Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897
Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 ή, διαφορετικά, ο πόλεμος των τριάντα ημερών ή και Μαύρο '97 , όπως χαρακτηρίστηκε από ηττοπαθείς πολεμοκάπηλους της εποχής ήταν ο πόλεμος που κήρυξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά του Βασιλείου της Ελλάδας το έτος 1897, ως απόρροια της τότε έκβασης του Κρητικού προβλήματος, αρνούμενη η πρώτη το δίκαιο αίτημα της διενέργειας δημοψηφίσματος στην Κρήτη προκειμένου ο ίδιος ο κρητικός λαός να δώσει τέλος του προβλήματος.
Γενικά
Ο πόλεμος αυτός, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, με δεδομένο ότι δεν δόθηκε ποτέ διαταγή επίθεσης στο στρατόπεδο των Ελλήνων, "ακήρυχτος" όπως τον χαρακτήρισε η τότε ελληνική κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, στην ουσία "οθωμανική εισβολή", μπορεί τελικά να κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας, αλλά και να επιβλήθηκε με απαίτηση της Γερμανίας Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, εντούτοις η σημασία του υπήρξε τεράστια, όχι μόνο ως προς την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος που τελικά η Ελλάδα ήταν αυτή που δικαιώθηκε, με παράλληλη διάσωση της τιμής της Ελλάδας, παραμένοντας η ελληνική κυβέρνηση σθεναρά ανυποχώρητη στην απόφασή της μη φειδόμενη των όποιων οικονομικών συνεπειών, με δεδομένο την από τετραετίας (19 Δεκεμβρίου 1893), κήρυξη πτώχευσης του Χ. Τρικούπη, καθώς ακόμα και των απειλών των Μεγάλων Δυνάμεων περί επιβολής ναυτικών αποκλεισμών, όσο πρωτίστως και το σημαντικότερο, την εξ αυτού άμεση προετοιμασία και ανταπόκρισή της στους Βαλκανικούς πολέμους που κατέληξαν τουλάχιστον για την ίδια νικηφόροι.
Παρά τη διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων ότι όποιος και αν θά είναι ο νικητής της επαπειλούμενης σύρραξης δεν θα του αναγνωριστεί "κανένα εδαφικό όφελος" τελικά ο πόλεμος άρχισε στις 6 Απριλίου / 18 Απριλίου (ν.ημερολ) 1897 και έληξε με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, στις 7 Μαΐου / 19 Μαΐου (ν.ημερολ) "ανακωχή", αφού οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη Θεσσαλία. Η ειρήνη υπογράφηκε στις 6 Σεπτεμβρίου / 18 Σεπτεμβρίου (ν. ημερολ.), σε προσωρινή συνθήκη μετά από πεντάμηνες διαπραγματεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με το Οθωμανικό κράτος (την Υψηλή Πύλη). Η τελική συνθήκη υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου / 4 Δεκεμβρίου (ν.ημερολ) 1897 όπου και ακολούθησε η εκκένωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους και δέκα μήνες μετά η αυτονόμηση της Κρήτης με Ύπατο Αρμοστή τον Πρίγκιπα Γεώργιο (Ελλάδας και Δανίας).
Σημειώνεται ότι ο πόλεμος αυτός του 1897 απετέλεσε την πρώτη πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας, κατά την οποία και δοκιμάσθηκε σε εκστρατεία τόσο ο τότε πολεμικός μηχανισμός της όσο και το πολεμικό δυναμικό της, με ότι ατέλειες και αδυναμίες παρουσίαζε, 67 χρόνια μετά από την απόκτηση της ανεξαρτησίας της.
Αίτια και αφορμές
Η Οθωμανική κυβέρνηση είχε ως γνωστό αναγνωρίσει με την Συνθήκη του Βερολίνου (1878) την υποχρέωσή της να εφαρμόσει στην Κρήτη τον οργανικό κανονισμό του 1868, με τις προσδιοριζόμενες μεταρρυθμίσεις (κατά τη Σύμβαση της Χαλέπας). Οι διορισθέντες όμως υπό του Σουλτάνου γενικοί διοικητές της Κρήτης παραβίαζαν την συμφωνία εκείνη, είτε αυτοβούλως, είτε υπό την πίεση του οθωμανικού πληθυσμού της νήσου με αποτέλεσμα να προκύψει μια σειρά από επαναστάσεις όπως η Κρητική επανάσταση του 1885, η επανάσταση του 1888 καθώς και εκείνη του 1889.
Το 1894 διοικητής Κρήτης, (Βαλής), διορίσθηκε ο τέως Ηγεμόνας της Σάμου, ο Καραθεοδωρής πασάς, που πράγματι επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την εφαρμογή των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (Χαλέπας) και που δυστυχώς όμως συνάντησε την έντονη αντίδραση των Οθωμανών της νήσου. Των αντιδράσεων εκείνων ακολούθησαν ταραχές που κατέληξαν σε σοβαρή ρήξη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων με αποτέλεσμα, ένα μόλις χρόνο μετά, να εκραγεί η νέα Κρητική Επανάσταση (1895-1898) και ο ίδιος να παραιτηθεί (Δεκέμβριος 1895).
Σημειώνεται παράλληλα ότι τον Ιούλιο του ίδιου έτους οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους κατόχους ομολόγων του ελληνικού κράτους είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Ειδικότερα στις 28 Ιουλίου του 1894 ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα ειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση ότι η μη ικανοποίηση των κατόχων ομολόγων ίσως να οδηγήσει στην διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της Γερμανίας με την Ελλάδα. Το θέμα αυτό εξηγεί και την έντονη στη συνέχεια ανθελληνική στάση εκ μέρους του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ στην έκβαση του πολέμου.
Έτσι από τον Δεκέμβριο του 1895 τουρκικές ενισχύσεις άρχισαν να φθάνουν και να αποβιβάζονται στη Κρήτη ενώ παράλληλα ανεξάρτητες ελληνικές ομάδες εθελοντών από την Ελλάδα άρχισαν να καταφθάνουν προς ενίσχυση των Κρητών επαναστατών, ειδικότερα μετά την πολιορκία του Βάμου και των σφαγών των Χριστιανών των Χανίων που ακολούθησαν ως αντίποινα (Μάιος 1896). Τον ίδιο καιρό άρχισαν και να καταπλέουν στα ύδατα της Κρήτης πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα μέρα με τη μέρα η κατάσταση να χειροτερεύει. Με την επέμβαση όμως αυτή των Μεγάλων Δυνάμεων τελικά ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ παραχώρησε τις ζητούμενες εγγυήσεις, για την εφαρμογή των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων, και προσωρινά φάνηκε να είχε αποκατασταθεί η ηρεμία.
