Ολοκαύτωμα Μονής Αρκαδίου
Διακόσια πενήντα χρόνια βρίσκονταν οι Τούρκοι στην Κρήτη που ο τόπος της ήταν αιματοβαμμένος από τις συνεχιζόμενες επαναστάσεις όπως του Δασκαλογιάννη το 1770, έπειτα κατά των Γενιτσάρων το 1821 και του αιγυπτιακού στρατού το 1822, της Γραμβούσας το 1828, του Χαιρέτη το 1811 και τελευταία η μεγάλη επανάσταση το 1866 που μαζί με τις επαναστάσεις του 1878 και 1895 έδωσαν τέλος στον τουρκικό ζυγό. Στους σκληρούς αυτούς χρόνους των ιερών αγώνων κυριαρχούσε στα πνεύματα του Κρητικού λαού ο πόθος και η ιδέα της ενώσεως με την ελεύθερη Ελλάδα.
Ειδικότερα η Κρητική Επανάσταση του 1866 έφερε πλήγμα κατά της τουρκικής αυτοκρατορίας, σημαντική οικονομική φθορά και κυρίως διάσειση του στρατιωτικού της γοήτρου. Η μονή Αρκαδίου από την πρώτη κιόλας στιγμή της Επαναστάσεως υπήρξε το επίκεντρο των αγώνων ένεκα της σπουδαίας στρατηγικής της σημασίας. Έτσι την πρώτη Μαΐου του 1866, 1500 επαναστάτες απ΄ όλη την Κρήτη συγκεντρώθηκαν κάτω από τη φωτεινή ηγεσία του αρχηγού της Κυδωνίας Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη για να αντιδράσουν στις ενέργειες των Τούρκων. Κατά την συγκέντρωση εξέλεξαν πληρεξουσίους για τις διάφορες επαρχίες της Κρήτης. Πρόεδρος της Επιτροπής Ρεθύμνης εξελέγη ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκης από το χωριό Μαργαρίτες της επαρχίας Μυλοποτάμου. Μεγαλοπρεπής στην εμφάνιση και με αθλητικό παράστημα χαρακτηρίζονταν σαν εξέχουσα και επιβλητική προσωπικότητα. Ήταν τότε σαράντα χρόνων.
Ο Ισμαήλ Πασάς πληροφορήθηκε τα γεγονότα και παρήγγειλε στον ηγούμενο, με τον επίσκοπο του Ρεθύμνου Καλλίνικο Νικολετάκη, να διώξει την Επαναστατική Επιτροπή από το μοναστήρι, γιατί θα το καταστρέψει. Ο ηγούμενος αρνήθηκε να υποταχθεί στην παραγγελία του πασά. Τον Ιούλιο ο Ισμαήλ έστειλε δύναμη να τους διαλύσεις αλλά εγκαίρως είχαν απομακρυνθεί κι έτσι αφού αρκέστηκαν να σπάσουν τις εικόνες και τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας, έφυγαν. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ο πασάς ξαναμήνυσε του ηγούμενου να διώξει την Επιτροπή από το μοναστήρι αλλιώς θα το αφανίσει! Το μήνυμα του Ισμαήλ έφερε κάποια διχογνωμία στη σύσκεψη του ηγούμενου με τους συμβούλους του. Ένας κατάλευκος γέροντας και ο ηγούμενος Γαβριήλ αλληλοκοιτάχτηκαν παράξενα. Ο μοναχός Χατζή – Νεόφυτος έτσι ονομάζονταν ο σεβάσμιος εκείνος γέροντας μίλησε πρώτος:
Να φύγει Γούμενε η Επιτροπή! Να φύγει ευθύς! Γιατί θα μας κατηγορήσουνε πως κάψαμε το μοναστήρι εξ’ αιτίας τσης.
Ο ηγούμενος τον κοίταξε ήρεμα και σοβαρά και του είπε:
Φύγε του λόγου σου αν φοβάσαι. Η Επιτροπή δε φεύγει!
Ο γέροντας Νεόφυτος όμως επέμενε στην άποψή του κι ο ηγούμενος Γαβριήλ τον κοίταξε κατάματα λέγοντάς του:
Νεόφυτε, Νεόφυτε για άνοιξέ με καλά και αφουγκράσου μου! Θωρείς τα κείνα τα μαύρα κάρβουνα πού ‘ναι από το εικοσιένα κει πάνω στα μεσοδόκια;
Θωρώ τα.
