Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Παλαιών Πατρών Γερμανός


Παλαιών Πατρών Γερμανός

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1771 και πέθανε στις  30 Μαΐου 1826, ήταν μητροπολίτης Πάτρας και ένας από τους πρωταγωνιστές ιεράρχες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με διπλωματική και πολιτική δράση.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στη Δημητσάνα, γιος του Ιωάννη Κόζη, χρυσοχόου και κτηματία και της Κανέλας Κουκουζή, το δε κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Φοίτησε αρχικά στη φημισμένη Σχολή Δημητσάνας, στο Άργος και μετέπειτα στη Σχολή της Σμύρνης. Χειροτονήθηκε διάκος από τον Μητροπολίτη Άργους και Ναυπλίου Ιάκωβο και στη συνέχεια υπηρέτησε στη Σμύρνη όπου μητροπολίτης ήταν ο συμπατριώτης και θείος του Γρηγόριος, (ο μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄), τον οποίον και ακολούθησε στη Κωνσταντινούπολη και στη μετέπειτα εξορία του στο Άγιο Όρος, γενόμενος αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Κυζίκου Ιωακείμ. Την εποχή εκείνη ανέλαβε να διευθετήσει τις διαφορές που υπήρχαν στις σταυροπηγιακές μονές της Πελοποννήσου όπου και έφερε επιτυχώς σε πέρας κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του ανώτερου κλήρου σε βαθμό τέτοιο που επί μια επταετία διεκπεραίωνε όλες τις υποθέσεις των απόντων από την Κωνσταντινούπολη Αρχιερέων. Στις αρχές του 1806 επί πατριαρχίας του Γρηγορίου, χειροτονήθηκε επίσκοπος και εκλέχθηκε μητροπολίτης Παλαιών Πατρών όπου και ανέλαβε καθήκοντα (ενθρόνιση) τον Μάιο του ίδιου έτους με ιδιαίτερη εντολή να καθησυχάσει τα πνεύματα των εκεί Χριστιανών σε μια προσπάθεια αναμόρφωσης, μετά τους τρομερούς πατριαρχικούς αφορισμούς κατά των Κλεφτών που είχαν επιδράσει δυσμενώς. Έτσι ο νέος ιεράρχης επεδειξε μία αξιοθαύμαστη λεπτή διπλωματία που δεν άργησε να καταξιωθεί επ΄ αυτού και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των τότε "ραγιάδων" αλλά και των Τούρκων του Μωριά. Πολλές φορές μέχρι το τ¨΄ελος της ζωής του κλήθηκε ως δικαστής (κριτής) να επιλύσει διαφορές μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων προυχόντων ή και μεταξύ Ελλήνων ομοίως όπως μεταξύ των Νοταραίων και του Κιαμήλ Μπέη στη Κορινθία ή των Σισίνηδων μετά του σαΐταγα Λαλαίου στην Ηλεία. Παράλληλα την περίοδο 1815-1817 υπήρξε μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Από το 1818 διέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στη Πελοπόννησο. Το Νοέμβριο του 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα.

Δράση

Ουσιαστικά η δράση του Παλαιών Πατρών Γερμανού στη προετοιμασία της επικείμενης Επανάστασης ξεκίνησε από τις αρχές του επόμενου έτους της μύησής του όπου και άρχισε τις επαφές με τους Φιλικούς των Πατρών Ι. Βλασόπουλο, που την εποχή εκείνη ήταν πρόξενος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στη Πάτρα και Ι. Παπαρρηγόπουλο, πρώτο γραμματέα, διερμηνέα, του ρωσικού προξενείου στην ίδια πόλη, ενεργώντας υπό τη σκιά των διαφόρων ειδήσεων περί του Αλή Πασά (1820) την προετοιμασία του Αγώνα.

Αρχές Ιανουαρίου του 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υποβάλει προς τη Φιλική Εταιρεία τους περίφημους "Στοχασμούς των Πελοποννησίων" ζητώντας σαφείς οδηγίες. Σε απάντηση ο Αλέξανδρος Υψηλάντης που είχε στο μεταξύ αναλάβει αρχηγός του Αγώνα, μαζί με κάποιες οδηγίες τον διορίζει μέλος της Παμπελοποννησιακής Εταιρείας. Κατόπιν αυτού αλλά και της είδησης περί της δολοφονίας του Φιλικού Κ. Καμαρηνού o Γερμανός ξεκίνησε άμεση δράση για προετοιμασία εξέγερσης που την απέδιδε σε προσωπική σπουδή του Α. Υψηλάντη.

