Τζόρτζιο ντε Κίρικο
Ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου 1888 και πέθανε στις 20 Νοεμβρίου 1978. Ήταν Ιταλός ζωγράφος, συγγραφέας και γλύπτης, γνωστός ως ένας από τους καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν το ιδίωμα της Μεταφυσικής Ζωγραφικής (Pittura metafisica) αλλά και για την επιρροή που άσκησε σε καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ού αιώνα, όπως ο υπερρεαλισμός και η Νέα Αντικειμενικότητα (Neue Sachlichkeit).
Οι πίνακες του διέπονται από οραματικά και ποιητικά στοιχεία, ενώ χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερη έμφαση τού ντε Κίρικο σε αινιγματικές συνθέσεις και στην αμφισημία των αντικειμένων. Το νεοκλασικό ύφος που υιοθέτησε μετά το 1919, όπως και σχεδόν το σύνολο των έργων του μετά την περίοδο της Μεταφυσικής Ζωγραφικής του, θεωρήθηκε από πολλούς κριτικούς υποδεέστερο, ωστόσο η παραγωγή του κατά την περίοδο 1911-19 αναγνωρίζεται από την πλειοψηφία τους ως σημαντική και ξεχωριστή στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης
Βιογραφία
Ο ντε Κίρικο γεννήθηκε στο Βόλο και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Εβαρίστο και της Τζέμα ντε Κίρικο. Οι πρόγονοί του ήταν ιταλικής καταγωγής που εγκαταστάθηκαν και κατοικούσαν στην ανατολική Μεσόγειο αρκετές γενιές πριν. Ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός και επέβλεπε την κατασκευή του θεσσαλικού σιδηροδρομικού δικτύου το 1881, ενώ η μητέρα του ήταν πρώην τραγουδίστρια της όπερας. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα το 1897, εννέα χρόνια μετά τη γέννηση του. Ο αδελφός του, Αντρέα Αλμπέρτο, ακολούθησε επίσης σταδιοδρομία στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, χρησιμοποιώντας από το 1914 το ψευδώνυμο Αλμπέρτο Σαβίνιο. Το ελληνικό περιβάλλον και ο ελληνικός πολιτισμός, μέσα στον οποίο μεγάλωσε ο ντε Κίρικο, υπήρξε πηγή έμπνευσης για εκείνον. Σε ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο, περιέγραψε τα παιδικά του χρόνια με αναφορά στην αρχαία ελληνική μυθολογία και ειδικότερα στο μύθο της Αργοναυτικής εκστρατείας με αφετηρία το Βόλο, γράφοντας: «[...] πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη γη του Κλασικισμού, έπαιξε στις ακτές που είδαν την Αργώ να ξεκινάει το ταξίδι της, στους πρόποδες του βουνού που ήταν μάρτυρας στη γέννηση του γοργοπόδαρου Αχιλλέα και στις σοφές νουθεσίες τού δασκάλου του, του κένταυρου». Ο Εβαρίστο ντε Κίρικο επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του το επάγγελμα του μηχανικού, ωστόσο ενθάρρυνε τελικά τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα των παιδιών του και ανέθεσε σε ιδιωτικούς δασκάλους τη μόρφωσή τους. Πρώτος δάσκαλος του ντε Κίρικο υπήρξε ένας νέος Έλληνας ζωγράφος από την Τεργέστη, ονόματι Μαυρουδής. Αργότερα, την περίοδο 1903-5, φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τους Γεώργιο Ροϊλό, Κωνσταντίνο Βολονάκη και Γιώργο Ιακωβίδη. Το Μάιο του 1905 σημειώθηκε ο θάνατος τού πατέρα του, γεγονός που πιθανώς συνδέεται με την αποτυχία του, την ίδια χρονιά, στις τελικές εξετάσεις της σχολής.
Το φθινόπωρο του 1906, εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα και τον αδελφό του στο Μόναχο, όπου ξεκίνησε σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών, παρακολουθώντας μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. Αποχώρησε από την Ακαδημία πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του και το καλοκαίρι του 1909 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο. Την ίδια περίπου περίοδο ήρθε σε στενή επαφή με το έργο του Φρήντριχ Νίτσε, το οποίο επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξή του και στη διαμόρφωση της τεχνοτροπίας του. Το 1910 φιλοτέχνησε Το αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος (π. 1910, Ιδιωτική συλλογή), πίνακας που συχνά χαρακτηρίζεται ως το πρώτο δείγμα τής Μεταφυσικής Ζωγραφικής. Διακρίνεται για την έντονα αινιγματική ατμόσφαιρά του, ενσωματώνοντας παράλληλα ποιητικά στοιχεία και μεταφέροντας αναγνωρίσιμα αντικείμενα ή καθημερινές σκηνές, στη σφαίρα του ανεξήγητου.