Όμως οι Τούρκοι της νήσου δεν φαίνονταν και τόσο ικανοποιημένοι βλέποντας ότι με τις μεταρρυθμίσεις που είχαν επιβληθεί, ουσιαστικά, η διοίκηση της Κρήτης παραδίνονταν στους Έλληνες. Έτσι από τον Ιανουάριο του 1897 ο ερεθισμός αυτός μεταξύ των δύο εντοπίων λαών έφθασε σε μεγάλη ένταση. Δολοφονίες, εμπρησμοί χωριών, φονικές συμπλοκές ακολουθούμενο το ένα του άλλου ξέσπασαν στις πόλεις και τα χωριά προκαλούμενες από τους Τούρκους, αποδεδειγμένα συμπράττοντας σ΄ αυτά και ο εκεί υφιστάμενος τουρκικός στρατός.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1897 ο πρόξενος της Γαλλίας στα Χανιά τηλεγραφούσε στην Κυβέρνησή του:
Χθές η πάλη διήρκεσεν όλην την ημέραν και ως λέγεται τα θύματα είναι πολυάριθμα. Οι Χριστιανοί προσδραμόντες αθρόως εκ του εσωτερικού απέκλεισαν τα Χανιά. Κατέχω αποδείξεις ότι η σύγχρονος αυτή εξέγερσις των Μωαμεθανών εν Ηρακλείω, Ρεθύμνω και Χανίοις είναι αποτέλεσμα οδηγιών εκ Κωνσταντινουπόλεως προς πρόκλησιν ταραχών, όπως παρακωλυθή η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Είναι άξιο προσοχής το ότι στο τηλεγράφημα οι Κρήτες διακρίνονται σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και όχι με εθνικά ονόματα λαών.
Πράγματι οι ταραχές εκείνες έλαβαν μεγάλη έκταση. Οι Τούρκοι έκαψαν την ελληνική συνοικία των Χανίων, ενώ μέγα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της πόλης κατέφυγε στα πολεμικά πλοία των Μ. Δυνάμεων. Τότε ακριβώς οι Έλληνες της Κρήτης κήρυξαν νέα επανάσταση ζητώντας πλέον την ένωση με την Ελλάδα καθόσον αγήματα πεζοναυτών από τα ξένα πολεμικά πλοία αποβιβάστηκαν στα Χανιά.
Υφιστάμενη κατάσταση
Την εποχή εκείνη στα πολιτικά πράγματα της χώρας ήταν η Κυβέρνηση Θεοδώρου Δηλιγιάννη που είχε διαδεχθεί την Κυβέρνηση του Νικόλαου Δεληγιάννη στις 31 Μαΐου του 1895. Ο Πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης καθώς και οι υπουργοί του Αλέξανδρος Σκουζές (υπουργός εξωτερικών) και Νικόλαος Γ. Μεταξάς (υπουργός Στρατιωτικών) ειδικά επί του κρητικού ζητήματος που είχε λάβει πλέον διάσταση επανάστασης (Κρητική Επανάσταση (1895-1898)), δέχονταν τους μύδρους της παράφορης δημαγωγικής ρητορείας του αρχηγού της τότε αντιπολίτευσης Δημητρίου Ράλλη ότι ειδικά ο Πρωθυπουργός είναι ανίκανος να χειριστεί "εθνικά ζητήματα".
Έφθασε μάλιστα, ο Δ. Ράλλης, στο σημείο ν΄ απειλεί επανάσταση, ακόμη και με κίνδυνο εμφυλίου, δηλώνοντας κατά την συνεδρίαση της Βουλής στις 21 Ιανουαρίου 1897:
Εάν η μοίρα κατεδίκασε την Ελλάδα να υποστή εκ νέου την πολιτική της κυβερνήσως του Θ. Δηλιγιάννη, οίαν υπέστη κατά το παρελθόν, ήθελον τεθή επικεφαλής όπως υψώσω την σημαίαν της επαναστάσεως κατά του καθεστώτος το οποίον εις ουδέν έτερο συντελεί ή να ζημιοί τα εθνικά συμφέροντα.
Συνέπεια των λόγων αυτών ήταν οι επαναλαμβανόμενες οχλαγωγικές συγκεντρώσεις στους δρόμους της Αθήνας που επακολούθησαν. Οι κατηγορίες δε που διαδίδονταν κατά της Κυβέρνησης και κατά του Βασιλιά δεν είχαν προηγούμενο. Ανεύθυνοι εθνοσωτήρες άρχισαν να διαδίδουν και να ενσπείρουν σύγχυση και υποψίες ότι Κυβέρνηση και Βασιλιάς ακολουθούν πολιτική υποτέλειας στην Αγγλία, αφού η Ελλάδα δεν επιθυμούσε στη πράξη ν΄ αναλάβει καμία άμεση αλλά και αποτελεσματική ενέργεια υπέρ του Κρητικού αγώνα.
Ένα επίσης περίεργο τότε σωματείο που είχε δημιουργηθεί και σε πολύ σύντομο διάστημα είχε καταστεί πανίσχυρο η διαβόητη Εθνική Εταιρεία, με πολυάριθμους οπαδούς στο στρατό, στον πνευματικό χώρο, στο δικαστικό σώμα και στις εφημερίδες άρχισε να επηρεάζει τα δρώμενα. Είχε δε αυτή αποκτήσει τόση δύναμη ώστε να επηρεάζει ακόμα και τον στρατό και μάλιστα με την αξίωση να ρυθμίζει αυτή την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας με απώτερο σκοπό τον πόλεμο και μόνο τον πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Ούτε ο Βασιλιάς αλλά ούτε και η Κυβέρνηση ήλθαν σε σύγκρουση με τις τόσο αντιδραστικές εκείνες δυνάμεις, ικανές να διεγείρουν ακόμη και τον όλεθρο του εμφυλίου αφού ο βαθμός της εξ αυτών διάβρωσης του κρατικού μηχανισμού ήταν άγνωστος, εμπρός στην αναγκαιότητα της συσπείρωσης του λαού εκείνες τις ώρες. Όμως τρεις ημέρες μετά την εκρηκτική δήλωση του Δ. Ράλλη, μέσα στην έξαψη εκείνη του λαού, μόλις έφθασαν οι πρώτες ειδήσεις περί σφαγών και εμπρησμών στη Κρήτη, (Σφαγή των Χανίων (1897)), αμέσως συνήλθε συμβούλιο και αποφασίσθηκε, στο δίκαιο της άμυνας και της οφειλόμενης προστασίας, η αποστολή μοίρας ελληνικών πολεμικών πλοίων στη Κρήτη υπό την αρχηγία του δευτερότοκου Πρίγκιπα Γεωργίου, με την εντολή της παρεμπόδισης κάθε περαιτέρω αποβίβασης τουρκικών δυνάμεων στη μεγαλόνησο.
Στις 25 Ιανουαρίου (νέο ημερολόγιο) αποπλέουν τα πρώτα τορπιλλοβόλα, στις 27 Ιανουαρίου το σχεδόν νεότευκτο θωρηκτό ΥΔΡΑ με διοικητή της θωρηκτής μοίρας τον ναύαρχο Αρ. Ράινεκ, ακολουθούμενο από τα ΜΥΚΑΛΗ και ΠΗΝΕΙΟΣ ενώ στις 29 Ιανουαρίου το τορπιλοβόλο ΙΩΝΙΑ με γενικό Διοικητή της τορπιλοβόλου μοίρας τον Πρίγκιπα Γεώργιο και άλλα μεταγωγικά. Με αυτή την ενέργεια, η Ελλάδα προσπαθούσε να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός για την επίτευξη της ένωσης. Οι σκοποί αυτοί της Ελλάδας έγιναν φανεροί με τη διακοίνωση που επέδωσε στους διπλωματικούς εκπροσώπους της στο εξωτερικό, μετά από τις εξηγήσεις που ζήτησαν οι πρεσβευτές των Μεγάλων δυνάμεων στην Αθήνα.
