Γερμανός Καραβαγγέλης
Ο Επίσκοπος Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν Μητροπολίτης Καστοριάς και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς και του Ποντιακού Ελληνισμού, αργότερα, οργανώνοντας αντιανταρτικά σώματα με ντόπιους οπλαρχηγούς με συνέπεια να αναδειχθεί μία από τις σημαντικότερες μορφές των Αγώνων εκείνων. Οι υπηρεσίες του τόσο προς το Έθνος όσο και προς την Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξαν ανεκτίμητες.
Βιογραφία
Ο Καραβαγγέλης γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου στις 16 Ιουνίου του 1866, από Ψαριανό πατέρα . Οι γονείς του Χρυσόστομος και Μαρία, απέκτησαν, εκτός από τον πρωτότοκο Στυλιανό, τον μετέπειτα Γερμανό, και άλλα επτά παιδιά, έξι κορίτσια και ένα αγόρι, απ΄ τα οποία, το αγόρι και ένα κορίτσι πέθαναν νωρίς.
Μεγάλωσε στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας όπου μετακόμισε η οικογένειά του όταν ο Στυλιανός ήταν δύο χρονών, όπου ο πατέρας του άνοιξε εκεί εμπορικό κατάστημα. Από το Αδραμύττιo θα φύγει νέος πια, με υποτροφία που του χορηγεί, εκτιμώντας την ευφυΐα του, την φιλομάθειά του και το παρουσιαστικό του, ο Μητροπολίτης Εφέσου Αγαθάγγελος, για να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία θα αποφοιτήσει με άριστα το 1888. Την ημέρα της αποφοίτησης, χειροτονήθηκε διάκονος από τον Πατριάρχη Διονύσιο Ε΄ και πήρε το όνομα Γερμανός, προς τιμήν του ιδρυτή της Σχολής, Πατριάρχη Γερμανού Δ΄. Κατόπιν, συνέχισε τις σπουδές του, με δαπάνες του πλούσιου ομογενή Στεφάνοβικ, σπουδάζοντας επί τριετία φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας και της Βόννης.
Μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη όπου το 1891 διορίστηκε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Το 1896 χειροτονήθηκε επίσκοπος Πέραν με τον τίτλο "επίσκοπος Χαριουπόλεως" όπου και ανέπτυξε σπουδαία δράση αφενός καταπολεμώντας ξένες προπαγάνδες και αφετέρου για την ελληνοπρεπέστερη μόρφωση των Ελλήνων μαθητών αποσπώντας τους από ξένες σχολές που είχαν στο μεταξύ ιδρυθεί, ιδίως των Καθολικών.
Το 1900 τοποθετείται Μητροπολίτης Καστορίας (σημερινής Καστοριάς), από τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε΄.
Από της ενθρόνισής του άρχισε με τους λόγους του να εμψυχώνει και να αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων της περιοχής και να οργανώνει ένοπλα σώματα κατά των ενόπλων ομοίως Βουλγάρων Εξαρχικών που επιχειρούσαν την προσάρτηση των ελληνογενών χριστιανικών πληθυσμών στη Βουλγαρική Εξαρχία. Μαζί και με άλλους ιεράρχες της περιοχής που έδρασαν ομοίως ακολουθώντας το παράδειγμά του ο Μακεδονικός Αγώνας γενικεύθηκε. Κατάφερε πολλά χωριά και κωμοπόλεις να αποσκιρτήσουν από τη Βουλγαρική Εξαρχία και να επανενταχθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Παράλληλα, στην πολιτική σκηνή ζήτησε την επίσημη παρέμβαση του Ελληνικού Κράτους στον Αγώνα προκειμένου να μη μένει η πρωτοβουλία στους Βούλγαρους. Βέβαια το αίτημά του εκείνο είχε περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα παρά εθνικο-κεντρικό. Οι προσπάθειές του εκείνες, στέλνοντας σχετικές εκθέσεις στους Έλληνες πρωθυπουργούς Α. Ζαΐμη και Θ. Δεληγιάννη, τελικά απέδωσαν, όταν το 1904 η Ελλάδα υπό την πίεση και της κοινής γνώμης απεφάσισε την ενεργή συμμετοχή της στον ένοπλο αγώνα αντίστασης.