Με κείνα τα μαύρα κάρβουνα τα τσοι μουντζώσω εκείνους που θα με κατηγορήσουν πως έκαψα το μοναστήρι για τη λευτεριά της Κρήτης και το μεγαλείο του γένους μας.
Ε σαν είναι ετσά ηγούμενε βάσταξέ το γερά κι εκειά που θα ποθάνεις εσύ θα ποθάνω κι εγώ κι ας είναι μαγάρι αύριο!
Αμέσως μετά την απόφαση άρχισε η προπαρασκευή της άμυνας. Στις 24 Σεπτεμβρίου αποβιβάζεται στο Μπαλή ο Πάνος Κορωναίος και πηγαίνει αμέσως στο Αρκάδι όπου ανακηρύσσεται Γενικός Αρχηγός Ρεθύμνου. Οργανώνει τη στρατιωτική άμυνα και εκφράζει τη γνώμη ότι το Αρκάδι δεν προσφέρεται για άμυνα. Ο ηγούμενος όμως με τους μοναχούς και τον οπλαρχηγό Δασκαλάκη είχαν αντίθετη γνώμη όπως και τα γυναικόπαιδα των πολεμιστών που έλεγαν:
Ό,τι θα γίνουν οι άντρες μας θα γίνομε κι εμείς.
Ο Κορωναίος όμως και πάλι επέμενε και προβλέποντας την έκβαση του αγώνα τους είπε:
Ήλθα να θυσιαστώ για την Πατρίδα αλλά όχι να πιαστώ εδώ μέσα.
Συνέστησε μάλιστα αφού επέμεναν να μείνουν εκεί, να χαλάσουν τους σταύλους ώστε να μη χρησιμοποιηθούν από τον εχθρό. Ακόμη να συγκεντρώσουν μέλισσες για να εις εξαπολύσουν ώστε να καθυστερήσουν τον εχθρό. Διορίζοντας μετά τον Ιωάννη Δημακόπουλο, ένα παλικάρι από τη Γορτυνία της Πελοποννήσου φρούραρχο, έφυγε με τους άνδρες του. Στο μοναστήρι εκτός από τους μάχιμους άνδρες είχαν καταφύγει από τα γύρω χωριά πολλά γυναικόπαιδα μεταφέροντας μάλιστα και την κινητή περιουσία τους για να τη γλιτώσουν από τους Τούρκους. Έτσι στις 7 Νοεμβρίου μέσα στο μοναστήρι υπήρχαν 964 ψυχές, 325 άνδρες από τους οποίους259 με όπλα και τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα.
Το Αρκάδι είχε γένει κέντρο επαναστατικής δράσης και γι’ αυτό ο Μουσταφά Πασάς προκειμένου να το προσβάλει έφυγε από το Ρέθυμνο στις 7 Νοεμβρίου το βράδυ με 15000 τακτικό στρατό και 30 κανόνια. Τα ξημερώματα της 8ης Νοεμβρίου του 1866 όλος αυτός ο στρατός με αρχηγό το γαμπρό του Μουσταφά Σουλεϊμάν Βέη, βρέθηκε μπροστά στο Αρκάδι. Ο ίδιος ο Μουσταφάς είχε παραμείνει στο χωριό Μέση.
Τα χαράματα της ίδιας μέρας βρήκαν τους πολεμιστές και τα γυναικόπαιδα στη Θεία Λειτουργία. Ο ηγούμενος Γαβριήλ όταν ιερουργούσε τιμώντας τους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ έφθασε η είδηση ότι οι Τούρκοι βρίσκονται στα υψώματα γύρω από το μοναστήρι. Ο Γαβριήλ τότε ύψωσε τα χέρια του σε στάση προσευχής, έκαμε το σταυρό του και είπε με συγκινημένη φωνή:
Παιδιά μου θάνατος δεν υπάρχει. Ας πολεμήσωμεν ηρωικά κι ας πάμε στον Πλάστη με καθαρό μέτωπο. Ζήτω ο Πόλεμος, ζήτω η Ελευθερία.
Ζήτω! Φωνάζουν όλοι, μ’ όλη τη δύναμη που είχαν.
Μετά ακολούθησε δέηση στο Θεό και ο φρούραρχος Δημακόπουλος συμπλήρωσε:
Εις τας θέσεις σας πολεμισταί, εις τας θέσεις σας παιδιά!