Όμως και η απόφαση αυτή δεν στάθηκε ικανή τουλάχιστον να περιορίσει τους ρήτορες των οχλαγωγικών εκδηλώσεων αλλά και ούτε την ικανοποίηση της αντιπολίτευσης που κατηγορούσε τώρα την Κυβέρνηση πως ναι μεν, αλλά, δεν διέταξε τον στόλο να βομβαρδίσει τις παράλιες τουρκικές συνοικίες της Κρήτης.
Έτσι η πίεση για αποστολή στρατού άρχισε να φουντώνει. O Πρωθυπουργός τότε υπέκυψε και ζήτησε επίσημα από τον Βασιλέα Γεώργιο την αποστολή εκστρατευτικού σώματος, παρόλο ότι αυτό ισοδυναμούσε με πρόκληση πολέμου.
Ο Βασιλεύς Γεώργιος αντιστάθηκε στο αίτημα αυτό χαρακτηρίζοντας μια τέτοια επιχείρηση στρατού άνευ διεθνούς κάλυψης ως "ληστοπραξία".
Ο Πρωθυπουργός όμως φοβούμενος, σε περίπτωση ματαίωσης της αποστολής, εξέγερση του λαού επέμεινε και τελικά αποφασίσθηκε η αποστολή μικτού αποσπάσματος από δύο τάγματα πεζικού, ένα λόχο ευζώνων, ένα τάγμα μηχανικού και μια ορειβατική πυροβολαρχία, υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Σκοπός του αποσπάσματος ήταν να προβεί σε κατοχή του νησιού, δημιουργώντας έτσι τετελεσμένο γεγονός για την ένωση με την Ελλάδα, για να προλάβει τη σχεδιαζόμενη διεθνή κατοχή και αυτονόμηση της Κρήτης.
Το μικτό αυτό απόσπασμα στάλθηκε στις 1 Φεβρουαρίου με το Αλφειός (ατμομιοδρόμων) και το επίτακτο Ιωνία και δύο άλλα πλοία όπου και αποβιβάσθηκε στον όρμο Κολυμπάρι, δυτικά των Χανίων. Στις 7 Φεβρουαρίου άρχισε την επίθεσή κατά του πύργου των Βουκολιών και την επόμενη κατάφερε περίλαμπρη νίκη κατά 4.000 Τουρκοκρητών και τακτικού οθωμανικού στρατού στη μάχη των Λειβαδιών.
Ενοχλημένοι όμως οι Ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν στο μεταξύ αποβιβάσει αγήματα, από την παρουσία αυτή, απαγόρευσαν του λοιπού κάθε κίνηση και πολεμική ενέργεια του ελληνικού μικτού σώματος.
Ενέργειες Μεγάλων Δυνάμεων
Την ίδια όμως μέρα που απέπλεε το τορπιλλοβόλο με τον Πρίγκιπα Γεώργιο και η δύναμη του μικτού αποβατικού σώματος από 1.200 αξιωματικούς και οπλίτες υπό τον Βάσσο, μέσα σε φρενήρεις και ενθουσιώδεις επευφημίες του λαού, που είχε συρρεύσει στον Πειραιά, οι στόλοι της Γαλλίας (υπό τον ναύαρχο Ποτιέ), Αγγλίας (υπό τον ναύαρχο Χάρρις), Ρωσίας (υπό τον ναύαρχο Άντριεφ), Αυστρίας (υπό τον ναύαρχο Μπράχ), και Ιταλίας (υπό τον ναύαρχο Κανεβάρο), είχαν καταπλεύσει στη Κρήτη. Αποβίβασαν αγήματα στα Χανιά, 50 - 100 ανδρών ανά εθνικότητα, υπό Ιταλό Πλοίαρχο διοικητή αποβατικών δυνάμεων, θέτοντας έτσι την Κρήτη, και με την συγκατάθεση της Τουρκίας, υπό την προστασία τους, απαγορεύοντας κάθε περαιτέρω τουρκική απόβαση. Αμέσως μετά οι σημαίες των παραπάνω Μ. Δυνάμεων υψώθηκαν παράπλευρα της Τουρκικής στο φρούριο των Χανίων. Έτσι όταν έφθασε το ελληνικό μικτό απόσπασμα του Βάσσου, υπό τις συνθήκες αυτές αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων ν΄ αποβιβασθεί στη θέση Κολυμπάρι (24 χλμ. δυτικά των Χανίων).
Την επομένη (2 Φεβρουαρίου) ο συνταγματάρχης Βάσσος από την Μονή Γωνιές (Β. του Κολυμπάρι) εξέδωσε, εν ονόματι του Βασιλιά των Ελλήνων, προκήρυξη προς τον Κρητικό λαό με την οποία και ανήγγειλε την κατάληψη της Κρήτης. Και ενώ αποφασίσθηκε την επομένη, σε συνεργασία και με τον ναύαρχο Ράινεκ η κατάληψη των Χανίων ακολουθώντας παραλιακή οδό, τούτον συνάντησε ένστολος αξιωματικός της διεθνούς χωροφυλακής και του επέδωσε μήνυμα – εντολή του τοποτηρητή ότι αφενός η Κρήτη έχει τεθεί υπό την προστασία των 5 Μεγάλων Δυνάμεων, αφετέρου ο ελληνικός στόλος που έχει καταπλεύσει ν΄ απόσχει κάθε πολεμικής επιχείρησης, το δε μικτό απόσπασμα να παραμείνει εκεί που βρίσκεται χωρίς καμία περαιτέρω ενέργεια.
Παρά την παραπάνω όμως διακοίνωση, ακολούθησαν η μάχη των Βουκολιών και η μάχη των Λειβαδιών μετά τις οποίες το μικρό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα ανακλήθηκε, κατά το μήνα Μάρτιο, και ενσωματώθηκε στη δύναμη της Θεσσαλίας.
Διακοίνωση Δυνάμεων
Στις 18 Φεβρουαρίου / 2 Μαρτίου 1897, οι παραπάνω Μ. Δυνάμεις επέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση με την οποία κατέστησαν γνωστή την απόφασή τους να παραχωρήσουν στη Κρήτη καθεστώς αυτονομίας υπό την υψηλή κυριαρχία του Σουλτάνου, αφού απέκλεισαν την ένωσή της με την Ελλάδα.
Για να τεθούν οι προϋποθέσεις της αυτονομίας (της οποίας οι λεπτομέρειες δεν είχαν συμφωνηθεί ακόμη), έθεταν προθεσμία 6 ημερών προκειμένου η Ελλάδα ν΄ ανακαλέσει το εκστρατευτικό της σώμα από την Κρήτη, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα θα μειώνονταν και θα περιορίζονταν στα φρούρια.
