Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος


Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος

Ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου 1332 και πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου 1391. Ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου, κυβέρνησε επισήμως από το 1341 μέχρι το θάνατό του το 1391, ουσιαστικά όμως είχε τη διοίκηση μόνο μετά το 1354, κατόπιν της παραιτήσεως του συναυτοκράτορά του Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού. 

Ο Ιωάννης ΣΤ' ήταν αυτός που άσκησε την εξουσία μετά το θάνατο του φίλου του και πατέρα του Ιωάννη Ε', Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγου. Επίσης, απείχε της εξουσίας κατά τη διάρκεια πραξικοπήματος από το γιο του και συναυτοκράτορα Ανδρόνικο Δ' Παλαιολόγο, μεταξύ του 1376 και του 1379.

Μετά την παραίτηση του Ιωάννη ΣΤ', ο Ιωάννης Ε' ξεκινά την αυτόνομη διακυβέρνησή του με επιθετική τακτική. Αποφάσισε ότι μοναδικός τρόπος ριζικής αντιμετώπισης του κινδύνου των Τούρκων ήταν η εξολόθρευσή τους. Αρχικά απευθύνθηκε στον Πάπα Ουρβανό Ε' το 1355, ζητώντας στρατιωτική βοήθεια, με αντάλλαγμα την υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στη Ρώμη. Η προσπάθειά του αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, ούτε ως προς το μέτωπο των Τούρκων, αλλά ούτε σε ό,τι αφορά την ένωση των Εκκλησιών. Εν τω μεταξύ, οι Τούρκοι προήλαυναν ακάθεκτοι στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Αλβανία, τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Ο Αυτοκράτορας αποφάσισε το 1364 να ξεκινήσει νέα διπλωματική προσπάθεια στη Δύση, ξεκινώντας από το Λουδοβίκο της Ουγγαρίας, στον οποίο πήγε αυτοπροσώπως. Μια τέτοια κίνηση θα ήταν αδιανόητη για έναν Βυζαντινό Αυτοκράτορα, όχι όμως για τον ηγέτη τού υπό κατάρρευση κράτους του 14ου αιώνα. Ο Ούγγρος ηγεμόνας ζήτησε την άμεση και άνευ όρων υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας ως προαπαίτηση για οποιαδήποτε συμφωνία.

Γνωρίζοντας το ανέφικτο μιας τέτοιας δέσμευσης, έφυγε απογοητευμένος, αλλά καθ' οδόν τον περίμεναν νέα δεινά. Οι Βούλγαροι αρνήθηκαν να του επιτρέψουν τη διέλευση, κρατώντας τον ουσιαστικά όμηρο. Μόνο η επέμβαση του εξαδέλφου του Αμεδαίου της Σαβοΐας του εξασφάλισε την επιστροφή.

Το 1367 ξεκίνησε νέα περιοδεία. Προορισμός του η Ρώμη, όπου ήταν αποφασισμένος να δηλώσει την προσωπική του υποταγή στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, προκειμένου να εξασφαλίσει κάποια βοήθεια. Στη Ρώμη υπέγραψε τις απαραίτητες συμφωνίες και, υποκλινόμενος, προσκύνησε τον πάπα. Ήταν μια προσωπική πράξη, που δεν αποτελούσε δέσμευση για το λαό του, πολλώ, δε, μάλλον για την έντονα αντιτιθέμενη Ορθόδοξη ιεραρχία. Στη Ρώμη, άφησε αποστολή ιεραρχών, με επικεφαλής το μοναχό Ιωάσαφ, τον πρώην αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό, ένθερμο υποστηρικτή της ένωσης.

Στην επιστροφή του, πέρασε από τη Βενετία. Εκεί, ο Δόγης Ανδρέα Κονταρίνι το φιλοξένησε υποτυπωδώς. Στις συνομιλίες τους, συμφώνησαν την επιστροφή των αυτοκρατορικών κοσμημάτων και κάποιες χρηματικές και ναυτικές ενισχύσεις, με αντάλλαγμα τη νήσο Τένεδο. Στη συμφωνία του αυτή αντέδρασε ο πρωτότοκος γιος του Ανδρόνικος Δ' Παλαιολόγος, ήδη συναυτοκράτορας, επηρεασμένος από τους συμμάχους του Γενουάτες. Κατά τη στιγμή της αναχώρησής του από τη Βενετία, διαπίστωσε ότι δεν είχε καν αρκετά χρήματα για το ταξίδι της επιστροφής. Μόνο η εσπευσμένη έλευση του άλλου γιου του Μανουήλ (μετέπειτα αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου), μαζί με ικανό ποσό, μπόρεσε να του εξασφαλίσει την επιστροφή.