Σε λίγο ο Σουλεϊμάν Βέης καλεί από το λόφο Κορέ τους Κρήτες πολεμιστές να παραδοθούν. Την απάντηση την έδωσαν τα όπλα των πολιορκούμενων.
Το λάβαρο της μονής που εικόνιζε τη Μεταμόρφωση του Χριστού φυλάσσεται στο Μουσείο της Μονής. Στη ΒΔ γωνιά του περιβόλου κυματίζει η γαλανόλευκη σημαία του αρχηγού Γιώργη Δασκαλάκη. Πολλές φορές έσπασαν οι σφαίρες τα κοντάρια αλλά και πάλι οι Χριστιανοί μαχητές τις αναστήλωσαν στη θέση τους.
Οι γυναίκες που ήσαν μέσα στο μοναστήρι βοήθησαν πολύ παίρνοντας μέρος στη μάχη. Κουβαλούσνα στους πολεμιστές πολεμοφόδια και νερό. Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταστρέψουν την Πύλη αλλά οι πολιορκούμενοι με τα πυρά τους δεν τους άφηναν να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους. Η μάχη συνεχίστηκε όλη την ημέρα με αποτέλεσμα να γεμέσει ο τόπος σκοτωμένους γύρω από τη μονή. Στον ανεμόμυλο είχαν κλειστεί επτά (7) Κρήτες γιγαντομάχοι οι οποίοι προξένησαν τη μεγαλύτερη φθορά στους Τούρκους. Όμως μέχρι το βράδυ και οι επτά είχαν πέσει ηρωικά για την πίστη τους και την Πατρίδα.
Η σκοτεινή νύχτα που έφτασε με βροχές εσίγασε τα όπλα. Κάθε στιγμή που περνούσε περιόριζε και τις ελπίδες των πολιορκουμένων να σωθούν. Οι Τούρκοι έφεραν τη νύχτα από το Ρέθυμνο δυο βαριά κανόνια. Το ένα το ονόμαζαν “κουτσαχείλα” και το τοποθέτησαν μαζί με το άλλο στους σταύλους που στο μεταξύ τους είχαν καταλάβει. Την ίδια νύχτα αποφασίζεται από τους πολιορκούμενους σε πολεμικό συμβούλιο να ζητήσουν βοήθεια από τον Κορωναίο και τους άλλους Καπετάνιους του Αμαρίου. Για το σκοπό αυτό ο παπά Κρανιώτης από την Κράνα του Μυλοποτάμου και ο Αδάμ Παπαδάκης από το Πίκρι του Ρεθύμνου αναλαμβάνουν να μεταφέρουν τα σχετικά γράμματα στο Κλησίδι Αμαρίου όπου ήταν ο Κορωναίος. Με σχοινιά τους κατεβάζουν από το παράθυρο που είναι πάνω από τη μικρή πόρτα του νότου και προσποιούμενοι τους Τούρκους, πέρασαν από τις τάξεις τους και κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν την αποστολή τους. Τα μεσάνυχτα της ίδιας νύχτας επιστρέφει ο Παπαδάκης και ξαναμπαίνει στο μοναστήρι με τη βεβαιότητα πως πηγαίνει στο βέβαιο θάνατο. Αναμφισβήτητα είναι ο ηρωικότερος των ηρώων του Αρκαδικού Δράματος, γιατί με τη θέλησή του, ενώ είναι ελεύθερος, μακριά από την κόλαση της φωτιάς έξω από τον ανοιχτό τάφο που τον περιμένει, βαδίζει σταθερά προς τον τάφο μέσα από το εχθρικό στρατόπεδο.
Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου η καμπάνα κάλεσε για τελευταία φορά τους πιστούς σι συγκέντρωση για την περιφρούργση της πίστης οτυς και την απόχτηση της ελευθερίας τους. Πολεμιστές, γέροι, γυναίδες και παιδιά πλησιάζουν στο θυσιαστήριο του Θεού και μεταλαμβάνουν των Αχράντων Μυστηρίων. Ο ηγούμενος για τελευταία φορά τους ενθαρρύνει για του Χριστού την πίστη την αγία και για τη δική τους τη θυσία. Ακόμη και τα παιδιά είχαν καταλάβει ότι ήταν οι τελευταίες στιγμές της ζωής τους. Και κανείς δεν είναι εκείνος που μπορεί να περιγράψει τον ηρωισμό που έδειξαν οι ελεύθεροι πολιορκημένοι της μονής Αρκαδίου. Είχαν νικήσει το θάνατο και αγωνίζονταν για την πίστη τους, την θρησκεία του και την πατρίδα τους.
