσουν τη συνείδηση από τις διαστρεβλώσεις φαντασίας και των συναισθημάτων στον τρόπο σύλληψης και ερμηνείας του κόσμου. Εδώ φαίνεται ότι η ηθική του Σπινόζα κυριαρχείται από τον γεωμετρικό τρόπο σκέψης, καθώς επιθυμεί να αντιμετωπίσει τα ανθρώπινα πάθη σαν να είναι τρίγωνα και παραλληλόγραμμα.
Ο Σπινόζα αναγνωρίζει τρία είδη γνώσης με ιεραρχική δομή:
opinio: η συγκεχυμένη και ανεπαρκής γνώση, η οποία στηρίζεται στην εμπειρία.
ratio: είναι η κοινή γνώση βάσει της οποίας γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά αλλά όχι την ουσία των πραγμάτων.
scientia intuitiva (Ενόραση): γνώση των αιτιών των πραγμάτων, δηλαδή τη γνώση των ιδιοτήτων ή κατηγορημάτων του Θεού.
« Δεν διατείνομαι μόνο ότι η αμαρτία δεν είναι τίποτε το θετικό, βεβαιώνω ότι μιλάμε άτομα και με έναν καθαρά ανθρώπινο τρόπο όταν λέμε ότι αμαρτάνουμε απέναντι στον Θεό ή ότι οι άνθρωποι μπορεί να προσβάλλουν το Θεό»
Αλληλογραφία, Επιστολή 19 στον Blyenberg
Τελεολογία και φύση
Ο Σπινόζα δεν αποδέχεται την τελεολογική αντίληψη για τη φύση. Θεωρεί πως η φύση έχει σκοπούς να πραγματώσει, αλλά όχι ως ανθρωπομορφική προκατάληψη. Πιστεύει ότι δεν πρέπει να προεκτείνουμε στην ερμηνεία της φύσης τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον εαυτό μας και τις πράξεις μας. Σε μια τέτοια περίπτωση δε βλέπουμε τη φύση, αλλά προβάλλουμε τον εαυτό μας στη φύση. Όπως είναι φυσικό,μια τέτοια αντίληψη ανατρέπει την ορθολογική σχέση αιτίας και αποτελέσματος που διέπει τη φύση. Από την αναγκαιότητα της ύπαρξης του Θεού ο Σπινόζα συλλαμβάνει έναν αιτιακά καθορισμένο κόσμο. Τα πάντα λειτουργούν μέσα από μια αιτιακή αλληλεπίδραση και ο κόσμος καθίσταται κλειστό σύστημα που ενυπάρχει στον εαυτό του και φέρει έγγενώς την αιτία της ύπαρξής του.
Από γέννησής τους οι άνθρωποι δε γνωρίζουν την αιτιότητα αλλά προσανατολίζονται στη γνώση αυτού που θεωρούν χρήσιμο και η αποκαλούμενη φυσική αρμονία και τάξη δεν μπορεί να σημαίνει κάτι περισσότερο από τo ότι τα πράγματα μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς αντιφάσεις. Οι ιδιότητες της ύλης δεν υφίστανται per se, αλλά συναρτώνται από τις δικές μας προσλήψεις παραστάσεων. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο και οι απόλυτες αξίες (καλό και κακό) είναι σχετικές και εξαρτώνται από τις επιδιώξεις μας. Διατυπώνοντας μια σχετικά συγκινησιοκρατική θεωρία τονίζει, όπως και ο Τόμας Χομπς, ότι δεν «επιθυμούμε κάτι επειδή το θεωρούμε αγαθό- αλλά αντιθέτως Θεωρούμε κάτι αγαθό επειδή το επιδιώκουμε, το επιθυμούμε, το θέλουμε, το ποθούμε διακαώς».
De Siris