Σπύρος Βασιλείου
Ο Σπύρος Βασιλείου γεννήθηκε στο Γαλαξίδι το 1903. Η ταυτότητά του ωστόσο αναφέρει 1902 στη χρονολογία γέννησης, αφού ποτέ δεν δηλώθηκε από τους γονείς στο ληξιαρχείο η έλευση ενός νέου παιδιού που πήρε την θέση του αδελφού που χάθηκε λίγους μήνες πριν και που επίσης λεγόταν Σπύρος Βασιλείου. “έτσι έζησα (...) ογδόντα χρόνια, χωρίς να ξεκαθαρίσω αν είμαι εγώ ή ο αδελφός μου”.
Χάρη σε μία μικρή και ολιγόχρονη υποτροφία των προκρίτων της γενέτειράς του, ο Σπύρος Βασιλείου έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πρώτος δάσκαλός του στη σχολή (1921-23) είναι ο Αλέξανδρος Καλούδης. Ο νεαρός φοιτητής απογοητεύεται από τη στείρα διδασκαλία και την υποχρεωτική μαθητεία στο κάρβουνο και το μολύβι. Μαζί με άλλους πρωτοστατεί σε μία κίνηση ανανέωσης της σχολής που είχε σαν αποτέλεσμα την εκλογή του Νικόλαου Λύτρα και την καθιέρωση του θεσμού των εργαστηρίων.
Η ζωηρή συντροφιά των “ταραξιών” της Σχολής εγγράφεται στο εργαστήριο του Λύτρα (1923-26), κοντά στον οποίο μυείται “στις αρχές του ιμπρεσιονισμού και στις αξίες του καθαρού χρώματος”. Κάπου εδώ τοποθετείται η αφετηρία της πλούσιας καλλιτεχνικής διαδρομής του Σπύρου Βασιλείου, η οποία σημαδεύεται από την προσήλωσή της στην ανάδειξη του ιδιαίτερου χαρακτήρα μιας εθνικής τέχνης και την πρόθεσή της να προσεγγίσει σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα αντλώντας από τα διδάγματα της ελληνικής κληρονομιάς.
Με την αποφοίτησή του από τη σχολή (1926) εκθέτει στο “Φουαγιέ” του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών μαζί με τους Π. Ρέγκο, Σ. Κόκκινο και Α. Πολυκανδριώτη.
1927-1939
Την περίοδο αυτή ξεκινά τη συνεργασία του με εφημερίδες και περιοδικά δημοσιεύοντας σχέδια και εικονογραφήσεις. Η πρώτη ατομική του έκθεση πραγματοποιείται στην “Aίθουσα τέχνης Στρατηγοπούλου” στα 1929. Όψεις της Αθήνας, νεκρές φύσεις και η ζωντανή και σαρκαστική αυτοπροσωπογραφία του συνθέτουν ένα μικρό αλλά σημαντικό πρώτο δείγμα εργασίας που αντιμετωπίζεται με ενδιαφέρον από την κριτική.
Με αφορμή ένα εξώφυλλό του στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα (1929), ο Φώτος Πολίτης, καθηγητής τότε της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου, τον καλεί να σκηνογραφήσει τα Κορακιστικά του Ι. Ρίζου–Νερουλού για τις επιδείξεις της Σχολής. Έτσι ξεκινά μια πολύχρονη ενασχόληση με το θέατρο που πλησιάζει τις 140 παραστάσεις σε όλα τα θεατρικά είδη.
Στις 25 Μαρτίου του 1930, του απονέμεται το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τα σχέδια διακόσμησης του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Χάρη στο χρηματικό έπαθλο ταξιδεύει στην Ευρώπη και έρχεται σε άμεση επαφή με τα αυθεντικά έργα των μεγάλων ζωγράφων και τη σύγχρονη τέχνη. Επηρεάζεται ιδιαίτερα από τους Guardi, C. Lorrain και Bruegel, γεγονός που αποτυπώνεται σε έργα όπως η Λαϊκή Αγορά (1934), το Καρναβάλι (1934) και το Ζάππειο (1935).
Στα 1930 επίσης συμμετέχει στην πρώτη έκθεση της ομάδας “Τέχνη”, της οποίας είναι και ιδρυτικό μέλος. Την ίδια χρονιά εκδίδει μαζί με τον Αγήνορα Αστεριάδη τα Παιδικά Σχέδια, αποτέλεσμα της διδακτικής τους εμπειρίας και της επαφής τους με τα παιδιά (στην Παπαστράτειο Σχολή Παιγνιδιών και στο Δημοτικό Σχολείο Γρεβενών, αντίστοιχα).