Η Υψηλή Πύλη συμφώνησε προς την λύση αυτή, η ελληνική κυβέρνηση όμως την απέρριψε. Στη φάση αυτή η ελληνική κυβέρνηση, κάτω από την πίεση της αντιπολίτευσης και της εκτεταμένης δράσης της Εθνικής Εταιρείας που υποκινούσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας αλληλοκατηγορούμενοι οι πάντες για «εσχάτη προδοσία», αν η Κρήτη αυτονομούνταν, αντέκρουσε τη διακοίνωση ζητώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος των Κρητών, προκειμένου οι ίδιοι ν΄ αποφασίσουν. Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν συναινούσαν στον τρόπο που εννοούσε η Ελλάδα την αυτονομία. Η Αγγλία και η Ιταλία ήταν πιο δεκτικές σε αυτονομία υπό τον πρίγκηπα Γεώργιο της Ελλάδας αλλά η Γερμανία, που επιθυμούσε την ανατροπή του βασιλιά της Ελλάδας ως αγγλόφιλου και την αντικατάστασή του με τον γερμανόφιλο Διάδοχο Κωνσταντίνο, ήταν βασικός παράγοντας εναντίον κάθε συμβιβασμού. Μαζί της συμπαρατάσσονταν η Ρωσία και η Αυστρία.
Μετά την άρνηση της Ελλάδας να συμμορφωθεί στην περί αυτονομίας της Κρήτης απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ήταν ολοφάνερο ότι η Ελλάδα, απομονωμένη από κάθε διεθνή υποστήριξη και με τις Μεγάλες Δυνάμεις να μη της επιτρέπουν να έρθει σε συνεννόηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, προχωρούσε προς τον πόλεμο. Το ίδιο συνέβαινε και στην αντίπαλη πλευρά, όπου ο σουλτάνος ήταν δέσμιος των πολεμοχαρών υπουργών και στρατιωτικών του. Τελικά, η Οθωμανική κυβέρνηση αποφάσισε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, αφού όμως της δόθηκε αφορμή με την εισβολή των ατάκτων στη Μακεδονία.
Κατάσταση των εμπολέμων δυνάμεων
Ο ελληνικός στρατός την εποχή εκείνη δεν ήταν σε επαρκή κατάσταση ετοιμότητας και η σχετική φράση του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη, στη Βουλή, πριν λίγα χρόνια, ανταποκρινόταν όχι μόνο σε μεγάλο βαθμό στην αλήθεια, αλλά και σε μια περίτρανη και ταυτόχρονα κυνική ομολογία ότι τίποτε δεν είχε πράξει και εκείνος ως πολιτικός υπεύθυνος περί αυτού στις δύο προηγούμενες περιόδους της πρωθυπουργίας του. Οι αξιωματικοί του πεζικού, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, ήταν εντελώς αμαθείς και ανίκανοι, όπως και αυτοί του ιππικού. Σε κάπως καλύτερη κατάσταση βρίσκονταν οι αξιωματικοί του πυροβολικού και του μηχανικού, έχοντας τουλάχιστον θεωρητική μόρφωση αλλά με σημαντικό πρόβλημα στην πρακτική εκπαίδευση (πολλοί πυροβολητές δεν είχαν ρίξει, πριν τον πόλεμο, ούτε μια βολή). Ακόμη και ο οπλισμός του στρατού υστερούσε, έχοντας ως βασικό όπλο τον γκρα (αργό οπισθογεμές τουφέκι), με φυσίγγια του 1886 ή και παλιότερων εποχών.
Βέβαια το γεγονός αυτό το γνώριζε πολύ καλλίτερα και ο ίδιος ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄ όταν επιστρέφοντας το προηγούμενο Καλοκαίρι, (του 1896), από την Ευρώπη, δημοσίευσε σε ΦΕΚ μια επιστολή - εντολή προς τον πρωθυπουργό Θ. Δηληγιάννη, (22 Νοεμβρίου 1896), για πρόσκληση εφεδρειών στο στρατό προκειμένου η αξιόμαχη δύναμη αυτού να συμπληρώνει τους 10 έως 12.000 άνδρες, την δημιουργία μεγάλου στρατοπέδου μεταγωγών καθώς και εκτελέσεις γυμνασίων των κυριοτέρων σχηματισμών. Η ιστορική αυτή αδιαβάθμητη και επίσημα δημοσιευθείσα επιστολή, που αφορούσε επείγουσα στρατιωτική ανασύνταξη, ουσιαστικά αποτελούσε αφενός μεν ευθεία βολή κατά της επιδειχθείσης σχετικής "αναλγησίας" των τελευταίων κυβερνήσεων και αφετέρου κάποιους διπλωματικούς εξωτερικούς στόχους, με συνέπεια να προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση.
Αντίθετα, οι Τούρκοι ήταν εξοπλισμένοι με επαναληπτικά τουφέκια τύπου μάουζερ, ενώ το βεληνεκές των τουρκικών πυροβόλων ήταν αρκετά μεγαλύτερο από αυτό των ελληνικών. Μόνο στο ναυτικό ήταν αδιαμφισβήτητη η ελληνική υπεροχή,[9] εξ ου και δεν εμφανίσθηκε πουθενά ο τουρκικός στόλος παρότι διέθετε και θωρηκτά πλοία. Ο τουρκικός στρατός ήταν σε σαφώς καλύτερη κατάσταση. Διέθετε όχι μόνο αριθμητική υπεροχή και καλύτερο οπλισμό αλλά και καλύτερη εκπαίδευση στελεχών, από Γερμανούς αξιωματικούς. Είναι χαρακτηριστικό πως, αν η οθωμανική στρατιωτική διοίκηση δεν έκανε σειρά τακτικών σφαλμάτων, ειδικά κατά τη μάχη των Φαρσάλων, θα είχε επιτύχει την εκμηδένιση του ελληνικού στρατού.
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω συγκρίνατε στο σχετικό πίνακα της παρακάτω ενότητας "Απώλειες".
Τα γεγονότα του πολέμου
Αμέσως μετά την άρνηση της Ελλάδας στη Διακοίνωση των Συμμάχων για την αυτονομία της Κρήτης, την ίδια μέρα δηλαδή της επίδοσης - άρνησης στις 18 Φεβρουαρίου κηρύσσεται επίσημα γενική επιστράτευση (που όμως είχε ξεκινήσει αθόρυβα τρεις μέρες πριν), με πολλές ατέλειες, κατά την οποία κλήθηκαν τελικά 10 κλάσεις εφέδρων. Η τουρκική επιστράτευση είχε ξεκινήσει και εκείνη νωρίτερα, ακανόνιστα όμως και πολύ πιο πρόχειρα, ενώ η έλλειψη οικονομικών μέσων επαύξανε την αταξία επιστράτευσης των Τούρκων. Την εποχή εκείνη Μέγας Βεζίρης ήταν ο Χαλίλ Ριφάτ Πασάς και υπουργός Πολέμου ο Μεχμέτ Ριζά Πασάς.
