Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Ιερώνυμος Β’


Ιερώνυμος Β’

Ο Ιερώνυμος Β’ (κοσμικό όνομα Ιωάννης Λιάπης) είναι ο 20ος Προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος από της ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου της με τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Είναι Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, του ανώτατου θεσμικού οργάνου διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.

Εξελέγη Αρχιεπίσκοπος την 7η Φεβρουαρίου 2008, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος από Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας, θέση στην οποία είχε υπηρετήσει από το 1981. Ως Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας είχε διακριθεί για τις περιβαλλοντικές και φιλανθρωπικές του δραστηριότητες συνάμα με την πρόνοιά του για τη βοήθεια τοξικομανών, υπερηλίκων και νέων. Για μακρό χρονικό διάστημα υπήρξε στενός συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ αρχικά ως Γραμματέας και Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου, ενώ η συνεργασία τους συνεχίστηκε και το διάστημα της διακονίας του στην Ι. Μητρόπολη Λιβαδειάς.

Το 1998 ήταν ένας εκ των υποψηφίων της αρχιεπισκοπικής εκλογής αλλά ηττήθηκε από τον από Δημητριάδος Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο κατά την τρίτη ψηφοφορία. Την δεκαετία της αρχιεπισκοπείας Χριστοδούλου βρέθηκε αρκετές φορές σε αντιπαράθεση μαζί του ειδικότερα για τα θέματα των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις λαοσυνάξεις, που πραγματοποιήθηκαν εναντίον της παύσης της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες.

Ως αρχαιολόγος και θεολόγος δημοσίευσε επιστημονικές μελέτες και άρθρα. Έχει υπάρξει συνεργάτης της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας ενώ έχει βραβευθεί για το έργο του «Μεσαιωνικά Μνημεία της Εύβοιας» από την Ακαδημία Αθηνών.

Βιογραφικό

Ο Ιωάννης Λιάπης γεννήθηκε στις 10 Μαρτίου 1938 στα Οινόφυτα Βοιωτίας και ήταν το πρώτο από τα δύο παιδιά του Τάσου και της Δήμητρας Λιάπη. Οι γονείς του ασχολούνταν με αγροτικές και ποιμενικές εργασίες. Ο Ιωάννης εντάχθηκε από νωρίς στα ακμάζοντα την εποχή εκείνη κατηχητικά σχολεία, όπου γνώρισε τον πνευματικό του καθοδηγητή, τον τότε Αρχιμανδρίτη και μετέπειτα Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας, Νικόδημο Γραικό.

Μετά το πέρας των εγκύκλιων σπουδών του εισήλθε στο Τμήμα Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή. Διετέλεσε πρώτος σε πανελλαδική κλίμακα υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.) στις βυζαντινές σπουδές, τις οποίες πραγματοποίησε στα Πανεπιστήμια του Γκρατς (Αυστρία) και του Μονάχου (Δυτ. Γερμανία), ενώ φοίτησε και στο Ostkirchliches Institut, Ινστιτούτο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που εδρεύει στο Ρέγκενσμπουργκ της Γερμανίας. Εργάσθηκε ως πανεπιστημιακός βοηθός στην Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία δίπλα στον Αναστάσιο Ορλάνδο και ως φιλόλογος στο Λεόντειο Λύκειο της Νέας Σμύρνης, στο 9ο Νυκτερινό Γυμνάσιο Αθηνών, καθώς και στο Γυμνάσιο της Αυλώνας.

Εγκαταλείποντας την ακαδημαϊκή του καριέρα εντάχθηκε στον ορθόδοξο κλήρο. Τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης έλαβε την 3η Δεκεμβρίου 1967, χειροτονούμενος Διάκονος από τον Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας Νικόδημο στη Θήβα και λαμβάνοντας το όνομα Ιερώνυμος προς τιμήν του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου Α'. Στις 10 του ίδιου μήνα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη πόλη της Λιβαδειάς λαμβάνοντας το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη.