Ο ελληνικός κλήρος, ως ήταν επόμενο, υποστήριξε με μανία την τότε επιχείρηση του ελληνικού κράτους, με συνέπεια ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης να καταστεί ο μεγαλύτερος εχθρός του Βουλγαρικού Κομιτάτου. Πολλά στοιχεία για τη δράση του αντλούνται από τα απομνημονεύματα του, τα οποία δημοσιεύτηκαν από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ) (Καραβαγγέλης Γερμανός, Μητροπολίτης Καστοριάς. Ο Μακεδόνικος Αγων.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης κατέστη ο πρώτος και ο πιο επίμονος υπέρμαχος του αντιανταρτικού κινήματος. Στην αρχή προσπάθησε με τα κηρύγματά του να συνετίσει τους πάντες ότι ανήκουν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και μόνο, ενώ ως εθνότητα που κατοικεί στη περιοχή είναι όλοι Έλληνες. Στις ομιλίες του εκείνες δεν δίστασε αρχικά να επισκεφτεί τους ίδιους τους Κομιτατζήδες, όπως και τον αρχικομιτατζή Βασίλ Τσακαλάρωφ. Στα επόμενα όμως 7 χρόνια (1900 - 1907) όπου γενικεύτηκαν οι καταστροφές και οι σκοτωμοί ως μητροπολίτης Καστοριάς ύψωσε το σύνθημα «Βούλγαρος να μη μείνει».
Από κοινού με τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού Βάρδα, ο Καραβαγγέλης εμπνέει και δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκδίκηση των σφαγών που συγκλόνισαν τότε τον κόσμο. Μεταξύ αυτών των αντιποίνων ήταν και η σφαγή στο Γορίτσανι για την οποία ο ίδιος ο Γερμανός Καραβαγγέλής γράφει:
«Το χωριό είχε πάνω από 600 σπίτια... Ήταν οι χειρότεροι Βούλγαροι της επαρχίας μου. Όταν ο Βάρδας αποφάσισε να εφαρμόσει την τιμωρία τους, μου έγραψε και εγώ του έστειλα τα ονόματα των δικών μας (πρακτόρων), για να μην τους αγγίζει. Στις παραμονές της 25ης Μαρτίου 1905 αυτός, μαζί με 300 άντρες κρύφτηκε στο δάσος που βρισκόταν απέναντι από το χωριό. Πρωί - πρωί μπήκαν στο χωριό και άρχισαν οι τουφεκιές. Σκότωναν και πυρπολούσαν τα σπίτια τους. Εκείνη τη μέρα δολοφονήθηκαν 79 Βούλγαροι και δυστυχώς και μερικοί δικοί μας, σλαβόφωνοι μεν αλλά πολύτιμοι. Οι δικοί μας άνθρωποι δεν έπαθαν πολλές ζημιές, επειδή είχα δώσει τον κατάλογο τους στον Βάρδα και αυτοί είχαν κρυφτεί...»
Είναι πολύ φυσικό κάτω από εκείνη την αντιπαλότητα και το θρησκευτικό μένος να συνέβησαν και διάφορα έκτροπα που φέρεται να συνέργησε ο επίσκοπος Γερμανός χωρίς όμως και να έχουν όλα αποδειχθεί όπως ότι χρησιμοποιούσε υπηρεσίες μισθωτών δολοφόνων - τούρκων ληστών και πλήρωνε 5 λίρες (τούρκικες) για να του φέρουν το κομμένο κεφάλι ανθρώπου που ο ίδιος είχε επιλέξει, (όπως εικάζεται ότι ο Κότε (Κώττας) από το χωριό Ρούλια Καστοριάς έσφαξε τον τραυματισμένο στην επανάσταση βοεβόδα Λάζαρ Ποπτράικοφ), ή ότι πλήρωσε για το κεφάλι του 50 λίρες(!) και έβαλε στο γραφείο του φωτογραφία του κομμένου κεφαλιού...