Αξίζει επίσης να σημειωθούν –στα 1934– η συμμετοχή του στην Μπιενάλε της Βενετίας και η έκδοση του λευκώματος Γαλαξειδιώτικα καράβια με δικά του κείμενα και απεικονίσεις των παλιών καραβιών του τόπου του. Από το 1933 έως το 1938 επιμελείται τα σκηνικά και τα κοστούμια παραστάσεων της Νέας Δραματικής Σκηνής του Σωκράτη Καραντινού (Κατά Φαντασίαν Ασθενής, Θυσία του Αβραάμ, Αγία Βαρβάρα, Υπηρέτης Δύο Αφεντάδων).
Το 1937 εκθέτει με την ομάδα “Τέχνη” στη Σόφια ενώ το 1938 συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση. Τον επόμενο χρόνο (1939) ολοκληρώνει την εικονογράφηση του ναού του Αγ. Διονυσίου (οι εργασίες ξεκίνησαν στα 1936).
1940-1949
Στις 27 Απριλίου του 1941, την ημέρα που οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα, παντρεύεται την κόρη του Γεώργιου Κωνσταντακόπουλου, Κική. Από το γάμο αυτό θα αποκτήσει δύο κόρες, τη Δροσούλα και τη Δήμητρα.
Στα χρόνια της Κατοχής (1941-1945), καθώς “τα χρώματα είναι λιγοστά και ακριβά”, καταπιάνεται με τη χαρακτική. Τα χαρακτικά του Σπύρου Βασιλείου αποτελούν μία ξεχωριστή συμβολή “στον αγώνα του πνευματικού κόσμου κατά των κατακτητών” [με ιδιαίτερη έμφαση σε έργα όπως, Η ταφή του Παλαμά (1943) και Ο θρήνος των Καλαβρύτων (1943)]. Η δράση του περιλαμβάνει την εικονογράφηση και την παράνομη έκδοση τριών χειρόγραφων βιβλίων (Ακριτικά του Α. Σικελιανού, Μέσ’ από τα Τείχη του Σ. Σκίπη και Δρακογενιά του Α. Θέρου), καθώς και τη φιλοτέχνηση ξυλογραφιών για κάθε τεύχος της Νέας Εστίας για δύο χρόνια από τον Ιανουάριο του 1942.
Στα 1945 σχεδιάζει για το θίασο “Ενωμένοι Καλλιτέχνες” τα σκηνικά και τα κοστούμια για τις παραστάσεις Θεοδώρα του Δ. Φωτιάδη και Ρήγας ο Βελεστινλής του Βασίλη Ρώτα. Συνεργάζεται επίσης για πρώτη φορά με το Εθνικό Θέατρο φιλοτεχνώντας τα σκηνικά και τα κοστούμια για την παράσταση Στο γέρμα του χειμώνα σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού.
Δύο χρόνια αργότερα, σκηνογραφεί για την παράσταση της Εταιρείας Ελληνικού Θεάτρου Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας του Γιώργου Θεοτοκά (1947), ενώ ξεκινά και το διδακτικό του έργο ως τακτικός καθηγητής του Μορφωτικού Συλλόγου “Αθήναιον”, του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου και της Δραματικής Σχολής του Eθνικού Θεάτρου.
Το 1948 ξεχωρίζει η συμμετοχή του στην Πανελλήνια Έκθεση και η συνεργασία του – για πρώτη φορά – με την Εθνική Λυρική Σκηνή για τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης Ο βασιλιάς Ανήλιαγος. Tην επόμενη χρονιά, μεταξύ άλλων γραφιστικών εργασιών, εικονογραφεί το Αναγνωστικό της Ε’ τάξης του Δημοτικού Σχολείου.
1950-1960
Το 1950 ο Σπύρος Βασιλείου μετέχει τόσο στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας “Στάθμη”, όσο και στη σύσταση του Ελληνικού Χοροδράματος, παραμένοντας για πολλά χρόνια ένας από τους στενότερους συνεργάτες της Ραλλούς Μάνου. Επιμελείται τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης του Δον Ζουάν του Χοσέ Θορίλλια για το Εθνικό Θεάτρο, ενώ το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου φιλοτεχνεί για την κεντρική αψίδα της Αίθουσας Τελετών της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τη μνημειακών διαστάσεων εικόνα του Αγίου Δημητρίου. Η καλλιτεχνική του πορεία περιλαμβάνει το σχεδιασμό και την υλοποίηση πολλών διακοσμητικών προγραμμάτων με την αφορμή δημόσιων και ιδιωτικών αναθέσεων.
Τα χρόνια αυτά επίσης είναι ένας από τους γνωστούς ζωγράφους στους οποίους ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού αναθέτει τον σχεδιασμό αφισών και διαφημιστικού υλικού.