Επαναστατική δράση

Στη μυστική όμως συνέλευση της Βοστίτσας, (στις 20 - 30 Ιανουαρίου του 1821), διατύπωσε τις επιφυλάξεις του για τη δυνατότητα έναρξης της επανάστασης, εκείνη την χρονιά, αμφισβητώντας τα επιχειρήματα του Παπαφλέσσα με συνέπεια να έρθει σε σύγκρουση. Από τα απομνημονεύματά του φέρεται, εκείνη την περίοδο, να ήταν ιδιαίτερα διστακτικός, ζητώντας προηγουμένως την επαλήθευση των διάφορων φημών περί της πραγματικής στάσης της Ρωσίας, όπως και άλλων δυνάμεων της Ευρώπης. Έτσι ο παραμερισμός του από τον Παπαφλέσσα σ΄ εκείνη τη χρονική στιγμή κρίθηκε ορθότατος.

Όταν όμως άρχισε να υποψιάζεται ότι οι Τούρκοι έχουν πάρει είδηση περί τής προετοιμασίας του Αγώνα και ειδικά όταν ο Καϊμακάμης της Τριπολιτσάς, Μεχμέτ Σαλίχ, στα μέσα Φεβρουαρίου, καλούσε όλους τους προύχοντες και αρχιερείς της Πελοποννήσου σε μια σύσκεψη δήθεν για επείγοντα ζητήματα, (στη πραγματικότητα για να τους συλλάβει και να τους κρατήσει ομήρους, όπως αποδείχθηκε), πρώτος αυτός συνέστησε να μην υπακούσουν διότι πλησίαζε ο χρόνος εκδήλωσης της επανάστασης, επινοώντας μια πλαστή επιστολή.

Έτσι οι προύχοντες της Αχαΐας κ.ά. μεταξύ των οποίων ο επίσκοπος Κενίκης Προκόπιος και οι πρόκριτοι Ανδρ. Ζαΐμης, Ασημ. Ζαΐμης, Ασημ. Φωτήλας, Σωτ. Χαραλάμπης και Σωτ. Θεοχαρόπουλος, έφθασαν βραδυπορώντας στην Αγία Λαύρα, εκτεθειμένοι όμως όλοι οριστικά στους Τούρκους σε αντίθεση με άλλους όπου ακολούθησε η σύλληψή τους. Εκεί στις 13 Μαρτίου του 1821 ημέρα Κυριακή μετά από μια κατανυκτική λειτουργία ο Παλαιών Πατρών Γερμανός απέσπασε το πέτασμα της Ωραίας Πύλης του παλαιού ναΐσκου (που αργότερα καταστράφηκε) το οποίο και ύψωσε ως λάβαρο της Εθνεγερσίας. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας αναχώρησαν όλοι με έκδηλη την ανησυχία τους.

Την επομένη στις 14 Μαρτίου ο παλαιός Κλέφτης Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σολιώτης παρακινημένος από τον ορμητικό Παπαφλέσσα προκειμένου να γίνει η αρχή και να τεθεί τέλος στην αναβλητικότητα των κοτζαμπάσηδων της Αχαΐας ρίχνει τον πρώτο πυροβολισμό σε καρτέρι στη θέση Πόρτες παρά την Κλουκίνα, χωριό Αγρίδι σκοτώνοντας τρεις φοροεισπράκτορες (γυφτοχαρατζήδες) που έρχονταν από την Τρίπολη. Αυτού ακολούθησαν αλλεπάλληλες συγκρούσεις μεμονωμένων Τούρκων, στη γέφυρα του Αμπίμπαγα, και σε άλλα σημεία γύρω από τα Καλάβρυτα. Η είδηση των γεγονότων αυτών δεν άργησε να φθάσει τόσο στη Τριπολιτσά όσο κυρίως στη Πάτρα όπου και ακολούθησε έκδηλος αναβρασμός.

Τον ίδιο καιρό (2ο δεκαήμερο του Μαρτίου) και ενώ ο Γερμανός βρισκόταν στα Νεζερά, λαμβάνοντας επιστολή από τον Νικόλαο Λόντο να σπεύσει στη Πάτρα γιατί "κινδύνευε όλη η πόλη" από τους Τούρκους, μετέβη εκεί όπου στις 22 ή 23 Μαρτίου στη πλατεία του Αγίου Γεωργίου ευλόγησε τους συγκεντρωμένους αγωνιστές και τα όπλα τους. Σημειώνεται ότι την ίδια ημέρα έγινε η κατάληψη της Καλαμάτας από τους Μανιάτες που είχαν ήδη ξεσηκωθεί στις 17 Μαρτίου στην Αρεόπολη.

