Γρηγόριος ΣΤ’
Ο Γρηγόριος ΣΤ΄ κατά κόσμον Γεώργιος Φουρτουνιάδης, ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης.
Γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1798 στο χωριό Φαναράκι του Βοσπόρου. Το 1815 χειροτονήθηκε διάκονος της Μητρόπολης Δέρκων, παίρνοντας το όνομα Γρηγόριος. Το 1825 ορίστηκε μέγας αρχιδιάκονος του Πατριαρχείου από τον Πατριάρχη Χρύσανθο και το 1825 χειροτονήθηκε διαδοχικά μέγας πρωτοσύγγελος και κατόπιν Μητροπολίτης Πελαγονίας. Τον Αύγουστο του 1833 εξελέγη Μητροπολίτης Σερρών. Κατόπιν σφοδρών συζητήσεων και αντεγκλήσεων και με την υποστήριξη συντεχνιών εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης στις 26 Σεπτεμβρίου 1835.
Ήταν εξαιρετικά ηθικός και ευλαβής, αλλά επίμονος στις ιδέες του. Εξέδωσε κανονικές διατάξεις που αφορούσαν τον γάμο (συνοικέσια, προίκα), την εκπαίδευση των μοναχών και δογματικές διαφορές με την Καθολική Εκκλησία και τους Διαμαρτυρομένους. Απαγόρευσε τον ενταφιασμό εντός ναών και καταδίκασε τη μετάφραση της Αγίας Γραφής σε απλούστερη μορφή γλώσσας. Στις 19 Δεκεμβρίου 1839 εξέδωσε Πατριαρχική και Συνοδική εγκύκλιο («Περί της νεωστί αναφανείσης αντιχρίστου διδασκαλίας του Θεοσεβισμού») εναντίον του Θεόφιλου Καΐρη και της διδασκαλίας του.
Επαύθη από το Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ στις 20 Φεβρουαρίου 1840 και αποσύρθηκε στο σπίτι του στο Μέγα Ρεύμα. Επανεξελέγη 27 έτη αργότερα, μετά την παραίτηση του Πατριάρχη Σωφρονίου, στις 10 Φεβρουαρίου 1867 και παραιτήθηκε στις 10 Ιουνίου 1871. Πέθανε στις 8 Ιουνίου 1881. Ετάφη στο προαύλιο του Ιερού Ναού των Ασωμάτων (Παμμεγίστων Ταξιαρχών) στο Μέγα Ρεύμα και το 1906 έγινε ανακομιδή των οστών του.
De Siris