Το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας και το Χειμωνιάτικο Παραμύθι ανεβαίνουν στο Εθνικό Θέατρο με δικά του σκηνικά και κοστούμια (1952), συμμετέχει στην Δ’ Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο και ένα χρόνο αργότερα (1953) στην έκθεση της καλλιτεχνικής ομάδας “Στάθμη”, στη “Galleria Nazionale d’Arte Moderna”, στη Ρώμη. Την ίδια χρονιά ξεκινά και η μακρά του συνεργασία με τον Μάνο Κατράκη, σχεδιάζοντας τα σκηνικά για την παράσταση Ευγενία Γκραντέ που ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη· τα κοστούμια είναι του Γιάννη Τσαρούχη.
Στη δεκαετία –μεταξύ των πολλών και διαφορετικών ενασχολήσεων του Βασιλείου– ξεχωρίζουν η συμμετοχή του σε ομαδική έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στο Βελιγράδι (1954), η παράσταση του Ελληνικού Χοροδράματος Ελληνική Αποκριά (σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη) -της οποίας ο Βασιλείου επιμελείται το θέμα, τα σκηνικά και τα κοστούμια-, η έκθεση Neo-Byzantine Church Art στο “Detroit Institute of Arts” (1955), οι συνεργασίες με το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο (Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Καραϊσκάκης, Βασίλισσα Αμαλία), η έκθεση στο “Centro per la Cooperazione Mediterranea” στο Παλέρμο της Σικελίας (1957), σειρά ατομικών εκθέσεων (σημειώνουμε ιδιαίτερα την ετήσια παρουσία του από το 1956 έως και το 1959 στη γκαλερί “Ζυγός”), σκηνικά και κοστούμια για τη Θεοφανώ του Τερζάκη στη Ροτόντα Θεσσαλονίκης (1958), συμμετοχές ακόμη στις εκθέσεις Ελληνικού Σχεδίου «επί του Υπερωκεανίου Ολυμπία» (1956), Art Grec Contemporain στη “Gallerie Creuze” στο Παρίσι και Καλλιτεχνικό Βιβλίο και Χαρακτική στη “Γκαλερί Τέχνης” στην Αθήνα (1958), στις Πανελληνίους των ετών 1957 και 1960, παρουσίες στο διαγωνισμό έργων που εκπροσωπούν την Ελλάδα στο διεθνή διαγωνισμό του βραβείου Guggenheim (από το 1958), καθώς επίσης και στη Μπιενάλε του Sao Paulo (1959).
Tο 1960 το έργο του Φώτα και Σκιές τιμάται από το ελληνικό τμήμα της AICA με το βραβείο Guggenheim για την Ελλάδα.
1961-1967
Στην αφετηρία των χρόνων του ’60 βρίσκεται η συνεργασία με το Μιχάλη Κακογιάννη (1961) για την κινηματογραφική μεταφορά της Ηλέκτρας του Ευριπίδη. Την ίδια χρονιά ο Βασιλείου ολοκληρώνει την αγιογράφηση του Αγ. Βλάση στο Ξυλόκαστρο και πραγματοποιεί επετειακή ατομική έκθεση στη γκαλερί “Ζυγός”.
To 1962 επιμελείται την παράσταση του Ελληνικού Χοροδράματος Το τραγούδι του Νεκρού αδερφού σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Το επόμενο έτος (1963) υπογράφει στην Όπερα της Στουτγκάρδης τα σκηνικά και τα κοστούμια για την Ηλέκτρα του Στράους και συνεργάζεται με τον Αλέξη Σολομό και το Εθνικό θέατρο για το Ονειρόδραμα του Στρίνμπεργκ. Το 1964 εργάζεται αντίστοιχα για τις παραστάσεις Βαβυλωνία του Βυζάντιου (σε σκηνοθεσία Κ. Κουν) και Ειρήνη του Αριστοφάνη (σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη) που παρουσιάζεται από το Άρμα Θεάτρου.