Συγκεκριμένα κατά τον ξεσηκωμό της Πάτρας στις 22 Μαρτίου του 1821 και σύμφωνα με τις αναφορές του ανθέλληνα πρέσβη της Μεγάλης Βρετανίας στο Μωριά, που είχε έδρα την Πάτρα, Φίλιπ Γκρην, που βοηθούμενος με σπείρα κατασκόπων υποδαύλιζε εξ αρχής τις ανησυχίες των Τούρκων υπερασπιζόμενος την οθωμανική κυριαρχία[1], ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, είχε αποσυρθεί έξω από την κωμόπολη των Καλαβρύτων, στη Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, προκειμένου να αποφύγει την παράδοσή του στην Τριπολιτσά.

Στις 24 Μαρτίου είχαν αρχίσει οι εχθροπραξίες στην πόλη της Πάτρας, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός αναμενόταν στην πόλη, αφού είχε ονομασθεί αρχηγός της επανάστασης της Αχαΐας.

Φθάνοντας εκεί, στις 26 Μαρτίου και συνεχιζόμενης της πολιορκίας του κάστρου της πόλης όπου είχαν εγκλειστεί οι Τούρκοι, είχε μια συνάντηση με τους ξένους πρόξενους (Πουκεβίλ Γαλλίας και Γκρην Μεγάλης Βρετανίας) όπου ως πρόεδρος της επαναστατικής Αρχής της Αχαΐας, του λεγόμενου Αχαϊκού Διευθυντηρίου επέδωσε μανιφέστο της επανάστασης, με ημερομηνία 23 Μαρτίου 1821. Στο μανιφέστο εκείνο αφού τόνιζε ότι «αποφασίσαμεν σταθερώς ή ν΄ αποθάνωμεν όλοι, ή να ελευθερωθόμεν» καλούσε τους προξένους ώστε οι χώρες τους «να παρέχουν την εύνοια και την προστασία τους»(Το πιο πάνω βιβλίο περιέχει μεταφρασμένο αντίγραφο του μανιφέστου). Η μαρτυρία του Βρετανού προξένου έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί επιβεβαιώνει όλα τα γεγονότα που αναφέρει ο Πουκεβίλ στη γνωστή ιστορία του της Ελληνικής επανάστασης, παρόλο ότι τηρούσε, ως γνωστό, καθαρά φιλοτουρκική στάση.

Παράλληλα και οι Τούρκοι της Πάτρας ζητώντας από τους πρέσβεις, μάταια όμως, να συστήσουν στους Έλληνες την παράδοση των όπλων, προχώρησαν στη πυρπόληση της οικίας του προκρίτου Ιωάννη Παπαδιαμαντοπούλου με συνέπεια η σύρραξη να γενικευθεί και να αρχίσει από το κάστρο ο κανονιοβολισμός της πόλης. Έτσι αρχές Μαΐου του 1821 το κάστρο της Πάτρας βρισκόταν υπό πλήρη αποκλεισμό, μέχρι που έφθασε με υποτροπή του Άγγλου προξένου Φ. Γκρην ο Γιουσούφ Σέρεζλης και από τα Ιωάννινα λίγο αργότερα ο Μουσταφάμπεης με ισχυρή δύναμη όπου καταστρέφοντας την πόλη, έλυσε την πολιορκία του κάστρου και στη συνέχεια πυρπολώντας τη Βοστίτσα (Αίγιο), κατευθύνθηκε προς την Τριπολιτσά.

Ακόμα και σ΄ αυτές τις δύσκολες ώρες ο Παλαιών Πατρών Γερμανός αντιτάσσονταν στην αρχηγία του Θ. Κολοκοτρώνη φοβούμενος τους απείθαρχους στρατιωτικούς γενικά. Αυτό είχε ως συνέπεια να μην εισακούγεται πλέον παρότι διατηρούσε μεγάλη επιβολή στην Αχαΐα.

Διπλωματική δράση

Το Καλοκαίρι όταν στις 19 Ιουνίου ο πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου Δημήτριος Υψηλάντης αποβιβάστηκε στο Άστρος και κατευθύνθηκε στο στρατόπεδο που πολιορκούσε τη Τριπολιτσά γενόμενος μετά ενθουσιασμού δεκτός ως γενικός πληρεξούσιος του συνόλου των αγωνιστών, άρχισαν σχεδόν αμέσως οι διάφορες αντιδράσεις και έριδες των προεστών της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Μάταια προσπαθούσε ο Δ. Υψηλάντης να επιφέρει την ομόνοια ζητώντας την αρχιστρατηγία με σύμπραξη Βουλής εκλεγμένης εμμέσως από τις επαρχίες. Η δε Γερουσία όμως δεν ήθελε να χάσει τα δικαιώματα να ελέγχει και αυτή τα στρατιωτικά. Αυτό είχε ως συνέπεια την αποχώρηση του Υψηλάντη από το στρατόπεδο. Τότε κλήθηκε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός να μεσολαβήσει για την επίλυση της διαφοράς πλην όμως δεν το κατόρθωσε μέχρι που εξαναγκάσθηκε η Γερουσία να δεχθεί τους όρους του Υψηλάντη αλλά με δημιουργία τριανδρίας, γεγονός που επέφερε νέα διένεξη.

