Αχιλλέας Απέργης
Ο Αχιλλέας Απέργης γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1909 και πέθανε στις 23 Μαρτίου 1986. Το 1935 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και το 1936 ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου σπούδασε γλυπτική με καθηγητές τους Κώστα Δημητριάδη, Θωμά Θωμόπουλο και Μιχάλη Τόμπρο. Αποφοίτησε το 1939, χρονιά διεθνώς κρίσιμη, καθώς η έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η μετέπειτα εξέλιξή του σημάδεψαν την παγκόσμια καλλιτεχνική έκφραση.
Στη διάρκεια του πολέμου παρέμεινε στην Αθήνα, εκτελώντας παραγγελίες ανδριάντων και ολόσωμων αγαλμάτων. Στα έργα αυτής της περιόδου ακολουθούσε τα διδάγματα των δασκάλων του, χωρίς να απομακρύνεται από το γενικό κλίμα της ελληνικής γλυπτικής, που παρέμενε «απροβλημάτιστα παραστατική και νατουραλιστική, τεχνικά πολύ εξελιγμένη, αισθητικά όμως καθυστερημένη ως προς την ευρωπαϊκή τέχνη». Εξάλλου, ο ίδιος ο Απέργης παραδέχεται ότι το 1942 ξεκίνησε ως νατουραλιστής. Πιθανότατα σ’ αυτήν την περίοδο να ανήκουν τα παραστατικά έργα Ταφικό μνημείο της οικογένειας Δ. Χ. Βέλλη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, προτομή του Κ. Θεοτόκη στο Δημοτικό Πάρκο της Κέρκυρας και στο Ζάππειο και ανδριάντας του Δαβάκη στην Καλλιθέα και την Καστοριά που διακρίνονται για «την ευαισθησία των μορφών, τη ρευστότητα των περιγραμμάτων, την έμφαση στην ισορροπία των όγκων και την αποφυγή των λεπτομερειών».
Παρόλο που τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αναλαμβάνει παραγγελίες ανδριάντων για λόγους βιοποριστικούς, μέσα στο εργαστήριο του επιδίδεται σε πειραματισμούς με σκοπό την απλούστευση της φόρμας και την αποβολή κάθε παραστατικού στοιχείου από τη γλυπτική του.
Την περίοδο 1948-1950 γλύπτες, όπως οι Κλέαρχος Λουκόπουλος, Γεώργιος Ζογγολόπουλος, Λάζαρος Λαμέρας, Αγαμέμνων Μακρής κ.ά. στρέφονται στη μη παραστατική γλυπτική, σαφώς επηρεασμένοι από την τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο. Η «χειραφέτηση» της γλυπτικής έρχεται τώρα, από πολλούς δρόμους και μέσα από ποικίλες, καινούργιες ή παλιές, τεχνικές και υλικά που δοκιμάζονται ταυτόχρονα στο ίδιο έργο. Ο Αχ. Απέργης δεν μένει ανεπηρέαστος και αναπτύσσει μία προσωπική πλαστική γλώσσα, που θα εκφραστεί αργότερα μέσα από την οξυγονοκόλληση βεργών, πάνω στις οποίες αποτυπώνει τη χειρονομία του.
Ο ίδιος ο Απέργης σε χειρόγραφό του ομολογεί πως:
«Είναι από αρκετά χρόνια που αισθανόμουνα μια κάπως(;) θα μπορούσα να πω κούραση στις παλιές μορφές έκφρασης που με τον καιρό όλο και δυνάμωνε η κούραση αυτή. Πάντοτε όταν εργαζόμουνα ένα γλυπτό νατουραλιστικό εύρισκα πως δεν μου επέτρεπε η υποχρεωτική αυτή σχεδόν εργασία να εξωτερικεύσω βαθύτερα νοήματα. Κάτι που ίσως ήθελα να πω, κάτι δικό μου».
Διαφαίνεται από το χειρόγραφο πως το ανήσυχο πνεύμα του εγκλωβιζόταν μέσα στις περιορισμένες δυνατότητες καλλιτεχνικής έκφρασης που του παρείχε η παραστατική γλυπτική.
Το 1955 αποτελεί σταθμό στη γλυπτική του, καθώς παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τα πρώτα του αφηρημένα γλυπτά σε γύψο, χαλκό και σίδερο. Η έκθεση πραγματοποιείται στην αίθουσα Ιλισσός όπου μαζί με τον Αχ. Απέργη εκθέτει ζωγραφικά έργα η ζωγράφος Σ. Κυριακή-Ζησοπούλου. Οι τεχνοκριτικοί της εποχής υποδέχονται το έργο του ένθερμα, διότι η έως τότε επίσημη δημιουργία του δεν προμήνυε αυτήν τη μεταστροφή. Στην κριτική της έκθεσης που συνέγραψε για την εφημερίδα «Ελευθερία» ο Τ. Σπητέρης παρατηρεί πως: «Είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε ένα σύνολο από αφηρημένα γλυπτά στον τόπο μας».
Από το 1959 ως το 1975 περίπου, ο Αχ. Απέργης καθιερώνεται στην Ελλάδα και τα έργα του γίνονται αναγνωρίσιμα εξαιτίας του ιδιαίτερου πλαστικού ιδιώματος που ανέπτυξε. Στο εξωτερικό, συμμετέχει το 1959 σε έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στην γκαλερί Creuze στο Παρίσι, το 1960 σε έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στη γκαλερί Woodstock στο Λονδίνο, ενώ το 1962 και το 1964 πραγματοποιεί ατομικές εκθέσεις στη γκαλερί Drian, επίσης στο Λονδίνο, γεγονός που μαρτυρεί την απήχηση του έργου του στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Ευρώπης.
Ο ξένος τύπος υποδέχεται ένθερμα το έργο του, αναγνωρίζοντας σε αυτό τη χειρονομιακή ορμή και το δυναμικό ρυθμό. Ο Charles Spencer γράφει στους «New York Times»: « Τα γλυπτά του «Έλληνα γλύπτη» απομακρύνονται από τα πρότυπα της αρχαίας κλασικής γλυπτικής και διακρίνονται για την εξπρεσιονιστική μνημειακότητά τους».
Η ανάγκη του να συμμετέχει στα εικαστικά δρώμενα της Ευρώπης τον οδήγησε σε μια στενή συνεργασία με τον τεχνοκρίτη Τ. Σπητέρη. Το 1963 και το 1966 αποτελούν σημαντικές χρονιές για τη δραστηριότητα του Απέργη στην Ελλάδα, καθώς παρουσιάζει το έργο του σε δύο μεγάλες ατομικές εκθέσεις, στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο και στο Χίλτον αντίστοιχα. Από το 1968 ως το 1975 δεν οργανώνει καμία ατομική έκθεση, επιθυμώντας με τη σιωπή του αυτή να εκφράσει την αντίθεση του στη δικτατορία που οδήγησε την τέχνη σε οπισθοδρόμηση και περιόρισε τη σκέψη. Συνέχισε με εκθέσεις στην Ελλάδα μέχρι τον θάνατο του στις 23 Μαρτίου 1986.
De Siris