Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Παναγιώτης Χαρανής

Παναγιώτης Χαρανής

Ο Παναγιώτης Χαρανής γεννήθηκε το 1905 και πέθανε στις 23 Μαρτίου 1985, υπήρξε σπουδαίος βυζαντινολόγος στις ΗΠΑ, γνωστός ως Peter Charanis. Είχε σπουδαία προσφορά στους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ιστοριογραφίας με σειρά σημαντικών δημοσιευμάτων. Επίσης, συνέβαλε καθοριστικά στην καθιέρωση του μαθήματος της βυζαντινής ιστορίας και πολιτισμού στα αμερικανικά πανεπιστήμια.

Οι σπουδές του

Ο Παναγιώτης Χαρανής γεννήθηκε το 1905 στην Ατσική της Λήμνου κι έμαθε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού του. Το 1920 η οικογένειά του μετανάστευσε στις Η.Π.Α., όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί Ατσικιώτες από τα τέλη του 19ου αιώνα. Εκεί ο Παναγιώτης Χαρανής έγινε Peter Charanis, όνομα με το οποίο έγινε γνωστός στους πανεπιστημιακούς κύκλους και στη βιβλιογραφία, με αποτέλεσμα όσοι αγνοούν την καταγωγή του, να το μεταφράζουν στα Ελληνικά ως "Πέτρος Χαράνης", αλλοιώνοντας τόσο το βαφτιστικό όσο και το επώνυμό του.

Στις Η.Π.Α., παρά τα αρχικά προβλήματα προσαρμογής, ο Π. Χαρανής κατάφερε να συμπληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές και να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο Rutgers την περίοδο 1927-31. Στη συνέχεια κάνει μεταπτυχιακή έρευνα στο Πανεπιστήμιο Madison Wisconsin για δύο χρόνια (1931-35). Εκεί γνωρίζεται με τον σπουδαίο Ρώσο βυζαντινολόγο Αλεξάντερ Βασίλιεφ, μια γνωριμία καθοριστική για το μέλλον του, αφού εκείνος τον παρακίνησε ν’ ασχοληθεί με τη βυζαντινή ιστορία. Υπό την εποπτεία του Βασίλιεφ εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή, με θέμα την «Εκκλησιαστική πολιτική του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αναστασίου Α΄ του Δικόρου (491-518 μ.Χ.)», έργο το οποίο αργότερα εκδόθηκε σε βιβλίο από το Πανεπιστήμιο Madison.

Όμως, οι βυζαντινές σπουδές ήταν ακόμα στα σπάργανα στις Η.Π.Α. κι ο Χαρανής αναγκάζεται να αναζητήσει πνευματική τροφή στην Ευρώπη. Τη διετία 1936-38 έρχεται στις Βρυξέλλες, όπου κάνει μεταδιδακτορική έρευνα κοντά στον μεγάλο Βέλγο βυζαντινολόγο κι ελληνιστή Henri Gregoire, με τον οποίο έκτοτε συνδέεται με μακροχρόνια φιλία. Στην Ευρώπη έχει την ευκαιρία να γνωριστεί και να συνεργαστεί και με άλλους επιφανείς μεσαιωνολόγους, όπως τον Nicolas Adonz (αρμενολόγο) και τον Paul Wittek (τουρκολόγο).

Το έργο του

Το 1938, με πλούσιες γνώσεις και σημαντικό ερευνητικό έργο επιστρέφει στις Η.Π.Α., όπου γίνεται δεκτός ως διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Rutgers, όπου είχε σπουδάσει. Κατά την άφιξη του εκεί η βυζαντινή ιστορία ήταν άγνωστη, όπως άλλωστε στα περισσότερα αμερικανικά πανεπιστήμια. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος σ’ ένα άρθρο του:

"Τα περισσότερα μέλη του (ιστορικού) τμήματος δεν είχαν καν ακούσει ποτέ ότι είχε υπάρξει μια τέτοια Αυτοκρατορία".

Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1976, όταν αποχωρούσε από το Rutgers, η βυζαντινή ιστορία αποτελούσε τον κεντρικό τομέα του πανεπιστημίου, το οποίο δεχόταν και μεταπτυχιακούς φοιτητές, ενώ οι βυζαντινές σπουδές είχαν επεκταθεί σε δεκάδες άλλα επιστημονικά ιδρύματα της χώρας αυτής.
Σύντομα ο Παν. Χαρανής, χάρη στο συγγραφικό του έργο, αλλά και στη γλαφυρή και μεταδοτική διδασκαλία του, άρχισε να ανεβαίνει στην ιεραρχία του Πανεπιστημίου Rutgers, γινόμενος σταδιακά: βοηθός το 1941, αναπληρωτής το 1946, τακτικός το 1949 κι επίτιμος καθηγητής το 1963. Παράλληλα εργάστηκε ως επισκέπτης ερευνητής στο διάσημο ιστορικό κέντρο Dumbarton Oaks της Washington, τις χρονιές 1944-46, 1956-57 και 1978-79.

