Φώτιος Α’ ο Μέγας
Ο Μέγας Φώτιος ή Άγιος Φώτιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 810 ή το 820 και πέθανε στις 6 Φεβρουαρίου 893. διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 858 έως το 867 και από το 877 έως το 886. Ο Φώτιος θεωρείται ως μία από τις σημαντικότερες μορφές του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μετά τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, ένας από τους σημαντικότερους λόγιους του μεσαιωνικού ελληνισμού. Όπως έγραψε ο βιογράφος του Πατριάρχη Ιγνάτιου:
«Γραμματικῆς μὲν γὰρ καὶ ποιήσεως, ρητορικῆς τε και φιλοσοφίας, καὶ δὴ καὶ ἰατρικῆς, καὶ πάσης ὀλίγου δεῖν ἐπιστήμης, τῶν θύραθεν, τοσοῦτον αὐτῷ τὸ περιόν ὡς μὴ μόνον σχεδόν φάναι τῶν κατά τὴν αὐτοῦ γενεάν πάντων διενεγκεῖν, ἤδη δὲ καὶ πρὸς τοὺς παλαιοὺς αὐτὸν διαμιλλᾶσθαι» (Νικήτας ο Παφλαγών, Βίος Ιγνατίου)
Ανακηρύχθηκε άγιος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και η μνήμη του τιμάται στις 6 Φεβρουαρίου.
Η ζωή του
Λίγα είναι γνωστά για την καταγωγή ή την οικογένειά του. Ο πατέρας του Σέργιος εξορίστηκε κατά τη δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας ως εικονολάτρης και πέθανε στην εξορία. Ήταν συγγενής (μάλλον ανηψιός) του Πατριάρχη Ταράσιου και είναι γνωστό επίσης το όνομα του αδελφού του Ταράσιου, προς τον οποίο αφιέρωσε τη Μυριόβιβλο.
Σε νεαρή ηλικία ο Φώτιος φαίνεται ότι είχε αρχίσει να διδάσκει γραμματική, ρητορική και φιλοσοφία σε ένα κύκλο μαθητών. Στη συνέχεια ακολούθησε τη συνήθη σταδιοδρομία ενός προικισμένου νέου στη βυζαντινή αυλή. Ο Φώτιος πήρε το αξίωμα του πρωτασηκρήτη και του πρωτοσπαθάριου, αξιώματα που τον αποσπούσαν από τον πνευματικό του κύκλο προς δυσαρέσκεια των μαθητών του, και σε αβέβαιη ημερομηνία έλαβε μέρος σε διπλωματική αποστολή στη Βαγδάτη. Αν πρόκειται για την αποστολή του έτους 837, θα πρέπει να δεχτούμε ότι γεννήθηκε γύρω στο 810.
Η διαμάχη ανάμεσα στον πατριάρχη Ιγνάτιο και τον Καίσαρα Βάρδα, θείο του νεαρού αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ', έφερε το Φώτιο στο ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα. Ο Ιγνάτιος συνελήφθη, φυλακίστηκε και καθαιρέθηκε το 858, ενώ ο Φώτιος ανήλθε από λαϊκός όλους τους βαθμούς της ιεροσύνης μέσα σε έξι μέρες και εξελέγη πατριάρχης στη θέση του.
Η αντιπαλότητα του Φώτιου με τους Στουδίτες μοναχούς οδήγησε τους υποστηρικτές του Ιγνατίου στη Ρώμη, για να ζητήσουν τη βοήθεια του πάπα Νικόλαου Α΄. Ο Νικόλαος αρνήθηκε να απαντήσει θετικά στις επιστολές που είχε λάβει από τον αυτοκράτορα και τον ίδιο το Φώτιο και να επικυρώσει την εκλογή του, αν και οι απεσταλμένοι του στην Κωνσταντινούπολη είχαν συναινέσει στην εκλογή. Το 863 αναθεμάτισε και καθαίρεσε το Φώτιο, ο οποίος επίσης ανταπάντησε με αναθεματισμό. Ο Φώτιος επικαλέστηκε την προσθήκη του Filioque στη λατινική εκδοχή του Συμβόλου της Πίστεως, για να κατηγορήσει τον Πάπα για αίρεση, στα αίτια όμως του σχίσματος πρέπει να προσθέσουμε και την αξίωση του Πάπα για το πρωτείο καθώς επίσης και την επιδίωξη της Ρώμης να ελέγξει τα εκκλησιαστικά πράγματα της νεοσύστατης Βουλγαρικής Εκκλησίας.
Στην πρώτη αυτή φάση της πατριαρχείας του Φώτιου συντελέστηκε και η αποστολή στη Μοραβία των αδελφών Κωνσταντίνου και Μεθόδιου καθώς και η βάπτιση του Βούλγαρου βασιλιά Βόγορη (Boris) με ανάδοχο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ, συνεπώς και η ίδρυση της πρώτης βουλγαρικής εκκλησίας.
