Ταράσιος
Ο Ταράσιος ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 784 ως το 806.
Γεννήθηκε γύρω στο 730 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του, ονόματι Γεώργιος, ήταν πατρίκιος και έπαρχος της Κωνσταντινούπολης. Και ο ίδιος ο Ταράσιος αναδείχθηκε ύπατος και πρωτασηκρήτης.
Επελέγη από την αυτοκράτειρα Ειρήνη να γίνει Πατριάρχης, ενώ ήταν ακόμη λαϊκός. Χειροτονήθηκε τα Χριστούγεννα του 784. Το γεγονός ότι από λαϊκός έγινε κατευθείαν Πατριάρχης, λαμβάνοντας και τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης, προκάλεσε τη χλιαρή διαμαρτυρία του Πάπα Αδριανού Α΄, αλλά και έκπληξη στους συγχρόνους του. Στη «Χρονογραφία» του Θεοφάνους του Ομολογητού αναφέρεται ο ενθρονιστήριος λόγος του Ταρασίου, από τον οποίο συνάγεται ότι δεν αποδέχτηκε εξαρχής το αξίωμα.
Στα 22 χρόνια της μακράς Πατριαρχίας του πήρε σαφή θέση υπέρ της προσκύνησης των εικόνων, προς την οποία επηρέασε και τους Αυτοκράτορες. Το έτος 787 διηύθυνε τις εργασίες της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου που αναστήλωσε τις εικόνες. Μετά την αναστήλωσή τους, ήρθε σε ρήξη με ζηλωτές μοναχούς, οι οποίοι θεώρησαν ανεπαρκές μέτρο το επιτίμιο ακοινωνησίας ενός έτους, το οποίο ο Ταράσιος επέβαλε στους εικονομάχους επισκόπους. Μάλιστα, μεταξύ των κορυφαίων ζηλωτών, συγκαταλεγόταν και ο ανηψιός του Ταρασίου, Θεόδωρος, ηγούμενος της Μονής Στουδίου.
Το 795 ξέσπασε νέα σύγκρουσή του με τους μοναστικούς κύκλους, με αφορμή αυτή τη φορά το δεύτερο γάμο του νεαρού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ'. Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να παντρευτεί για δεύτερη φορά, καθώς η πρώτη του σύζυγος ήταν επιλογή της μητέρας του, Ειρήνης. Ο Πλάτων, ηγούμενος της μονής Σακκουδίωνος, και ο Θεόδωρος Στουδίτης κατηγόρησαν τον Πατριάρχη Ταράσιο, ο οποίος κράτησε διαλλακτική στάση ως προς το γάμο αυτό, για αποδοχή μοιχείας. Ο αυτοκράτορας εξόρισε και τους δύο στη Θεσσαλονίκη. Η έριδα έληξε το 797, όταν η Ειρήνη ανέλαβε ξανά την εξουσία, αφού τύφλωσε τον γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ΄. Έτσι, ο Πλάτων και ο Θεόδωρος επέστρεψαν από την εξορία και ο Ταράσιος έστειλε επιστολή στον Πλάτωνα, καλώντας τον σε ενότητα.
Ο Ταράσιος θεωρούνταν ευσεβής, τίμιος και φιλεύσπλαχνος. Ανέπτυξε πλούσιο φιλανθρωπικό έργο, παρέχοντας τροφή και ρουχισμό σε απόρους και διοργανώνοντας συσσίτια. Τέλος, ίδρυσε νοσοκομείο και πτωχοκομεία.
Πέθανε ειρηνικά στις 18 Φεβρουαρίου του 806, ταλαιπωρημένος από ασθένεια που του αφαίρεσε την ομιλία. Η σορός του μεταφέρθηκε και ετάφη στη Μονή των Αγίων Πάντων, στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου, την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 25 Φεβρουαρίου. Από τα έργα του σώζονται έξι επιστολές και μία ομιλία για τη γιορτή των Εισοδίων. Το βίο του έγραψε ο διάκονος Ιγνάτιος.
De Siris