Μεθόριος
Το 1897 η ελληνοτουρκική μεθόριος στη Θεσσαλία βρισκόταν στις ΝΑ. προσβάσεις του Ολύμπου και στις νότιες προσβάσεις των Χασίων σχηματίζοντας ένα Υ με τη βάση του μεταξύ των χωριών Γκρίζανος και Ζάρκος, όπως αυτή είχε προσδιοριστεί από την Επιτροπή Καθορισμού Ελληνοτουρκικών Συνόρων (Θεσσαλίας - Ηπείρου), επί σχεδίων που εκπόνησε ο Άγγλος ταγματάρχης Τζών Άρταγκ, που υπογράφηκε στις 20 Ιουνίου του 1882 και ολοκληρώθηκε περί το τέλος του ίδιου έτους, στις 5 Νοεμβρίου του 1882.
Ο ποταμός Πηνειός αποτελούσε για τον Τούρκο Διοικητή προγεφύρωμα για την εκδίωξη των Ελλήνων. Η ελληνική διοίκηση πιστή μέχρι τότε στα γαλλικά πρότυπα πολεμικής τακτικής είχε εμπιστευθεί την οργάνωση της άμυνας στον Γάλλο στρατηγό Βοσσέρ της γαλλικής αποστολής στα υπερκείμενα του Πηνειού περάσματα Μελούνας (Β. του Τυρνάβου) και Ρεβένι (Ν. του Τυρνάβου) αμφότερα δυτικά της Λάρισας.
Ανάπτυξη μονάδων
Ελληνικές δυνάμεις
Ο ελληνικός στρατός εκστρατείας που συγκροτήθηκε απετέλεσε τρεις μεραρχίες. Την 1η (Ι Μεραρχία) με Διοικητή τον Μακρή, με στρατηγείο τη Λάρισα και 2η (ΙΙ Μεραρχία) με διοικητή τον συνταγματάρχη Γεώργιο Μαυρομιχάλη με στρατηγείο τα Τρίκαλα, που συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλία και η 3η (ΙΙΙ Μεραρχία) με διοικητή τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Μάνο, στη περιοχή της Άρτας.
Αρχηγός του στρατού Θεσσαλίας ορίσθηκε, με Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12/25 Μαρτίου ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, που έφθασε στο στρατηγείο του και ανέλαβε στις 17/29 Μαρτίου από τον υποστράτηγο Νικόλαο Μακρή και με αρχηγό του επιτελείου τον συνταγματάρχη πυροβολικού Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη και υπασπιστή τον λοχαγό Χατζηπέτρο.
Τότε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ήταν ο μοναδικός Έλληνας αξιωματικός με βαθμό στρατηγού. Η σύνθεση της τότε ελληνικής μεραρχίας περιελάμβανε:
2 ταξιαρχίες, συγκροτούμενη έκαστη από 2 συντάγματα πεζικού.
4 ανεξάρτητα τάγματα ευζώνων.
1 σύνταγμα πυροβολικού.
1 σύνταγμα ιππικού και
2 λόχους μηχανικού.
Έτσι η δύναμη της Ηπείρου ήταν όπως η προαναφερόμενη της Μεραρχίας ενώ της Θεσσαλίας ήταν διπλάσια (2 Μεραρχίες). Η δε δύναμη του στρατού Θεσσαλίας ανέρχονταν σε 38.000, 500 ιππείς και 96 πυροβόλα, ενώ της Άρτας σε 16.000 άνδρες και 40 πυροβόλα.
Τουρκικές δυνάμεις
Αντίθετα ο τακτικός σουλτανικός στρατός (ο επιλεγόμενος επίσημα "Ασκερί Νιζαμιγιέ Σαχανέ") εκστρατείας που συγκροτήθηκε αντίστοιχα αποτελούνταν από 8 μεραρχίες πεζικού και μία μεραρχία ιππικού (3πλάσιες δυνάμεις των ελληνικών). Εξ αυτών 2 μεραρχίες πεζικού διατέθηκαν στην Ήπειρο ενώ η κύρια δύναμη των 6 μεραρχιών πεζικού και της μεραρχίας ιππικού διατέθηκε στα Θεσσαλικά σύνορα. Η σύνθεση της τότε τουρκικής μεραρχίας ήταν:
15-18 τάγματα πεζικού, δηλαδή από 5-6 συντάγματα περίπου
3-6 πεδινές πυροβολαρχίες,
1 ίλη ιππικού
Η τουρκική μεραρχία ιππικού περιελάμβανε 16 ίλες και 3 έφιππες πυροβολαρχίες. Εκτός όμως της τακτικής αυτής δύναμης ο τουρκικός στρατός Θεσσαλίας διέθετε και γενική εφεδρεία αποτελούμενη από 10 τάγματα πεζικού, 9 πεδινές πυροβολαρχίες και 3 λόχους μηχανικού. Έτσι η συνολική τουρκική δύναμη εις μεν τα Θεσσαλικά σύνορα έφθανε τους 92.500 άνδρες πεζικού, 1300 ιππείς, με 186 πυροβόλα εις δε της Ηπείρου 29.000 άνδρες με 24 πυροβόλα. Επίσης παρά τον τουρκικό στρατό υπήρχε γερμανική εκπαιδευτική στρατιωτική αποστολή υπό τον Γερμανό στρατηγό φον ντερ Γκολτς.
Αρχηγός του τουρκικού εκστρατευτικού στρατού ήταν ο Ετέμ Πασάς που είχε ως σύμβουλό του τον Γερμανό φον Γρούμβκοφ και αρχηγό του επιτελείου τον Σεφκέτ μπέη. Διοικητές των μεραρχιών ήταν οι στρατηγοί Χαϊρή (1ης), Νεσκάτ (2ης), Μεμντούχ (3ης), Χαϊντέρ (4ης), Χακή (5ης), Χαμντή (6ης) και Σουλεϋμάν της του ιππικού.
Μέτωπο Θεσσαλίας
Στην Θεσσαλία οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει έξι μεραρχίες με 58.000 πεζούς, 1500 ιππείς και 156 πυροβόλα υπό την διοίκηση του Εντέμ Πασά με αρχηγείο την Ελασσόνα, ενώ μια έβδομη ήρθε αργότερα. Οι Έλληνες ήταν 45.000 πεζοί, 800 ιππείς και 96 πυροβόλα, και διοικούνταν από τον πρίγκηπα Κωνσταντίνο με στρατηγείο τη Λάρισα. Ο ελληνικός στόλος του 1897 πραγματικά κυριαρχούσε στην θάλασσα, αφού ήταν μεγαλύτερος του τουρκικού.
Μία μέρα πριν φθάσει ο Διάδοχος Κωνσταντίνος στο στρατηγείο, περίπου 2.000 άτακτοι από την Εθνική Εταιρεία πέρασαν τα σύνορα προσπαθώντας να ξεσηκώσουν σε επανάσταση την Μακεδονία όπου και σημειώθηκαν οι πρώτες αψιμαχίες.
Επιτελικά σχέδια
Το σχέδιο του Τούρκου αρχηγού (και του γερμανικού επιτελείου του) ήταν να περάσει από την ελληνική αριστερή πλευρά, και το ταχύτερο δυνατόν ή να κυκλώσει τους Έλληνες ή να φθάσει στο Πηνειό όπου με προγεφύρωμα αυτόν ν΄ απωθήσει τους Έλληνες στη Στερεά, πλην όμως στη πράξη συνάντησε σθεναρή πλευρική αντίσταση ενώ το κέντρο του αντίθετα προχώρησε. Έτσι το αρχικό σχέδιο συνέχεια μεταβαλλόταν με συνέπεια τις αργές μετακινήσεις των τουρκικών σχηματισμών.