Ως ηγέτης του αντιβουλγαρικού ανταρτικού κινήματος ο ίδιος γράφει:"Οι αντάρτικες ομάδες μεγάλωναν και αυξάνονταν συνεχώς (παραθέτονται τα ονόματα 30 Κρητών που ήταν επικεφαλής τέτοιων ομάδων). Διατηρούσα μαζί τους τακτική επαφή, μέσω του προξενείου του Μοναστηρίου και των μητροπολιτών. Συναντιόμουν προσωπικά μαζί τους και τους συμβούλευα να σκοτώνουν όλους τους ιερείς και βούλγαρους δασκάλους." (χαρακτηριστικό σημείο του θρησκευτικού και μόνο μένους).
Για τους σκοπούς που επιδίωκε ενδεικτική είναι η προφητική δήλωση του στον H. Brailsford σε μια από τις συναντήσεις τους μετά από την επανάσταση του Ιλίντεν:
"Η συμμαχία μας με τους Τούρκους είναι προσωρινή. Θα έρθει η μεγάλη μέρα όταν ο Ελληνισμός θα προβάλει τα δικαιώματα του. Αλλά πρώτης προτεραιότητας είναι η ανάγκη συντριβής των Βούλγαρων."
Η δράση αυτού του μητροπολίτη είναι χαρακτηριστική για το ρόλο της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας στον αγώνα εναντίον των Βουλγαρο-μακεδόνων που είχαν υπαχθεί στη Βουλγαρική Εξαρχία. Οι ελληνικές προσπάθειες για την προσάρτηση των εδαφών όπου κατοικούσαν και Βούλγαροι της Μακεδονίας έγιναν δυνατές μετά την παρέλευση δέκα τουλάχιστον χρόνων από τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα και όχι χάρη στην αποτυχία της Επανάστασης του Ιλίντεν (1903), όπως πολλοί πρεσβεύουν δεδομένου ότι δέκα χρόνια μετά, το 1913, υπεγράφη η πρώτη συνθήκη ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Βουλγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που προηγήθηκε σαφώς της ελληνικής προσάρτησης.
Το 1908, με το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα η Οθωμανική κυβέρνηση απαίτησε μετά από επιμονή στο Πατριαρχείο την μετακίνησή του Γερμανού όπου και εξελέγη και ανέλαβε Μητροπολίτης Αμασείας του Πόντου με έδρα την Σαμψούντα.
Ο Γερμανός και εκεί ανέπτυξε έντονη δράση δημιουργώντας σχολεία και ιδρύοντας γυμνάσιο αλλά και ένοπλες ομάδες κατά Τούρκων ατάκτων που λυμαίνονταν την περιοχή. Το 1913 ως μητροπολίτης Αμασείας διετέλεσε τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Αντιστάθηκε σθεναρά στις διώξεις των Νεοτούρκων αφιερώνοντας τις δυνάμεις του στην υπεράσπιση των δικαίων των Ελλήνων και Αρμενίων. Για τις ενέργειές του αυτές συνελήφθη και στάλθηκε δέσμιος στη Κωνσταντινούπολη όπου και φυλακίστηκε, το 1917 για κάποιο χρονικό διάστημα. Αργότερα το 1924 τοποθετήθηκε έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βιέννη.
Πέθανε πάμφτωχος στις 11 Φεβρουαρίου του 1935 στη Βιέννη. Τα απομνημονεύματα που έγραψε ειδικά για τον Μακεδονικό Αγώνα εκδόθηκαν από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών το 1959. Το ίδιο έτος το «Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου» από κοινού με την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών» επιχορήγησαν τη μεταφορά των οστών του με τιμητική συνοδεία αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Καστοριά, όπου και τοποθετήθηκαν σε κρύπτη κάτω από τον ανδριάντα του.
Κατηγορήθηκε από τους Μακεδόνες (αλλά και από κύκλους της Αθήνας) ότι κατέδωσε τον Κώττα Χρήστου στις Οθωμανικές αρχές. Ο καπετάν Κώττας ήταν αδελφοποιητός (από την παλιά συνεργασία τους) με το Μήτρο Βλάχο και αδυνατούσε εξ αυτού να τον σκοτώσει. Το ίδιο και ο Μήτρο Βλάχο προς αυτόν. Αυτό εξόργιζε τον Καραβαγγέλη, αλλά και πολλούς Έλληνες που ήταν αμείλικτοι προς τη Βουλγαρική πλευρά. Εν τούτοις, οι κατηγορίες αυτές δεν αποδείχτηκαν ποτέ.
De Siris