Γιώργος Χατζηνίκος
Ο Γιώργος Χατζηνίκος γεννήθηκε στις 3 Μαΐου του 1923 στο Βόλο, εξέχουσα μορφή της μουσικής, σαν μαέστρος και δάσκαλος μουσικής. Μερικοί από τους πιο διακεκριμένους μαθητές του είναι ο Gilbert Biberian, ο Paul Galbraith, ο Richard Ward-Roden, ο Θόδωρος Κουρεντζής, ο Trefor Smith, η Σμαρώ Γεωργιαδου και ο Γιώργος Μουτσιάρας.
Ο Γιώργος Χατζηνίκος αφού πήρε διπλώματα Διεύθυνσης και Πιάνου στο Mozarteum του Salzburg (αμφότερα με διάκριση και πρόσθετη απονομή του χρυσού μεταλλίου Lilly Lehmann της International Foundation Mozarteum), τού προσφέρθηκε η θέση Chef-correpetitor στην Όπερα του Μονάχου.
Ορμώμενος από βαθύτερες ανησυχίες και ερωτήματα, προτίμησε να ακολουθήσει τον δρόμο της απόλυτης μουσικής όπως τον διάνοιγε η καριέρα του τού σολίστ που τον οδήγησε στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, Νότια Αφρική, Ινδία, ΗΠΑ και Βραζιλία, ενώ στο διάστημα αυτό διηύθυνε μόνο σποραδικά.
Παράλληλα φρόντιζε για την περαιτέρω μουσική του καλλιέργεια μέσω της επαφής του με αυθεντίες όπως οι Edwin Fischer, Carl Orff, Edward Erdmann, George Chavchavadze, Alice Pashkus. Το 1959 συνάντησε στη Μόσχα τον κορυφαίο Ρώσο παιδαγωγό Heinrich Neuhaus, δάσκαλο των Emil Gilels και Sviatoslav Richter, ο οποίος τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι μόνο η διδασκαλία, στην πραγματική της ύψιστη έννοια, θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε ουσιαστικά συμπεράσματα.
Έτσι, χωρίς ποτέ να σταματήσει τις σολιστικές του δραστηριότητες, δέχθηκε το 1961 μια πρόσκληση να διδάξει στο Royal Manchester College of Music της Αγγλίας. Εκεί τού ανετέθη να ιδρύσει και τάξη Διεύθυνσης, οπότε τού παρουσιάστηκε μια αναπάντεχη ευκαιρία να διεισδύσει πολύ βαθύτερα στην έννοια της Διεύθυνσης, πέραν των μέχρι τότε δεδομένων του, του φυσικού δηλαδή ταλέντου και της καθιερωμένης ακαδημαϊκής εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου άρχισε έκτοτε να καλλιεργεί συστηματικά τη διεύθυνση σε διάφορα πλάνα, αναλαμβάνοντας διαδοχικά δίπλα στην τάξη της διεύθυνσης, την Hoylake, την South Manchester και τελικά την Bury Orchestra που διηύθυνε επί 13 χρόνια και με την οποία παρουσίασε, εκτός από ένα μεγάλο μέρος του συμφωνικού ρεπερτορίου, σε studio presentation τις όπερες Bastien and Bastienne, Impressario, Cosi fan tutte, Don Giovanni, Nozze di Figaro και Idomeneo του Mozart με αποκατάσταση του recitativo στη θεμελιώδη του σημασία, καθώς και Fidelio του Beethoven.
Παράλληλα δημιούργησε το New Manchester Ensemble, διάφορα μικρά σύνολα και ιδιαίτερα τρεις χορωδίες και τμήματα μουσικής ενημέρωσης στο UMIST (University of Manchester Institute of Science and Technology), όπου του είχε ανατεθεί να δημιουργήσει γέφυρες ανάμεσα σε Τέχνη και Επιστήμη.