Το σχέδιο του ελληνικού επιτελείου όπως το είχε παραδώσει ο Γάλλος Βοσσέρ και είχε προηγουμένως επεξεργασθεί και εγκρίνει ο υποστράτηγος Μακρής ήταν κυρίως αμυντικό, βασισμένο όμως στη γαλλική τακτική, δηλαδή της ανάπτυξης ανοικτών πεδίων εμπλοκής με τις γνωστές οδυνηρές ατέλειες, τις ίδιες ακριβώς που είχε αντιμετωπίσει και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στη μάχη του Φαλήρου, ειδικά όταν ο εχθρός είναι αριθμητικά υπέρτερος. Επιπλέον, δεν είχαν εκπονηθεί αναλυτικά σχέδια ούτε υλοποιηθεί σοβαρά αμυντικά έργα και δεν υπήρχαν εφεδρείες που θα επέτρεπαν το σχηματισμό 2ης αμυντικής γραμμής και την αποστολή ενισχύσεων στα σημεία όπου θα υπήρχε ανάγκη.
Όμως ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έκρινε μη ικανοποιητική αυτή τη διάταξη και στις 19 Μαρτίου έδωσε εντολή για αναπροσαρμογή της. Συγκεκριμένα, ο στρατός θα διατασσόταν σε βάθος, αντί της προηγούμενης γραμμικής παράταξης, ώστε να συγκεντρωθεί σε ισχυρότερες μονάδες, στα πιθανά σημεία εισβολής των Τούρκων. Η διαταγή αυτή, λίγες μέρες πριν την έναρξη των εχθροπραξιών, ήταν λογικό να συναντήσει δυσκολίες και να μην έχει προλάβει να συμπληρωθεί στις πρώτες μέρες του πολέμου.
Εισβολή ατάκτων
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω πριν φθάσει στο στρατηγείο της Λάρισας και αναλάβει την διοίκηση των επιχειρήσεων, κατ΄ εντολή της κυβέρνησης, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, περίπου 2.500 – 3.000 άτακτοι (κατ΄ εκτίμηση του Γάλλου λοχαγού Ντουσύ), ή μόνο 2.000 (κατ΄ εκτίμηση του Π. Μελά, που κρίνεται ορθότερο) εισόρμησαν στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Η δύναμη αυτή είχε οργανωθεί από την Εθνική Εταιρεία η οποία, από τον Φεβρουάριο, όπλιζε συρφετούς απολέμων και αμάχων.
Οι επιχειρήσεις των ατάκτων κατά παραμεθορίων τουρκικών φυλακίων και μερικά χιλιόμετρα περί αυτών εντός της Μακεδονίας, διήρκεσαν τελικά τέσσερις μόνο ημέρες. Στις 31 Μαρτίου / 12 Απριλίου (π.ημ./ν.ημερ.) η όλη δραστηριότητά τους είχε κατασταλεί πλήρως από τρία ενισχυμένα τουρκικά αποσπάσματα, ενώ οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν καταφύγει στη Θεσσαλία. Σημειώνεται ότι από την πρώτη ημέρα της εισβολής των ατάκτων η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να διακηρύξει ότι ουδεμία σχέση είχε με αυτούς και αντίθετα την ευθύνη είχε η τουρκική πλευρά που δεν διασφάλιζε τα σύνορά της. Αλλά και εκ μέρους του Σουλτάνου δεν υπήρξε σχετική διαμαρτυρία επ΄ αυτών των "ληστρικών συμμοριών" όπως τις χαρακτήρισε σε τηλεγράφημά του ο Ετέμ πασάς. Ο δε αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος μόλις ενημερώθηκε σχετικά, φθάνοντας στη Λάρισα, περί της εισβολής αυτών έδωσε εντολή καμία στρατιωτική μονάδα να μη κινηθεί καθώς και διαταγή να απομακρυνθούν από τα σύνορα και οι έτεροι 2.000 άτακτοι που παρέμεναν στη περιοχή της Ηπείρου.
Η εισβολή των ατάκτων προκάλεσε την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων οι οποίες την χαρακτήρισαν ανειλικρινή ενέργεια και έδωσε στην Οθωμανική αυτοκρατορία την αφορμή πολέμου που αναζητούσε.
Διακοπή διπλωματικών σχέσεων
Η Υψηλή Πύλη διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με το Βασίλειο της Ελλάδας στις 5/17 Απριλίου 1897. Συγκεκριμένα την νύκτα της 17ης Απριλίου κλήθηκε ο Έλληνας πρεσβευτής στη Κωνσταντινούπολη Ν. Μαυροκορδάτος από τον υπουργό Εξωτερικών, τον Τουρχάν Πασά, τον πρώην Βαλή της Κρήτης, όπου και επιστρέφοντας το διαβατήριό του του επέδωσε διακοίνωση διακοπής των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών "ένεκα αρξαμένων υπό της Ελλάδος εχρθοπραξιών κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας".
Την επομένη, στις 6 / 18 Απριλίου (π.ημερ./ν.ημερ), ημέρα Κυριακή των Βαΐων (1897), στις 10.30 το πρωί, ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα Ασήμ Μπέης επέδωσε στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Α. Σκουζέ την ρηματική διακοίνωση περί διακοπής των διπλωματικών σχέσεων. Το κείμενο της τουρκικής διακοίνωσης είχε ως εξής:
ΥΨΗΛΗ ΠΥΛΗ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
5 Απριλίου 1897
ΔΙΑΚΟΪΝΩΣΙΣ ΡΗΜΑΤΙΚΗ
"Ο Υπουργός εξωτερικών λαμβάνει την τιμήν να κοινοποιήση εις την Αυτού Εξοχότητα τον απεσταλμένον της ελληνικής Αυτού Μεγαλειότητος, ότι ένεκα της εχθρικής πλέον στάσεως της κυβερνήσεως της Ελλάδος προς την Αυτοκρατορικήν οθωμανικήν κυβέρνησιν, αι διπλωματικαί μεταξύ των δύο κρατών σχέσεις διεκόπησαν και ο εν Κωσταντινουπόλει πρέσβης της Αυτού Μεγαλειότητος (Ελλάδος), καθώς και οι καθ΄ όλην την οθωμανικήν επικράτειαν πρόξενοι (Έλλάδος) διετάχθησαν ν΄ αναχωρήσωσιν, ομοίως δε και ο εν Αθήναις πρέσβης της αυτοκρατορικής οθωμανικής κυβέρνησης και οι απανταχού της Ελλάδος πρόξενοι, (εν. Οθωμανοί), προσεκλήθησαν κατεπειγόντως εις Κωνσταντινούπολιν.