Η ενάτη νοεμβρίου είχε ξημερώσει πια και η μάχη είχε αρχίσει. Τραντάζει συμέμελα το μοναστήρι από τις κανονιές και η δυτική Πύλη υποχωρεί. Μέσα στη μονή βρυχώνται λέοντες και έξω ορύονται τίγρεις. Οι κραυγές των γυναικόπαιδων, ο μεγάλος κρότος των κανονιών και οι άγριοι αλλαλαγμοί των Τούρκων συγκλονίζουν την περιοχή. Ο ηγούμενος τρέχει παντού, δίδει οδηγίες και θάρρος και λέει:
Όσοι ζουν όταν θα μπουν οι Τούρκοι να τρέξουν στην πυριτιδαποθήκη, στην Καστρινή πόρτα, για να δώσουν φωτιά στο μπαρούτι και να θυσιαστούν για να μην πιαστούν ζωντανοί.
Η μάχη συνεχίζεται ανελέητα. Οι Τούρκοι αποκρούονται με μεγάλες απώλειες και οι αμυνόμενοι σκοτώνονται ο ένας μετά από τον άλλο. Η Δασκάλαινα τρέχει στους σκοτωμένους παίρνει όσα πολεμοφόδια των αμυνομένων εξαντλούνται. Οι Τούρκοι βρίσκουν την ευκαιρία και μπαίνουν στον περίβολο της μονής με αποτέλεσμα να μεταφερθεί εκεί η γιγαντομαχία. Γιαταγάνια, λόγχες, κρητικά μαχαίρια και άλλα αιχμηρά αντικείμενα χτυπούν πάνω στις ανθρώπινες σάρκες. Γυναίκες και παιδιά με γοερές κραυγές τρέχουν έξαλλα προς την πυριτιδαποθήκη για την τελευταία θυσία. Σ’ όσους πολεμιστές είχαν τελειώσει τα πολεμοφόδια κατεβαίνουν στην αυλή και μάχονται σώμα με σώμα με τους πρώτους Τούρκους που είχαν καταφέρει να μπουν στον περίβολο. Τότε ένα κορίτσι γυρίζει τρέχοντας στην αυλή και επαναλαμβάνει αυτά περίπου που είχε φωνάξει πριν λίγο και ο Γιαμπουδάκης.
Ποιος θέλει να έρθει στο λαγούμι (πυριτιδαποθήκη);
Εκείνη τη στιγμή πολλά κορίτσια και γυναίκες τρέχουν στην πυριτισαποθήκη για να παραδώσουν τα κορμιά τους στις φλόγες παρά στις θηριωδίες των Τούρκων. Άλλες γυναίκες που είχαν παιδιά στην αγκαλιά τους τρέχουν να υπερασπιστούν τους άνδρες τους με τα νύχια τους και με τα δόντια τους αφού δεν είχαν άλλα όπλα να πολεμήσουν. Η εικόνα της απεγνωσμένης πάλης είναι ολοφάνερη. Τότε δόθηκε το σύνθημα της γενκής εφόδου με αποτέλεσμα να γεμίσει ο περίβολος από τούρκικα φέσια. Ο Δημακόπουλος και άλλοι πολεμιστές που μέχρι εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στις θέσεις τους ορμούν με τα ξίφη και θερίζουν κυριολεκτικά πολλούς Τούρκους από εκείνους που ήταν στην αυλή. Μετά από λίγο τα ξίφη σπάζουν κι όσοι πολεμιστές δεν εχουν σκοτωθεί κλείνονται στα Μεσοκούμια. Οι Τούρκοι εξακολουθούν να μπαίνουν από παντού αφού η αντίσταση είχε υποχωρήσει από όλες τις πλευρές.
Είχε πια βραδιάσει και τα περισσότερα γυναικόπαιδα είχαν συγκεντρωθεί στην Πυριτιδαποθήκη. Ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης με την πιστόλα στο χέρι είναι έτοιμος. Εκείνη τη στιγμή ειδοποιεί τα γυναικόπαιδα που βρίσκονται στο ανώγιο της πυριτιδαποθήκης και των πλησειστερων κελιών των ιερομονάχων Ζαχαρίου και Νεόφυτου να απομακρυνθούν αν ήθελαν ενώ συγχρόνως φωνάζει προς τους πολιορκούμενους Χριστιανούς.