Παρά ταύτα τον Δεκέμβριο του 1821 συμμετείχε στην Α' Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο. Το 1822 κλήθηκε να συνδιαλλάξει τους Δεληγιανναίους προς τον Πλαπούτα από μια μεταξύ τους έριδα στρατιωτικής υφής που δυστυχώς ούτε και σ΄ αυτό επέτυχε. Στην οικονομική απελπισία του 1822 με απόφασή της Εθνοσυνέλευσης ορίστηκε μαζί με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη να μεταβεί τον Οκτώβριο του 1822 στην Ιταλία, προκειμένου να συναντήσει τον Πάπα με σκοπό να του ζητήσει υλική και ηθική βοήθεια, αλλά τελικά δεν κατάφερε να τον συναντήσει. Περιφερόμενος επί μια διετία στην Ιταλία και μετά από αποτυχία των κάποιων συνεννοήσεων με Ηγεμόνες στη Βερόνη, αλλά και σ΄ εκείνη με τον ΄φιλικό μητροπολίτη Ιγνάτιο που ήταν εξόριστος στη Πίζα, προσπάθησε να έλθει σε επαφή με τον Λόρδο Στάνχωπ και τον τραπεζίτη Μπλαγχίαρ (ή Βλακέρου, κατά τους λογίους) για σύναψη εθνικού δανείου όπου ούτε και σ΄ αυτό στάθηκε ευτυχέστερος.

Όμως παρά την αποτυχία της κυρίας αποστολής του κατάφερε τουλάχιστον να ενημερώσει και να προτρέψει τους φιλέλληνες της Ευρώπης να βοηθήσουν την επανάσταση.

Πολιτική δράση

Τελικά, αποκαρδιωμένος και άπρακτος, επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1824, όπου και εγκαταστάθηκε στη Γαστούνη, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει στην έδρα του. Την περίοδο όμως εκείνη είχε ξεσπάσει η πρώτη ένοπλη εμφύλια διαμάχη. Ο Γερμανός αρχικά προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντίπαλες παρατάξεις πλην όμως έκανε το μοιραίο λάθος να υπερασπιστεί εντονότερα, (ίσως για λόγους εκ καταγωγής) τους Αχαιούς προκρίτους με συνέπεια όχι μόνο δεν κατάφερε συμφιλίωση αλλά αντίθετα να υποπέσει σε δυσμένεια πολλών οπλαρχηγών και ιδιαίτερα του Γιάννη Γκούρα που ανέλαβε να καθυποτάξει όλους τους ενάντιους στην υπό τους Κουντουριώτες Διοίκηση.

Έτσι ενώ ο Γερμανός είχε αποσυρθεί στη Μονή της Χρυσοποδαρίτισσας, ο Γ. Γκούρας τον Χειμώνα του 1825 προχώρησε στη σύλληψή του και τη μεταφορά του, πεζοπορώντας, στη Γαστούνη. Εκεί λέγεται ότι υπέστη και κάποια τυρανική συμπεριφορά από τον ιατρό Νικόλαο Σοφιανόπουλο, που καταγόταν από τα Λεχούρια, που είχε αναλάβει την φύλαξή του. Όταν όμως ο τελευταίος προσβλήθηκε από δυσεντερία και πέθανε, ο Γκούρας που πίστευε σε δεισιδαιμονίες, φοβήθηκε και απέλυσε τον Γερμανό ο οποίος εξαντλημένος έφθασε στο Ναύπλιο όπου και εγκαταστάθηκε μέχρι να ανακτήσει την υγεία του.

Το 1826 εκλέχθηκε μέλος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο όπου και ανέλαβε τη διεύθυνση των εργασιών της, εκλεγείς και μέλος της επί των Εσωτερικών επιτροπής, αποκαθιστάμενου έτσι του παλαιού κύρους του από τους επαναστάτες. Λίγο αργότερα όμως προσβλήθηκε από εξανθηματικό τύφο, που είχε καταστεί τότε ενδημικός στο Ναύπλιο, όπου και πέθανε στις 30 Μαΐου του 1826. Η κηδεία του έγινε στο Ναύπλιο με κάθε μεγαλοπρέπεια και αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Δημητσάνα.