Από της χειροτονίας του έως και το 1978 υπηρέτησε ως Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας και διετέλεσε Ηγούμενος των Ιερών Μονών Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαγματά (1971-1977) και Οσίου Λουκά Βοιωτίας (1977-1981). Το διάστημα των ετών 1978 - 1981 υπήρξε Γραμματέας και κατόπιν Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Το 1981, έπειτα από την παραίτηση του Μητροπολίτη Νικόδημου, εξελέγη παμψηφεί Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας. Η εις επίσκοπον χειροτονία του πραγματοποιήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1981 στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών, προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Ως Μητροπολίτης συμμετείχε στις Συνοδικές Επιτροπές Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως, Εκκλησιαστικής Περιουσίας, Σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας, Υποτροφιών και εργάστηκε ως Αντιπρόεδρος του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδος. Υπήρξε μέλος μεικτών επιτροπών Πολιτείας και Εκκλησίας για την μελέτη θεμάτων για την μοναστηριακή περιουσία (1986-1998) και την εκκλησιαστική εκπαίδευση (1986-1998) και Πρόεδρος της επιτροπής Διαλόγου Κοινωνίας-Εκκλησίας (2005-2007).

Κατά τη διάρκεια της διακονίας του στη Μητρόπολη Λιβαδειάς αναπαλαιώθηκαν και επανδρώθηκαν έξι ανδρώες Ιερές Μονές και δεκαεπτά γυναικείες. Ανάμεσα στις Μονές αυτές συγκαταλέγονται οι ιστορικές Μονές του Οσίου Λουκά, Σαγματά, Οσίου Σεραφείμ, Μακαριωτίσσης, Ευαγγελιστρίας και Ιερουσαλήμ.

Στο κοινωνικό του έργο ξεχωρίζουν η δημιουργία οικοτροφείων, ορφανοτροφείου με μορφή ανάδοχης οικογένειας (Θήβα), Στεγών Ηλικιωμένων (Θήβα, Λιβαδειά), Κέντρου Επανένταξης Ψυχικώς Πασχόντων (Λιβαδειά), Εκπαιδευτηρίου Δημιουργικής Απασχόλησης Παίδων με Ειδικές Ανάγκες σε συνεργασία με άλλους φορείς του Νομού (Λιβαδειά), του Κέντρου Πρόληψης για τα ναρκωτικά (Λιβαδειά), Συσσιτίων Απόρων συμπεριλαμβανομένων και οικονομικών μεταναστών (Θήβα), Συμβουλευτικών Σταθμών (Θήβα), Κέντρου Ιστορικών και Αρχαιολογικών Ερευνών (Ζάλτσα - Ιερά Μονή Λυκούρεση).

Στην Μητρόπολή Λιβαδειάς φρόντισε για τη δημιουργία και λειτουργία ενοριακών πνευματικών κέντρων και κέντρων νεότητας στις περισσότερες ενορίες, καθώς και προτύπων κατασκηνωτικών εγκαταστάσεων στον Παρνασσό. Με πρωτοβουλία του ιδρύθηκε και λειτουργεί το Κέντρο Ερευνών της Ιστορίας και του Πολιτισμού της Βοιωτίας, το οποίο συνεργάζεται με τα Πανεπιστήμια Durham και Cambridge. Πρωτοστάτησε για την δημιουργία του Κέντρου Ευαισθητοποιήσεως Πληθυσμού σε θέματα περιβάλλοντος και οικονομικών μεταναστών, το οποίο λειτουργεί στα Οινόφυτα.

Για την συμβολή του στο φιλανθρωπικό έργο της Μητροπόλεως Λιβαδειάς, που σχετίζεται με την υγεία, τιμήθηκε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κραϊόβας στη Ρουμανία με την απονομή του τίτλου του επιτίμου Διδάκτορα. Επίσης είναι Πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας (ΕΛΙΚΑΡ).

Την 7η Φεβρουαρίου 2008 εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και ενθρονίστηκε στις 16 Φεβρουαρίου.

Συγγραφικό έργο

Μεσαιωνικά Μνημεία της Ευβοίας, 1971
Οι εγκαταστάσεις των Χιλιαστών στην Βοιωτία ή Πώς ξεπουλιέται η Ελλάδα, 1992
Χριστιανική Βοιωτία, Α' Τόμος, 2005

De Siris