Ο προστάτης του Φώτιου Καίσαρας Βάρδας δολοφονήθηκε το 866 όπως και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ το 867 από το στενό συνεργάτη του Βασίλειο ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο και υπήρξε ο ιδρυτής της Μακεδονικής Δυναστείας. Ο Φώτιος καθαιρέθηκε από το θρόνο και εξορίστηκε, όχι τόσο ως προστατευόμενος του προηγούμενου αυτοκράτορα, αλλά κυρίως επειδή ο Βασίλειος αναζητούσε τη συμμαχία του Πάπα και του Δυτικού Αυτοκράτορα. Ο Ιγνάτιος επανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο στις 23 Νοεμβρίου 867, αλλά οι σχέσεις του με τον εξόριστο Φώτιο φαίνεται ότι βελτιώθηκαν και έτσι γύρω στο 876 ο Φώτιος ανακλήθηκε από την εξορία και του ανατέθηκε η εκπαίδευση των παιδιών του αυτοκράτορα. Μετά το θάνατο του Ιγνάτιου τον Οκτώβριο του 877 ο Φώτιος επανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο.
Αυτή τη φορά ο Φώτιος απέκτησε την τυπική αποδοχή και της Δύσης. Στη σύνοδο που συγκλήθηκε το Νοέμβριο του 879 στην Κωνσταντινούπολη και επικύρωσε την τοποθέτησή του συμμετείχαν και οι λεγάτοι του Πάπα Ιωάννη Η΄. Οι δογματικές διαφωνίες δεν αντιμετωπίστηκαν, απλώς μπήκαν στο περιθώριο, και η Βουλγαρική Εκκλησία ήδη από το 870, επί Ιγνατίου, είχε αναγνωριστεί ως αυτοκέφαλη. Η αναγνώριση αυτή ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει την πολιτική επιδίωξη του Βούλγαρου βασιλιά Βόρη και έτσι η Βουλγαρία απομακρύνθηκε από τη λατινική σφαίρα επιρροής.
Όταν ο Βασίλειος Α' πέθανε το 886, τον διαδέχτηκε ο γιος του Λέων ΣΤ' παρά την αντίθετη επιθυμία του πατέρα του. Ένα από τα μέτρα του νέου αυτοκράτορα για να εδραιωθεί πολιτικά περιστοιχιζόμενος από πρόσωπα της εμπιστοσύνης του ήταν και η εκ νέου απομάκρυνση του δασκάλου του Φώτιου από τον πατριαρχικό θρόνο. Στη θέση του τοποθετήθηκε ο ανήλικος αδελφός του αυτοκράτορα Στέφανος. Ο Φώτιος εξορίστηκε, πιθανόν σε μονή της Αρμενίας, και τα ίχνη του χάνονται. Πιθανολογείται ως ημερομηνία θανάτου η 6 Φεβρουαρίου του 893.
Το έργο του
α. Φιλολογικά συγγράμματα
η «Μυριόβιβλος» ή «Βιβλιοθήκη», που περιέχει κρίσεις για 280 συγγραφείς της εκκλησιαστικής και της θύραθεν παιδείας και αποσπάσματα από έργα τους. Η «Βιβλιοθήκη» είναι αφιερωμένη στον αδελφό του Φώτιου Ταράσιο με σκοπό να μεταδώσει στον αδελφό του τις γνώσεις του από τα βιβλία που κατά καιρούς είχε διαβάσει, ώστε αυτός να παρηγορηθεί για την απουσία του Φώτιου στη Βαγδάτη. Ωστόσο η συστηματικότητα του έργου προδίδει μακρόχρονη εργασία και κράτηση σημειώσεων από βιβλία που ο Φώτιος είτε είχε στην κατοχή του, είτε είχε πιθανόν δανειστεί. Το έργο πολλών από αυτούς τους συγγραφείς δεν σώθηκε μέχρι τις μέρες μας και έτσι μόνο χάρη στο Φώτιο έχουμε αποσπάσματα από τους Κτησία, Κόνωνα, Μέμνονα και τα χαμένα βιβλία του Διόδωρου.
«Λέξεων Συναγωγή», έργο πολύτιμο γιατί ο ο Φώτιος είχε υπόψη του λεξικά που κατόπιν χάθηκαν. Το λεξικό αυτό είχε υπόψη του και ο συγγραφέας του Μεγάλου Ετυμολογικού και ο Σουίδας.
β. Θεολογικά:
«Αμφιλόχια», απευθύνονται στον μητροπολίτη Κυζίκου Αμφιλόχιο
«Νομοκάνων», συλλογή αποστολικών και συνοδικών κανόνων
«Κατά Μανιχαίων»
«Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας»
γ. Γύρω στις 263 επιστολές
De Siris