Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Θεοδόσιος ο Μικρός


Θεοδόσιος Β΄ 

Ο Θεοδόσιος ο Β΄ ή Θεοδόσιος ο Μικρός γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 401 και πέθανε στις 28 Ιουλίου 450, ανέβηκε στον Ανατολικό Ρωμαϊκό θρόνο το 408 μ.Χ.

Ήταν εγγονός του Θεοδόσιου Α΄ και γιος του Αρκάδιου. Είχε νυμφευθεί την κόρη του Αθηναίου Λεόντιου, η οποία βαπτίστηκε χριστιανή με το όνομα Ευδοκία. Ο Θεοδόσιος υποστήριξε τα ελληνικά γράμματα και εμφύσησε στο Βυζάντιο ελληνική νοοτροπία.

Ο Θεοδόσιος είχε εκδώσει το Θεοδοσιανό κώδικα (438 μ.Χ.) ο οποίος περιείχε όλα τα αυτοκρατορικά διατάγματα από το 312 μ.Χ. μέχρι το 438 μ.Χ.
Μετά το θάνατό του το 450 μ.Χ. τον διαδέχθηκε ο Μαρκιανός.

Ο Θεοδόσιος ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας σε ηλικία επτά μόλις ετών. Ως επίτροποί του ορίστηκαν, σύμφωνα με την διαθήκη του πατρός του, ο ύπατος Ανθέμιος, η αδελφή του και μετέπειτα αυτοκράτειρα Πουλχερία και ο βασιλιάς των Περσών Ισδιγέρδης. Πρέπει, ωστόσο, να λεχθεί ότι ο Ισδιγέρδης δεν ήταν ένας οιονεί αντιβασιλεύς, εις τρόπον ώστε να διεκπεραιώνει κρατικές υποθέσεις του ρωμαϊκού (βυζαντινού) κράτους, αλλά ήταν συνυπεύθυνος για την περιφρούρηση της ζωής του μικρού παιδιού και για την φροντίδα παραμονής του στον θρόνο.

Αρχικώς η διοίκηση της αυτοκρατορίας ησκείτο από τον συνετό ύπατο (έπαρχο) Ανθέμιο, ωστόσο, προοδευτικά περιήλθε στα χέρια της Πουλχερίας, η οποία το 414 έθεσε ουσιαστικώς εκποδών τον Ανθέμιο και αναγορεύτηκε Αυγούστα. Η Πουλχερία ήταν μορφωμένη, ενώ δεν εστερείτο και πολιτικών ικανοτήτων.
Επειδή ο κατά δύο έτη μικρότερος αδελφός της ήταν άβουλος και ασθενούς χαρακτήρος, ήσκησε, καθ’ όλην την διάρκεια της μακράς του βασιλείας, σημαντική επιρροή στις αποφάσεις του. Σημαντική επιρροή στις αποφάσεις του Θεοδοσίου ήσκησαν επίσης ο ευνούχος Χρυσάφιος, καθώς και η σύζυγός του Ευδοκία.

Η Ευδοκία (αρχικώς Αθηναΐς) επελέγη από την Πουλχερία ως σύζυγος του νεαρού αυτοκράτορος. Κόρη του καθηγητή της ρητορικής στην Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών Λεοντίου, ήταν εθνική (ειδωλολάτρις) στην αρχή. Καταγόταν από την Αθήνα και ήταν εξαιρετικά μορφωμένη. Αφού πρώτα βαπτίσθηκε χριστιανή, παντρεύτηκε τον εικοσαετή Θεοδόσιο το έτος 421, σε ηλικία είκοσι επτά ετών.

Οι σύμβουλοι του Θεοδοσίου έστρεψαν το ενδιαφέρον του σε πράγματα που δεν είχαν να κάνουν με την εκπαίδευση ενός αυτοκράτορος σε θέματα διοικητικά, στρατιωτικά ή οικονομικά. Εκμεταλλευόμενοι και την φυσική του νωθρότητα, φρόντισαν απλώς να του δώσουν μια ούτως ειπείν πνευματική-θρησκευτική ανατροφή. Έτσι ο Θεοδόσιος, φρόντιζε μεν να είναι ένας καλός χριστιανός, να εκκλησιάζεται και να νηστεύει, να μελετά και να αντιγράφει εκκλησιαστικά βιβλία, αλλά σχεδόν καθόλου δεν αναμειγνυόταν στα διοικητικά της αυτοκρατορίας. Δεν μάθαινε για τα εκτός της αυλής γινόμενα, εκτός από αυτά που ήθελαν οι σύμβουλοί του και με τον τρόπο που τους συνέφερε, υπέγραφε δε χωρίς να εξετάσει τα διάφορα θεσπίσματα και διατάγματα των συμβούλων του.