Προς τιμή του ανεγέρθηκε στη Πάτρα σπουδαίος ανδριάντας επί μαρμάρινου βάθρου στη θέση Ψηλά Αλώνια ως σύμβολο της "ευελπίδι παλιγγενεσίας".

Στα τελευταία του χρόνια ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έγραψε τα απομνημονεύματά του, στα οποία αναφέρονται μεν τα γεγονότα της Επανάστασης μέχρι το τέλος του 1822, αρκετά πικρόχολα και ημιτελή, τα οποία και δημοσιεύτηκαν πολύ αργότερα, για ευνόητους λόγους, επί βασιλείας Όθωνα, το 1837. Σημειώνεται ότι σ΄ αυτά δεν περιλαμβάνεται η κατά παράδοση δοξολογία που φέρεται να τέλεσε στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου του 1821.

Ο θρύλος της 25ης Μαρτίου

Αναφέρεται επίσης ότι στις 14 Μαρτίου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός συμμετείχε στη σύναξη κάποιων απείθαρχων προκρίτων του Μωριά, στη Μονή της Αγίας Λαύρας, όπου τελικά αποφασίστηκε η συμμετοχή τους στην επιούσα επανάσταση. Σύμφωνα με τον θρύλο της εποχής και με δεδομένο ότι τότε η Μονή της Αγίας Λαύρας αποτελούσε σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο της Αχαΐας, στις 25 Μαρτίου του 1821, ευλόγησε εκεί μία ελληνική σημαία και κήρυξε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Η άποψη αυτή φέρεται τουλάχιστον ως προς την ημερομηνία ανακριβής.

Όπως είναι γνωστό, η Ελληνική Επανάσταση εκδηλώθηκε, ως απελευθερωτικό κίνημα, εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις 21 Φεβρουαρίου του 1821, από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Ιάσιο. Επίσης ότι ευλόγησε σημαία είναι εξίσου ανακριβές δεδομένου ότι σημαίες την εποχή εκείνη είχαν μόνο τα τρία ιστορικά νησιά των θαλασσομάχων και η Μάνη της οποίας ήταν λευκή φέροντας διάφορα σύμβολα. Το πιθανότερο είναι ότι η όποια ευλογία που έκανε να συνέβη κρατώντας θρησκευτικό λάβαρο που έφεραν τότε οι μεγάλες εκκλησίες και τα Μοναστήρια, δηλαδή το επικαλούμενο λάβαρο της Επανάστασης του 21

Οι περισσότεροι ιστορικοί, όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ήταν της άποψης που αναφέρεται στα απομνημονεύματα του Παλαιών Πατρών Γερμανού, δηλαδή, "οι δε συγκεντρωθέντες αποφάσισαν να μην δώσουν αιτίαν τινά, αλλά ως φοβισμένοι να παραμερίσωσι εις ασφαλή μέρη". Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας του μύθου διασώζει κάποια ιστορική αλήθεια, βασιζόμενοι σε προσωπικά αρχεία οικογενειών αγωνιστών του 1821, που ισχυρίζονται ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τέλεσε δοξολογία στις 17 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα και όρκισε ορισμένους κοτζαμπάσηδες και επισκόπους του Μωριά, που βρίσκονταν εκεί για τον εορτασμό του Αγίου Αλεξίου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι συγκεντρωμένοι έφυγαν από την Αγία Λαύρα έχοντας γνώση της επικείμενης έναρξης επανάστασης. Σημαντικό και αδιάψευστο τεκμήριο της εποχής είναι δημοσίευση επαναστατικής διακήρυξης που αναφέρεται ότι έκανε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στην Αγία Λαύρα στις 8 Μαρτίου 1821.

Η δημοσίευση έγινε σε γαλλική εφημερίδα που εκδόθηκε δυόμιση μήνες περίπου αργότερα, στις 6 Ιουνίου 1821 (Γρηγοριανό ημερολόγιο), δηλαδή στις 25 Μαΐου 1821 (Ιουλιανό σε ισχύ στην Ελλάδα). Η ημερομηνία που αναγράφεται «8 (20) Μαρτίου» είναι γραμμένη με βάση το Ιουλιανό ημερολόγιο (8 Μαρτίου), ενώ η ημερομηνία 20 είναι η αντίστοιχη στο Γρηγοριανό.

De Siris