Με την καθοδήγησή του, το Πανεπιστήμιο Rutgers άρχισε να μετατρέπεται σιγά-σιγά σε κέντρο βυζαντινών σπουδών με διεθνή φήμη. Πλήθος φοιτητών έρχονταν να παρακολουθήσουν τις παραδόσεις του. Όπως θυμούνται παλιοί φοιτητές του, είχε επιβλητική προσωπικότητα στην τάξη, δίδασκε με πάθος και δυναμισμό, με κάποια τάση επίδειξης κι είχε εκπληκτική μεταδοτικότητα, ιδιότητες που τον έκαναν πολύ δημοφιλή στον φοιτητόκοσμο. Το 1957, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιό του, ξεκινά μια σειρά αυτοτελών εκδόσεων με τον γενικό τίτλο: «Rutgers Byzantine Series», στην οποία παρουσιάζονται τόσο νέες ερευνητικές εργασίες, όσο και μεταφράσεις στα αγγλικά παλιότερων έργων Ευρωπαίων ιστορικών.

Η φήμη του Χαρανή, ως P. Charanis πλέον, σύντομα ξεπερνά τις Η.Π.Α. και φθάνει στην Ευρώπη και φυσικά στην Ελλάδα. Ήδη από το 1953 δημοσιεύει μελέτες του στο περιοδικό "ΕΛΛΗΝΙΚΑ" της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
Το 1963, εκδίδεται στη Λισαβόνα η μελέτη του «Οι Αρμένιοι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία», η οποία μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1992. Βιβλία του εκδίδονται επίσης στην Οξφόρδη το 1966 και στο Παρίσι το 1972, ενώ το 1974 εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη το έργο του: «Εκκλησία και πολιτεία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία».

Η αναζήτηση από τους Ευρωπαίους ερευνητές παλιότερων δημοσιευμένων εργασιών του -που ξεκινούν από το 1944- έχει ως αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν σε δύο τόμους στη σειρά «Variorum Reprints». Εκδόθηκαν στο Λονδίνο: ο πρώτος το 1972 με τίτλο «Σπουδές για τη δημογραφία στη Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» και ο δεύτερος το 1973, «Κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή στη Βυζ. Αυτοκρατορία».

Η αναγνώριση

Το 1972, ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Επίσης το ελληνικό κράτος του απένειμε το Παράσημο του Φοίνικα, για τη συμβολή του στην έρευνα της ελληνικής ιστορίας και στη διάδοση της ελληνικής ιστορικής έρευνας στο εξωτερικό. Η αξία των μελετών του είναι μεγάλη και διεθνώς ανεγνωρισμένη. Απλά σημειώνουμε ότι πάνω από 25 εργασίες του αναφέρονται στη βιβλιογραφία της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών (βλ. τους σχετικούς με το Βυζάντιο τόμους: Ζ΄, Η΄, Θ΄).

Το 1976, σε ηλικία 71 ετών, αποχωρεί τιμώμενος από το Πανεπιστήμιο Rutgers, του οποίου αναγορεύεται ισόβιος επίτιμος διδάκτορας. Το 1980, η διάδοχός του στη θέση, Αγγελική Λαΐου-Θωμαδάκη, αναγνωρίζοντας την επιστημονική προσφορά του, επιμελείται της έκδοσης του τιμητικού τόμου: «Essays in honor of Peter Charanis», στον οποίο πρώην φοιτητές του, συνάδελφοι και φίλοι του σκιαγραφούν την προσωπικότητα και περιγράφουν το έργο του. Πολλοί απ’ αυτούς, ανάμεσά τους κι αρκετοί Έλληνες, αφού μαθήτευσαν κοντά του, συνεχίζουν το έργο του σε αμερικανικά πανεπιστήμια, διαδίδοντες τις βυζαντινές σπουδές και κάνοντας παγκόσμια γνωστή την ελληνική ιστορία.

Ο Παναγιώτης Χαρανής δεν ξέχασε την πατρίδα του, την Ατσική της Λήμνου. Ερχόταν σπάνια στην Ελλάδα αλλά συχνά έστελνε τη συνδρομή του για διάφορα έργα που γίνονταν στο χωριό του προτιμώντας την ανωνυμία. Τ’ όνομά του διακρίνεται μόνο σε μια σεμνή μαρμάρινη πλάκα, στο ξωκλήσι του Αγίου Ερμόλαου, ανάμεσα στα ονόματα των δωρητών του μικρού ναού.

Ο Παναγιώτης Χαρανής πέθανε στις 23 Μαρτίου 1985, σε ηλικία 80 ετών. Άφησε ένα γιο και μια θυγατέρα, επίσης καθηγήτρια, η οποία ζει στη Θεσσαλονίκη.

De Siris