Διηύθυνε επίσης επί σειρά ετών τα ετήσια Cleveland Easter Orchestra Courses και τα Canford Choral Weekends, δίδαξε επανειλημμένως στα Cornwall Prusia Cove Seminars, έδωσε σεμινάρια ερμηνείας στο Well’s Cathedral School και ένα σεμινάριο διεύθυνσης ορχήστρας στην Royal Academy of Music του Λονδίνου, όλα αυτά παράλληλα με την καθαρά σολιστική του δράση, χάρη στην οποία συνέπραξε ως σολίστ και με ορχήστρες, όπως η Φιλαρμονική του Βερολίνου, η RTF Παρισίων, η BBC Λονδίνου, η Suisse Romande Γενεύης κ.ά.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό παρουσίασε δίπλα στο κλασσικό και ρομαντικό ρεπερτόριο έργα πολλών σύγχρονων συνθετών, όπως Schönberg, Σκαλκώτα, Χρήστου, Stravinsky, Orff, Berg, Webern, Ξενάκη, Takemitsu και διάφορους νεότερους 'Αγγλους συνθέτες.
Διηύθυνε έργα Σκαλκώτα και Χρήστου σε κατά τόπους πρώτες εκτελέσεις με την Nothern Sinfonia και το Bach Festival Ensemble του Λονδίνου, την ορχήστρα RAI Milano και Φιλαρμονική Kosice Σλοβακίας στο Φεστιβάλ Αθηνών και την Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Δανίας σε Πανευρωπαϊκή Συναυλία (European Broadcast Union).
Το 1992-94 παρουσίασε διευθύνοντας επτά διαφορετικά προγράμματα του κλασσικού ρεπερτορίου στο Βερολίνο με την Sinfonie Orchester Berlin, και το 1994 διηύθυνε στη Μόσχα το Πασχαλινό Ορατόριο του Bach πρωτοπαρουσίασε έργα Σκαλκώτα.
Από το 1983 διευθύνει το μουσικό τμήμα των ετήσιων σεμιναρίων του Χόρτου Πηλίου όπου συνδυάζοντας νέους μουσικούς από διάφορες χώρες της Ευρώπης με νέους Έλληνες μουσικούς συγκροτεί συμφωνικές ορχήστρες με τις οποίες παρουσιάζει και το Γερμανικό Ρέκβιεμ του Brahms, την συμφωνία αρ. 13 «Baby Yar» του Σοστακόβιτς, τα Carmina Burana του Orff, και το Cosi fan Tutte του Mozart σε δική του ελληνική μετάφραση και ιδίως επαναφορά του recitativo στην αρχική θεμελιώδη του έννοια.
Έχει παρουσιάσει επίσης μεταξύ άλλων την «Περσεφόνη» και τους «Γάμους» του Stravinsky σε πρώτη εκτέλεση στην Ελλάδα.
Σε αναγνώριση της προσφοράς του στην Ευρωπαϊκή μουσική, το ιταλικό πανεπιστήμιο της Πάβιας του απένειμε το 1990 το μετάλλιο Maria–Teresa Ugo Foscolo.
Το φθινόπωρο του 1993 συγκρότησε σε ένα δίμηνο σεμινάριο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηνών μια συμφωνική ορχήστρα με νέους σπουδαστές οι οποίοι αφού μελέτησαν 10 συμφωνίες παρουσίασαν σε δημόσια συμφωνική συναυλία το ένα από τα δύο πλήρη συμφωνικά προγράμματα που προπαρασκευάσει.
Εξακολουθεί συγχρόνως τα διεθνή του σεμινάρια που τον έχουν οδηγήσει μεταξύ άλλων στην Ισλανδία, τη Βραζιλία, την Ισπανία, την Ινδία και τις ΗΠΑ διοργανώνοντας ορχήστρες, χορωδίες και διαφωτίζοντας άγνωστες ή παραμελημένες πτυχές της μουσικής ερμηνείας σε σολίστες οποιουδήποτε οργάνου, σε κουαρτέτα οργάνων και σε άλλα μικρά σύνολα, καθώς και σε τραγουδιστές, σε έργα που καλύπτουν τη μουσική φιλολογία από τον 18ο αιώνα μέχρι και σήμερα.
De Siris