Συμφώνως προς την ληφθείσαν απόφασιν οι εμπορευόμενοι και οι υπήκοοι Έλληνες οι ευρισκόμενοι εις Αυτοκρατορίαν οφείλουσι να εγκαταλείψωσι το έδαφος αυτής εντός δεκαπενθημέρου προθεσμίας. Ομοίως διετάχθησαν οι εν Ελλάδι υπήκοοι Οθωμανοί να εγκαταλείψωσι το έδαφος του Βασιλείου της Ελλάδος εντός της αυτής προθεσμίας".
Σημειώνεται ότι ένα 24ωρο όμως πριν, τη νύκτα της 16ης προς 17η του μηνός, η Τουρκία κατηγόρησε την Ελλάδα για κατάληψη υψωμάτων στις περιοχές Ανάληψη και Παδίκα. Το πρωί δε της επομένης, δηλαδή στις 17 Απριλίου (ν.η.) το Σουλτανικό υπουργικό συμβούλιο και ο Σουλτάνος αποφάσισαν τελικά να διατάξουν τις μεσημβρινές ώρες τον οθωμανικό στρατό ν΄ απωθήσει τις τελευταίες καταλήψεις των Ελλήνων και να περάσει στην επίθεση ενώ το ίδιο βράδυ οι Τούρκοι παρέδωσαν στο Έλληνα πρέσβη στη Κωνσταντινούπολη Μαυροκορδάτο το διαβατήριό του.
Το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αμέσως μετά την επίδοση προέβη σε έντονη διαμαρτυρία ότι "η Ελλάς όχι μόνο δεν προέβη σε πράξεις εχθρότητας, αλλά απεναντίας και υπέστη τις τελευταίες ημέρες επί πλείστων σημείων της οροθετικής γραμμής αλλεπάλληλες επιθέσεις του τουρκικού στρατού"
Λαμβάνοντας δε τη διακοίνωση αυτή ο τότε πρωθυπουργός Θ. Δηλιγιάννης συγκάλεσε σε έκτακτη συνεδρίαση την ελληνική Βουλή όπου και έκανε το απόγευμα της ίδιας ημέρας την ακόλουθη ανακοίνωση στη Βουλή:
Από της 10ης πρωινής της σήμερον διατελούμεν εν σταδίω εχθροπραξιών των οποίων ήρξατο το όμορον κράτος εν πολέμω ακηρύκτω, από της 10ης της πρωίας της σήμερον είμεθα εν διακοπή σχέσεων με την Υψηλή Πύλη, ήτις σημαίνει τούτο ωσεί είμεθα εν πολέμω ...
Η τουρκική κυβέρνησις ανεκοίνωσεν εις ημάς, ότι διακόπτει τα σχέσεις προς το ελληνικόν κράτος, διότι ημείς ηρξάμεθα εχθροπραξιών. Δεν υποθέτω ότι σύνηθες θάρρος ηδύνατο να δικαιολογήση τοιαύτην ακρίβειαν.
Το Ελληνικόν κράτος είχε σκοπόν, σκοπόν ευγενή, σκοπόν επιβαλλόμενον υπό των καθηκόντων προς τον πολιτισμόν, σκοπόν εμβαλλόμενον υπό του αισθήματος, όπερ πρέπει να έχη έκαστος λαός προς τους ομοθρήσκους και ομοφύλους αυτού. Τον σκοπόν τούτον προσεπάθει να αναπληρώση δια μέσων ειρήνης. Παρασκευάζετο προς πόλεμον, αλλά παρασκευάζετο δια να προβή εις τον πόλεμον, όταν εξηντλείτο πάσα ελπίς περί της εκπληρώσεως του σκοπού δια των μέσων της ειρήνης, αλλ΄ αφ΄ ου τον πόλεμον μας προκηρύττει το όμορον κράτος καθήκον έχομεν να τον δεχθώμεν και τον εδέχθημεν.
Ελπίζω ότι ο ελληνικός λαός όπου Γης και αν είναι θέλει αισθανθεί εις τα στέρνα του το πυρ της αγάπης προς την πατρίδα και θέλει ενθυμηθή ότι, εάν αυτή δεν δύναται να αξιώσει, ότι εδημιούργησε μέχρι τούδε η ιστορία μεγάλου λαού, ότι όμως δεν ελησμόνησε ότι είναι απόγονος μεγάλου λαού, όστις εδίδαξεν την δύσιν και την ανατολήν την αλήθειαν και την δικαιοσύνην. Επομένως δεν αμφιβάλλω ότι οι άνδρες οίτινες συνεκεντρώθησαν υπό την κυανόλευκον, θέλουσι πάντες προτιμήσει τον θάνατον, ουδέποτε δε ανεχθή την ατίμωσιν της ιεράς ταύτης γης".
Μέσα σε θύελλα ζητωκραυγών και από την αντιπολίτευση όπου ο αρχηγός της Δ. Ράλλης όρθιος χειροκροτούσε τον πρωθυπουργό ανήλθε στο βήμα και προέβη στις ακόλουθες δηλώσεις:
"Οφείλομεν να κηρύξωμεν εντεύθεν ότι ευλογημένη η ώρα κατά την οποίαν οι Τούρκοι προεκάλεσαν ημάς, κηρύξαντες τον ακήρυκτον αυτόν πόλεμον. Δεν ια είναι ούτος πόλεμος μεταξύ δύο Πολιτειών, μεταξύ δύο κρατών, είναι πόλεμος του Γένους περί υπάρξεως, και εις τοιούτον πόλεμον οφείλει να αποδυθή ο Ελληνικός Λαός ... Ο ελληνισμός έχει να εκδικήση την ύβριν τεσσάρων και πλέον αιώνων, και αποδυόμενος εις τον υπέρ των όλων αγώνα, εννοεί την ύβριν ταύτην να εκδικήση και θα νικήση ή δ΄ άλλως ας εξοντωθή."
Τον Δ. Ράλλη ακολούθησαν στο Βήμα και άλλοι αρχηγοί κομμάτων με ίδια ενθουσιώδη συμπεριφορά, στους δε δρόμους της Αθήνας που είχαν μαθευτεί σχετικά τα δρώμενα είχε ξεχυθεί ο κόσμος ως χείμαρρος και πανηγύριζε με σάλπιγγες, ενώ το ίδιο βράδυ στις εκκλησίες, στην ακολουθία του Νυμφίου γίνονταν πολεμικές δεήσεις, όπου γονατιστοί όλοι έψελναν το τροπάριο της "Υπερμάχου Στρατηγού".
Το δε απόγευμα της ίδιας ημέρας επιστράφηκε το διαβατήριο του Τούρκου πρέσβη, ενώ ο Έλληνας ομόλογός του στη Κωνσταντινούπολη αποχώρησε στις 20 Απριλίου.΄Μάλιστα κατά την αναχώρησή του παρευρέθηκε όλο το Διπλωματικό Σώμα της Κωνσταντινούπολης με εξαίρεση τον πρέσβη της Γερμανίας. Στην απορία του Ν. Μαυροκορδάτου περί της απουσίας του, κάποιος διπλωμάτης επεσήμανε «Εξοχότατε φαίνεται πως είστε σε πόλεμο και με την Αυτοκρατορία της Γερμανίας!». Η φράση αυτή παρά την υπερβολή της στην ουσία δεν απείχε πολύ από την αλήθεια.
