Ιοβιανός
Ο Φλάβιος Κλαύδιος Ιοβιανός γεννήθηκε περί το 331 στην περιοχή της Σιγγηδόνος (Singidunum, σημ. Βελιγράδι) στην Άνω Μοισία. Η οικογένειά του προερχόταν πιθανόν από νομαδικά φύλα που είχαν εγκατασταθεί στα αυτοκρατορικά εδάφη.
Ο πατέρας του Βαρρωνιανός ήταν διοικητής της αυτοκρατορικής φρουράς του Κωνσταντίου Β΄ (337-361). Ο Ιοβιανός περιγράφεται ευκίνητος και ικανός στο τρέξιμο και είχε αδυναμία στο φαγητό, το ποτό και τις γυναίκες. Σύμφωνα με τις πηγές, είχε νυμφευθεί τη θυγατέρα του magister militum Λουκιλλιανού (Lucillianus). Η παιδεία του ήταν χριστιανική, αλλά ο ίδιος ήταν μετριοπαθής και ανεκτικός απέναντι στους εθνικούς.
Ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του, σταδιοδρόμησε στο στράτευμα. Επί αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363) ήταν κόμης των δομεστίκων (comes domesticorum), δηλαδή διοικητής της αυτοκρατορικής φρουράς (protectores et domestici). Με την ιδιότητα αυτή, την άνοιξη του 363 ακολούθησε τον Ιουλιανό στην εκστρατεία του εναντίον του Πέρση ηγεμόνα Σαπώρ Β' (Shapur II, 309-379) στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Μετά το θάνατο του Ιουλιανού (26 Ιουνίου 363) ο έπαρχος των πραιτορίων Σαλούστιος (Salustius) αρνήθηκε την πρόταση του στρατού να ανέλθει στο θρόνο και ο Ιοβιανός πρόβαλε στα μάτια των στρατιωτών ως ο πλέον ικανός για να αναλάβει τα ηνία της αυτοκρατορίας, αλλά και τη δύσκολη αποστολή να αποσύρει τον στρατό από τα εδάφη της Μεσοποταμίας συνθηκολογώντας με τον Σαπώρ Β' και περιορίζοντας έτσι τις απώλειες για τους Βυζαντινούς. Επιστρέφοντας από τη Συρία στην Κωνσταντινούπολη, ο Ιοβιανός ακολούθησε την οδό διαμέσου της οροσειράς του Ταύρου προς τα Τύανα και από εκεί στην Άγκυρα, πρωτεύουσα της επαρχίας Γαλατίας.
Πέθανε αιφνιδιαστικά στα Δαδάστανα της Βιθυνίας (17 Φεβρουαρίου 364) υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Σύμφωνα με τον ιστορικό Αμμιανό Μαρκελλίνο, τρεις ήταν οι πιθανότερες αιτίες του θανάτου του: δηλητηρίαση από μανιτάρια, αναθυμιάσεις ξυλάνθρακα που προήλθαν από την υγρασία στο κονίαμα των τοιχωμάτων του δωματίου του, ή δηλητηρίαση από πολιτικούς εχθρούς του.
Πολιτικό έργο
Ο ρόλος του Ιοβιανού στη συνθήκη του 363
Ως αυτοκράτορας, ο Ιοβιανός έπρεπε να αντιμετωπίσει το αρνητικό κλίμα στις τάξεις του στρατού, του οποίου το ηθικό ήταν χαμηλό μετά το θάνατο του Ιουλιανού και την ανεπιτυχή έκβαση της φιλόδοξης εκστρατείας του εναντίον των Σασσανιδών Περσών. Το στράτευμα είχε διεισδύσει σε μεγάλο βάθος στην περσική επικράτεια και είχε αποκοπεί από τα κέντρα ανεφοδιασμού του. Οι στρατιώτες ήταν κατάκοποι και ευάλωτοι σε ασθένειες, ενώ αντιμετώπιζαν δυσκολίες ανεφοδιασμού και είχαν ανεπαρκή γνώση του χώρου όπου βρίσκονταν. Ο Ιοβιανός γνώριζε ότι άμεση προτεραιότητα είχε η εξεύρεση διπλωματικής λύσης, αποδεκτής και από τις δύο πλευρές, για τον τερματισμό της πολεμικής σύρραξης. Έτσι, έσπευσε να συνάψει συνθήκη ειρήνης με τον Σαπώρ.
Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, οι Βυζαντινοί υποχρεώνονταν να παραδώσουν την πόλη της Νισίβεως, τα Σίγγαρα και το οχυρό Castra Maurorum (ο πληθυσμός και οι φρουρές τους θα εγκαθίσταντο στη βυζαντινή επικράτεια), ενώ απαγορευόταν στον αυτοκράτορα να παρέχει κάθε είδους υποστήριξη στον ηγεμόνα της Αρμενίας. Από την άλλη, οι Πέρσες αναλάμβαναν την υποχρέωση να μην παρεμποδίσουν την επιστροφή του βυζαντινού στρατού στα αυτοκρατορικά εδάφη. Ο Ιοβιανός κατηγορήθηκε ότι ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας ο οποίος επισήμως παρέδωσε τμήμα της επικράτειας στους εχθρούς. Παρά το ότι οι όροι της συνθήκης ήταν ιδιαίτερα επαχθείς, ο ίδιος γνώριζε ότι ήταν η καλύτερη λύση προκειμένου να επιτύχει ειρήνη στο εξωτερικό και αναδιοργάνωση στο εσωτερικό μέτωπο.
Περίοδος διακυβέρνησης
Μετά την υπογραφή της συνθήκης με τους Σασσανίδες, ο Ιοβιανός οδήγησε το εκστρατευτικό σώμα με ασφάλεια στη Συρία, όπου προχώρησε στην ανασύνταξη των στρατιωτικών δυνάμεών του προσφέροντάς τους μια περίοδο ξεκούρασης έξι εβδομάδων στην περιοχή της Αντιοχείας. Ωστόσο επιθυμούσε την ταχύτερη δυνατή αποχώρησή του από την Αντιόχεια, καθώς έπρεπε να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να διασφαλίσει τη θέση του στο θρόνο. Οι ανησυχίες του για τις πολιτικές εξελίξεις στο ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας γρήγορα διασκεδάστηκαν, όταν έλαβε την επίσημη διαβεβαίωση των τοπικών διοικητών για την εκ μέρους τους αποδοχή του ιδίου ως αυτοκράτορα. Ανέθεσε τη διοίκηση της Γαλατίας και του Ιλλυρικού στον Φράγκο Μαλάριχο και τον πεθερό του Λουκιλλιανό. Ωστόσο, μετά την άρνηση του Μαλάριχου να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα και μετά το θάνατο του Λουκιλλιανού, ο Ιοβιανός ανέθεσε τη διοίκηση των ανωτέρω εδαφών στον μετριοπαθή και κοινώς αποδεκτό Ιοβίνο (Jovinus).
Το σημαντικότερο εσωτερικό ζήτημα που έπρεπε να χειριστεί ο Ιοβιανός ήταν η θρησκευτική διένεξη ανάμεσα στον ισχυρό χριστιανικό κόσμο και τους υποστηρικτές του εθνικού πολιτισμικού παρελθόντος. Λόγω των προσωπικών του πεποιθήσεων και κατανοώντας το συσχετισμό δυνάμεων στην εσωτερική πολιτική σκηνή, ο Ιοβιανός συντάχθηκε με την προώθηση των χριστιανικών θέσεων σε βάρος των εθνικών. Αν και προσπάθησε να διατηρήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στις δύο πλευρές, προωθώντας τις χριστιανικές θέσεις με μετριοπαθή τρόπο, δεν έλειψαν τα ακραία γεγονότα της καταστροφής ειδωλολατρικών ναών και της παύσης της λειτουργίας φιλοσοφικών σχολών. Τα εν λόγω γεγονότα δεν ήταν αποτέλεσμα δικής του πρωτοβουλίας, αλλά ο Ιοβιανός δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τις αντιδράσεις και τις ενέργειες των χριστιανών, οι οποίοι θεωρούσαν ότι είχαν επανακτήσει την επιρροή τους στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας.
Αναφορικά με την εν λόγω θρησκευτική-πολιτισμική διαμάχη, ο Ιοβιανός προσπάθησε έως ένα βαθμό να προστατεύσει τους εθνικούς από την πίεση των υποστηρικτών της χριστιανικής θρησκείας. Διέταξε να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα των εθνικών να διατηρούν τα ήθη και τα έθιμά τους σε σχέση με την αρχαία θρησκεία, αλλά καταδίκαζε τη μαγεία. Με αυτόν τον τρόπο ο αυτοκράτορας κατόρθωσε να επιφέρει μια εύθραυστη ισορροπία στην εσωτερική θρησκευτική κατάσταση της αυτοκρατορίας, η οποία χαρακτηριζόταν από την εκδικητική διάθεση των χριστιανικών κύκλων μετά τη «φιλοπαγανιστική» πολιτική του Ιουλιανού.
De Siris