Επί βασιλείας του Θεοδοσίου ανεφύησαν σημαντικά προβλήματα, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Στο εσωτερικό ο λαός βρισκόταν σε κατάσταση εξαιρετικής φτώχειας, ενώ οι μικρογαιοκτήμονες ήσαν καταχρεωμένοι. Ακόμη υπήρχαν οι θρησκευτικές έριδες, οι οποίες ταλάνισαν την Εκκλησία αλλά και την κοινωνία, αφού ο λαός διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενες παρατάξεις. Η θρησκευτική πολιτική του Θεοδοσίου υπήρξε ασταθής και ανακόλουθη. Παρέσχε προστασία σε αιρεσιάρχες όπως ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, ο οποίος είχε καταδικασθεί από την Γ΄ Οικουμενική σύνοδο της Εφέσου (431) και ο
Ευτυχής, ο οποίος είχε καταδικασθεί από ενδημούσα σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (448). Η έκρυθμη εκκλησιαστική κατάσταση που δημιουργήθηκε κληροδοτήθηκε στον διάδοχο του Πατριαρχικού θρόνου Φλαβιανό.

Στην εξωτερική πολιτική η βυζαντινοπερσική σύγκρουση έληξε με νίκη των ‘βυζαντινών’ και με την συνομολόγηση ειρήνης, που εξασφάλισε προσωρινή ηρεμία στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Οι βανδαλικές επιδρομές αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς με την στρατιωτική επέμβαση των αυτοκρατορικών δυνάμεων στην Βόρειο Αφρική. Ο ουννικός κίνδυνος αντιμετωπίστηκε –όχι όμως οριστικώς– διά της εξαγοράς της ειρήνης και της παροχής δώρων, ενώ αργότερα ο αρχηγός των Ούννων Αττίλας εστράφη προς την Δύση. Γενικώς, η αυτοκρατορία απέφυγε να εμπλακεί σε μεγάλες περιπέτειες, ενώ έδειξε έτοιμη είτε διά της διπλωματίας είτε διά των όπλων να εξουδετερώσει κάθε εχθρική απειλή.

Κατά την περίοδο της βασιλείας του Θεοδοσίου κατασκευάστηκαν τα περίφημα Θεοδοσιανά τείχη της Κωνσταντινουπόλεως σε τρεις φάσεις: (επί των επάρχων Ανθεμίου το 413, Κύρου το 439 και Κωνσταντίνου το 447). Τμήμα των τειχών αυτών σώζεται μέχρι σήμερα. Ακόμη, δι’ ενέργειών του επάρχου Ανθεμίου καθιερώθηκαν ναυτικές περιπολίες στον Δούναβη, για την παρεμπόδιση του διάπλου του ποταμού από τους βαρβάρους που κατοικούσαν πέραν αυτού.

Θετικό έργο επί της βασιλείας του Θεοδοσίου συντελέσθηκε στους τομείς της παιδείας και της νομοθεσίας. Υπό την επιρροή της Ευδοκίας αναδιοργανώθηκε η παιδεία, ιδρύθηκε το Πανδιδακτήριο (πανεπιστήμιο) της Κωνσταντινουπόλεως και ευνοήθηκε έναντι της λατινικής η ελληνική γλώσσα, γεγονός που συνετέλεσε στον βαθμιαίο εξελληνισμό της αυτοκρατορίας. Η απονομή της δικαιοσύνης επιταχύνθηκε μετά την σύνταξη του Θεοδοσιανού Κώδικος, μιας νομοθετικής συλλογής, η οποία περατώθηκε το 438, και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέλιξη του δικαίου.

Σε γενικές γραμμές ο Θεοδόσιος ο Β΄, παρά την θετική του συμβολή στους τομείς της παιδείας και της νομοθεσίας, θεωρείτο άβουλος και κατηγορήθηκε για έλλειψη πρωτοβουλίας.

Ο Θεοδόσιος είχε μια κόρη με την Ευδοκία το όνομα της οποίας ήταν Ευδοξία, διάδοχό του άφησε την αδελφή του Πουλχερία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 29 Ιουλίου.

De Siris