Στη συνέχεια έπεσε η Κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη την οποία και διαδέχθηκε η Κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη.
Επιχειρήσεις
Στο Μάτι οι Έλληνες είχαν οχυρωθεί καλύπτοντας τον δρόμο για τον Τύρναβο. Εδώ έγιναν σκληρές μάχες στις 21 και 22 με τους Έλληνες να προσπαθούν να υπερκεράσουν το τουρκικό δεξί πλευρό. Αυτό δεν έγινε δυνατό αλλά στις 23 το αριστερό των Τούρκων έκανε νέα προέλαση και όταν όλες οι τουρκικές δυνάμεις μπόρεσαν να ευθυγραμμιστούν πίεσαν τις ελληνικές πτέρυγες. Το απόγευμα το ελληνικό στρατηγείο διέταξε υποχώρηση δημιουργώντας πανικό. Οι Έλληνες στρατιώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και άτακτα υποχώρησαν περνώντας την Λάρισα η οποία και εκκενώθηκε. Η Λάρισα καταλήφθηκε στις 27 αφού οι τουρκικές δυνάμεις δεν καταδίωξαν τις ελληνικές και προχώρησαν αργά.
Κοντά στα Φάρσαλα ο Ελληνικός στρατός επανήλθε σε τάξη και σχημάτισε νέα γραμμή, σχεδιάζοντας αντεπίθεση, όμως το ηθικό των στρατιωτών είχε πέσει. Είχαν περάσει άλλωστε πίσω από τις στρατηγικές θέσεις της Λάρισας και του Βελεστίνο. Τελικά στάλθηκε σιδηροδρομικώς μια μεραρχία στο Βελεστίνο, αλλά έτσι οι ήδη κατώτερες ελληνικές δυνάμεις διαιρέθηκαν σε δύο κομμάτια με απόσταση 60 χιλιομέτρων ανάμεσά τους. Στις 27 Απριλίου, μια τουρκική αναγνωριστική δύναμη αναχαιτίστηκε στο Βελεστίνο και έγιναν μάχες στις 29 και 30 με τους Έλληνες να κρατούν υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Πυροβολικού Σμολένσκη.
Οι Τούρκοι εν τω μεταξύ έκαναν ετοιμασίες και στις 5 Μαΐου επιτέθηκαν στα Φάρσαλα (Μάχη Φαρσάλων) με τρεις μεραρχίες απωθώντας τις ελληνικές δυνάμεις από τις θέσεις που είχαν πάρει μπροστά από την πόλη. Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ και ο ελληνικός στρατός συμπτύχθηκε με σχετική τάξη στον Δομοκό. Το Βελεστίνο εγκαταλείφθηκε από τις δυνάμεις του Σμολένσκη, οι οποίες συμπτύχθηκαν στον Αλμυρό μόλις ολοκληρώθηκε με ασφάλεια η ανασύνταξη στον Δομοκό. Οι Έλληνες είχαν τον χρόνο να οχυρωθούν μέχρι τη νέα επίθεση στον Δομοκό από τον Εντέμ Πασά στις 17 Μαΐου, με τρία σημεία κρούσης. Το δεξί αναχαιτίστηκε από το απόσπασμα τού Τερτίπη καί την Λεγεώνα των Φιλελλήνων και τούς Γαριβαλδινούς (συνολικά 3.060 ξένοι, εκ των οποίων 2.783 Ιταλοί, ανάμεσα τους οι Νικόλα Μπαρμπάτο, Ριτσιότι Γαριβάλδη -γιός του πασίγνωστου Γαριβάλδη, Αντόνιο Φράττι-ο οποίος σκοτώθηκε σε αυτή τη μάχη, Φερρούτσιο Τολομέϊ και Τζουζέππε Εβανγκελίστι, Αμιλκάρε Τσιπριάνι ). Το κέντρο υπέστη σοβαρές απώλειες. Το αριστερό όμως προέλασε μέχρι τις ελληνικές γραμμές, οπότε και αυτή η τοποθεσία εγκαταλείφθηκε την νύχτα, όπως και η Φούρκα την επόμενη. Ο Σμολένσκη έφτασε στις 18 από τον Αλμυρό και διατάχτηκε να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε να πολεμήσουν όμως, αφού ο Σουλτάνος διέταξε παύση πυρός στις 20 Μαΐου μετά από προτροπή του Ρώσου Τσάρου.
Μέτωπο Ηπείρου
Στην Ήπειρο υπήρχαν 15.000 Έλληνες στρατιώτες συμπεριλαμβανομένων ενός συντάγματος ιππικού και πέντε πυροβολαρχίες υπό την διοίκηση του Συνταγματάρχη Μάνου έναντι 28.000 Τούρκων με 48 πυροβόλα υπό τις διαταγές του Αχμέτ Χιφσί Πασά. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν σχηματίσει γραμμή άμυνας από την Άρτα στο Πέτα, ενώ οι Τούρκοι βρίσκονταν στην περιοχή των Ιωαννίνων, στα Πέντε Πηγάδια και μπροστά από την Άρτα. Στις 18 Απριλίου οι Τούρκοι ξεκίνησαν βομβαρδισμό της Άρτας αλλά δεν μπόρεσαν να πάρουν την γέφυρα.
Υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στην Φιλιππιάδα η οποία καταλήφθηκε στις 23 από τον Συν/χη Μάνο. Οι Έλληνες συνέχισαν μέχρι τα Πέντε Πηγάδια όπου μετά από αψιμαχίες στις 27 και νέες επιθέσεις στις 28 και 29 δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι αφού δεν έρχονταν ενισχύσεις. Στις 12 Μαΐου έγινε νέα Ελληνική επίθεση ενώ Ηπειρώτες εθελοντές προσπάθησαν να αποκόψουν την τουρκική φρουρά στην Πρέβεζα. Το ελληνικό κέντρο επιτέθηκε στις 13 κοντά στην Στρεβίνα με σκοπό να καταλάβει και να κρατήσει μια αμυντική θέση, πράγμα που κατάφερε την επόμενη με ενισχύσεις από την αριστερή πτέρυγα. Τελικά όμως οπισθοχώρησαν στις 15 Μαΐου
Η συνθηκολόγηση
Τελικά με την μεσολάβηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων και της Ρωσίας, στις 20 Σεπτεμβρίου υπογράφηκε ειρήνη. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό σαν πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και να δώσει ένα μικρό κομμάτι της Θεσσαλίας στην Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση του Δ. Ράλλη για να πληρώσει το ποσό αυτό υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στην Επιτροπή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου όλες τις θεωρούμενες επαρκείς προσόδους για αποζημίωση. Για την εξόφληση του δημόσιου χρέους εκχωρήθηκαν στο ΔΟΕ τα μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, τσιγαρόχαρτου, ναξίας σμύριδος, ο φόρος κατανάλωσης καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί του τελωνείου Πειραιώς. Η συνθηκολόγηση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ταπεινωτική για τους Έλληνες και το ελληνικό έθνος, αφού έχασαν προσωρινά (μέχρι το 1908) ορισμένες από τις ελευθερίες για τις οποίες αγωνίστηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
De Siris