Στα 1965, στο πλαίσιο της προβολής του αιτήματος της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού, φιλοτεχνεί για τη Γενική Διεύθυνση Τύπου καλλιτεχνικό χάρτη του νησιού (με το μήνυμα του Γεωργίου Παπανδρέου να προβάλλεται εμφατικά). Επίσης αναλαμβάνει τη διαμόρφωση της σκηνής του θεάτρου της Δώρας Στράτου στο λόφο του Φιλοπάππου.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 εξάλλου -οπότε και ο Βασιλείου αναδεικνύεται σε έναν από τους συνεπέστερους καταγραφείς των μεταμορφώσεων του σύγχρονου αστικού τοπίου, ενώ συγχρόνως παγιώνει την εικαστική ταυτότητα του μονοχρωματικού βάθους, της καταξίωσης του καθημερινού και της ανορθόδοξης σύγκλησης ετερόκλητων αντικειμένων- συμμετέχει σε σειρά εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Επιλεκτικά αναφέρονται η παρουσία του σε ομαδικές εκθέσεις Ελλήνων καλλιτεχνών στο Παρίσι και το Βελιγράδι αλλά και στην Ζ’ Πανελλήνια Έκθεση το 1963, η συμμετοχή του στην έκθεση Peinture Grecque Contemporaine στο Palais des Beaux-Arts στις Βρυξέλλες και στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1964, η ατομική έκθεση στο Χίλτον το 1965 (υπό τον γενικό τίτλο Αθήνα-Ερέτρια· εναλλαγές με χειμωνιάτικο φως) και στην αίθουσα “Upper Grosvenor Galleries” στο Λονδίνο έναν χρόνο αργότερα, αλλά και η συμπερίληψη της δουλειάς του στην έκθεση La Semaine Grecque στις Βρυξέλλες, τον Απρίλιο του 1967.
1969-1985
Το 1969 είναι έτος απολογισμού εκδίδει το αυτοβιογραφικό του λεύκωμα Φώτα και Σκιές και γιορτάζονται, ύστερα από πρωτοβουλία φίλων και συνεργατών του, τα 40 χρόνια παρουσίας του στη σκηνογραφία. Το 1970 εκθέτει στο Λονδίνο και στην Κύπρο και για πρώτη φορά ανεβαίνει παράσταση αρχαίας τραγωδίας με δική του καλλιτεχνική επιμέλεια στην Επίδαυρο (Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Τ. Μουζενίδη).
Από το 1971 έως το 1974 οργανώνει ατομικές εκθέσεις σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης: Βασιλεία, Παρίσι, Ζυρίχη, Γενεύη, Κολωνία ενώ το 1972 ξεκινά τη λειτουργία της η Στοά Σ.Β. ή Μαντρότοιχος στο εξοχικό του στην Ερέτρια με την έκθεση Σπονδή Φιλίας, στην οποία συμμετέχουν οι Ζογγολόπουλος, Γ. Κολέφας, Α. Μπαχαριάν, Θ. Πανουργιάς και Π. Τέτσης. Από το 1974 εντάσσεται στη διοίκηση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και έως το 1981 διατελεί μέλος και πρόεδρος του Δ.Σ. καθώς και πρόεδρος της καλλιτεχνικής της επιτροπής. Την ίδια χρονιά εκθέτει στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών και οργανώνει την δεύτερη Σπονδή Φιλίας στον “Μαντρότοιχο” με τους παλιούς «συμμαθητές» Α. Αστεριάδη, Σ. Κόκκινο, Α. Πολυκανδριώτη κ.ά.
Το 1975 η Εθνική Πινακοθήκη διοργανώνει την πρώτη μεγάλη αναδρομική του έκθεση. Ο ίδιος υπολογίζει τότε τα έργα του γύρω στις 5.000. Παράλληλα συμμετέχει στην Πανελλήνια έκθεση μετά από δεκαετή απουσία και οργανώνει ατομική έκθεση στην Κολωνία (“Gallerie Lambert Monet”). Επίσης επιμελείται στο Ηρώδειο την όπερα του Μπερλιόζ Η καταδίκη του Φάουστ. (Ε.Λ.Σ.). Τα έτη 1976-77 εκθέτει εκτός Αθηνών: Ηράκλειο (Βασιλική Αγ. Μάρκου), Ρέθυμνο, Λονδίνο (“Villiers Gallery”), Γενεύη (“Gallery Dedale”), Θεσσαλονίκη (“Κοχλίας”), Γάνδη, Πάτρα. To 1978 επιμελείται την τελευταία του παράσταση στην Εθνική Λυρική Σκηνή: το Βαφτιστικό του Θ. Σακελλαρίδη. Το 1979 συμμετέχει σε ομαδική έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στην Ιρλανδία και πραγματοποιεί ατομική έκθεση στο Πανεπιστήμιο της Κονστάντζας.
Ακολουθούν το 1980 ατομική επετειακή έκθεση στη Θεσσαλονίκη (“Κοχλίας”), η τελευταία δουλειά του για το θέατρο το 1982 -με πρωταγωνιστή το Μάνο Κατράκη και συνεργάτη στα κοστούμια τον Γιάννη Τσαρούχη (Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη του Νικ. Βρεττάκου)- και την ίδια χρονιά η τελευταία ατομική έκθεση στη γκαλερί “Ζυγός”. Η Εθνική Πινακοθήκη τιμά τον ζωγράφο με μία δεύτερη αναδρομική έκθεση το 1983.
O Σπύρος Bασιλείου έφυγε στις 22 Μαρτίου 1985 σε ηλικία 83 ετών.
De Siris