Αποφάσισα να δώσω φωτιά στο μπαρούτι για να μην πέσουμε ζωντανοί στων σκυλιών τα χέρια. Όσοι θέλουν να βγουν όξω, να βγουν για να μην έχω το κρίμα τους.
Τότε ακριβώς είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες Τούρκοι στην είσοδο της πυριτιδαποθήκης και προσπαθούσαν να μπουν μέσα να σφάξουν τους Χριστιανούς. Περιμένει όμως για λίγα δευτερόλεπτα για να συγκεντρωθούν κι άλλοι Τούρκοι στην είσοδο την οποία προσπαθούν έντονα να ανοίξουν. Τότε ακριβώς ο Γοαμπουδάκης κάνει το σταυρό του και σημαδεύει καλά τα βαρέλια με το μπαρούτι και χτυπά. Μια θεόρατη λάμψη φάνηκε κι ένας τεράστιος κρότος ακούστηκε. Το δράμα είχε συντελεστεί. Πέτρες, κορμιά, κεφάλια, βαρέλια και χώματα βρέθηκαν σ’ ένα παράξενο ανακάτωμα όπως τονίζει το λαϊκό τραγούδι:
Και μέσα στον αναβρασμό, που ο χάρος εβρουχάτο,
βροντή, σεισμός εγίνηκε κι ο κόσμος άνω κάτω,
φωθιά, καπνός και κτίρια, κορμιά κομματιασμένα,
άντρες και γυναικόπαιδα στ’ ανέφελ’ ανεβαίνα.
Τρόχαλος έγιν’ η μονή κι εσείστ’ ο Ψηλορείτης
κι αντιλαλούνε τα βουνά κι απ’ άκρ’ ως άκρ’ η Κρήτη.
Και μετά από λίγο αντίκριζε κανείς μόνο καπνούς και ερείπια. Στην Τράπεζα της μονής είχαν καταφύγει 36 παλικάρια γιατί είχαν εξαντληθεί τα πυρομαχικά τους. Οι Τούρκοι το αντιλήφθηκαν και αφού έσπασαν την πόρτα μπήκαν μέσα και τους έσφαξαν όλους. Ακόμη δίπλα στο κελί του ηγούμενου υπήρχε μια μικρή πυριτιδαποθήκη με μερικά βαρέλια μπαρούτι. Έβαλαν κι εκεί φωτιά αλλά το περισσότερο μπαρούτι είχε πάρει υγρασία και ανατινάχτηκε η βορειοδυτική γωνιά της αποθήκης. Οι Τούρκοι στο μεταξύ είχαν πολύ εξαγριωθεί κι έσφαζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, με αποτέλεσμα ο επίλογος να είναι πολύ τραγικός: 114 άνδρες και γυναίκες πιάστηκαν αιχμάλωτοι. 3-4 και ανάμεσα σ’ αυτούς ο Αδάμ Παπαδάκης, διέφυγαν. Οι υπόλοιποι 864 σκοτώθηκαν, σφάχτηκαν ή ανατινάχτηκαν στον αέρα κι ανάμεσά τους ο ηγούμενος Γαβριήλ, ο φρούραρχος Δημακόπουλος, ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης κ. ά. Από τους Τούρκους σκοτώθηκαν διπλάσιοι, δηλ. 1500 περίπου νεκροί και τραυματίες. Ο μεγάλος περίβολος της μονής ήταν γεμάτος από σκοτωμένους κυρίως Τούρκους. Στους γύρω από τη μονή λόφους όπου όπως λέγεται ήσαν Χριστιανοί Κόπτες Αιγύπτιοι έβγαζαν τες σφαίρες από τα φυσίγγια και πυροβολούσαν άσφαιρα, γιατί σαν Χριστιανοί δεν ήθελαν να χτυπήσουν το μοναστήρι. Γι’ αυτό μετά τη μάχη βρέθηκαν σωροί από σφαίρες στις θέσεις τους.
Μετά την ολοκαύτωση, την καταστροφή και την ερήμωση του Αρκαδίου το “Κρητικό Ζήτημα” αντί να κλείσει άνοιξε τις κλειστές πύλες της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Η πύρινη φλόγα του ξεσήκωσε τα πνεύματα της Ευρώπης, άλλαξε τη νοοτροπία και την τακτική τους έναντι της Κρήτης και έγινε το μεγάλο ξεκίνημα για την απελευθέρωσή της.
De Siris