Τον ίδιο καιρό, συνεχίζονταν οι δυσμενείς διεθνείς συγκυρίες - και κυρίως η προέλαση των Τούρκων. Ήταν τώρα η σειρά των Σέρβων να γνωρίσουν συντριπτικές ήττες, πρώτα στη Μαριτσά το 1371, και αργότερα στο Κόσοβο το 1389. Οι εχθροί των Τούρκων στη Βαλκανική είχαν εξολοθρευτεί. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο Ιωάννης να αναγκαστεί να δηλώσει την υποτέλειά του στο Σουλτάνο Μουράτ, με υποχρεώσεις καταβολής φόρων αλλά και παροχής στρατιωτικών ενισχύσεων κατά τις ανάγκες του. Είναι ίσως από τις πικρότερα ειρωνικές στιγμές του Βυζαντίου, ο Αυτοκράτορας που ξεκίνησε αποφασισμένος για την εξόντωση των Τούρκων να καταλήξει μέσα σε είκοσι χρόνια υποτελής τους. Χαρακτηριστικό ήταν το γεγονός ότι ο γιος του Μανουήλ, βρέθηκε πολλές φορές όμηρος στα χέρια των Τούρκων.

Την απουσία του πατέρα του μέχρι το 1369 εκμεταλλεύτηκε ο Ανδρόνικος Δ' για να κάνει αρχικά αποτυχημένο πραξικόπημα το 1373, αλλά επιτυχημένο το 1376, συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας τον Ιωάννη και το Μανουήλ. Το 1379 τους απελευθέρωσαν οι Τούρκοι και οι Βενετοί, σταθερά εχθροί του Ανδρόνικου. Στον Ανδρόνικο Δ' δόθηκε μια περιοχή στη Σηλυμβρία, όπου βασίλεψε έως το 1385, οπότε και πέθανε.

Ως μέρος της ίδιας συμφωνίας, ο Μανουήλ διορίστηκε κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης. Η πόλη πολιορκήθηκε από το 1383 έως το 1387 από τους Τούρκους, και ο Μανουήλ αποδείχθηκε άξιος υπερασπιστής της. Τη χρονιά αυτή, ο λαός της πόλης ζήτησε να παραδοθεί στον εχθρό και να αποφύγει την παραδοσιακή σφαγή και λεηλασία. Αηδιασμένος ο Μανουήλ από αυτή τη λιποψυχία, εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη και αυτοεξορίστηκε στη Λήμνο.

Το 1390, ο γιος του Ανδρόνικου Δ' Ιωάννης Ζ' Παλαιολόγος, με την υποστήριξη των Γενουατών, πραγματοποίησε με τη σειρά του πραξικόπημα και έριξε τον παππού του. Το κίνημά όμως αυτό κατεπνίγη γρήγορα και παππούς και εγγονός επέστρεψαν στα καθήκοντά τους ως υποτελείς του Σουλτάνου.

Με ασυγκράτητη την επέλαση των Τούρκων και καμία ουσιαστική επιτυχία, το βυζαντινό κράτος έχει ήδη συρρικνωθεί σε ένα βασίλειο ήσσονος σημασίας. Η τραγική κατάληξη του άλλοτε ένδοξου Βυζαντινού αυτοκράτορα να πολεμάει στο πλευρό των βάρβαρων Ασιατών εχθρών του υπό τις εντολές του Σουλτάνου τους είναι χαρακτηριστικό δείγμα του βάθους της παρακμής. Ο Ιωάννης Ε' δεν είχε τα φόντα της διαχείρισης μιας τέτοιας κρίσης. Αναρωτιέται όμως κανείς άν ήταν δυνατό να αναστραφεί μια κατάσταση όπως αυτή που αντιμετώπισε και να ανασχεθεί ο καταστροφικός χείμαρρος της βαρβαρικής προέλασης των Τούρκων. Μέσα στο τραγικό αυτό κλίμα και με το βασίλειό του στο χείλος της κατάρρευσης, ο Ιωάννης πέθανε τραγικά απογοητευμένος στις 16 Φεβρουαρίου 1391.

De Siris