Το 1911 μετακόμισε στο Παρίσι, έχοντας προηγουμένως επισκεφτεί για λίγες ημέρες το Τορίνο, το οποίο απεικόνισε αργότερα σε μία σειρά πινάκων του. Εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις τού αδελφού του, στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, ο ντε Κίρικο έγινα θερμά δεκτός και το 1912 παρουσιάστηκαν τρία έργα του στη Φθινοπωρινή Έκθεση (Salon), μία Αυτοπροσωπογραφία και οι συνθέσεις Το αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος και Το αίνιγμα του χρησμού. Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε επίσης στην Έκθεση των Ανεξάρτητων, με τα έργα Η μελαγχολία της αναχώρησης, Το αίνιγμα της ώρας και Το αίνιγμα της άφιξης και το δειλινό. Ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ, σημαίνουσα μορφή της καλλιτεχνικής σκηνής του Παρισιού, υπήρξε από τους πρώτους ένθερμους υποστηρικτές του έργου του και σύντομα ο ντε Κίρικο εντάχθηκε μαζί με τον αδελφό του σε έναν ευρύτερο κύκλο καλλιτεχνών που περιλάμβανε διάσημους ζωγράφους όπως τον Πάμπλο Πικάσο και τον Φράνσις Πικαμπιά. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η παραγωγικότητά του περιορίστηκε σημαντικά. Ο ντε Κίρικο ήταν λιποτάκτης από το Μάρτιο του 1912 και είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης. Όταν το 1915 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία, δόθηκε αμνηστία σε όλους τους λιποτάκτες που θα παρουσιάζονταν άμεσα, γεγονός το οποίο εκμεταλλεύτηκε ο ντε Κίρικο, που παρουσιάστηκε τελικά το Μάιο του 1915 στη Φλωρεντία. Τον επόμενο μήνα τοποθετήθηκε στη Φεράρα, όπου συνέχισε να ζωγραφίζει με μειωμένους ρυθμούς, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρεί τις επαφές του στο Παρίσι, ειδικότερα με τον Πωλ Γκιγιώμ που αποτελούσε τον αποκλειστικό πωλητή των έργων του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατάφερε επίσης να διατηρήσει την επικοινωνία του με τον Απολλιναίρ και τον Τριστάν Τζαρά, συνεισφέροντας σε περιοδικές εκδόσεις των ντανταϊστών. Στη Φεράρα, συνδέθηκε με το ζωγράφο Αρντένγκο Σοφίτσι και το συγγραφέα Τζοβάνι Παπίνι, επιδιώκοντας τη διάδοση της Μεταφυσικής Ζωγραφικής στην Ιταλία, προσπάθεια στην οποία συνέβαλε επίσης ο Σαβίνιο. Το 1917, ο ζωγράφος Κάρλο Καρά μετατέθηκε στην ίδια πόλη και συνδέθηκε φιλικά με τον ντε Κίρικο, αφομοιώνοντας πολλά στοιχεία της Μεταφυσικής Ζωγραφικής. Αργότερα, ο Καρά διεκδίκησε την πατρότητά της, γεγονός που οδήγησε στη διαμάχη του με τον ντε Κίρικο.
Στα τέλη του 1918, εγκατέλειψε τη Φεράρα και εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα του στη Ρώμη. Λίγους μήνες αργότερα οργανώθηκε η πρώτη μεγάλη ατομική του έκθεση, στη γκαλερί Bragaglia (Casa d'Arte Bragaglia), η οποία όμως δε στέφθηκε με επιτυχία. Πωλήθηκε μόνο ένας πίνακάς του, ενώ ο κριτικός τέχνης Ρομπέρτο Λόνγκι – με σημαντική επιρροή στην ιταλική καλλιτεχνική σκηνή εκείνης της εποχής – σχολίασε αρνητικά την Μεταφυσική Ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, ο ντε Κίρικο συνέχισε να δημοσιεύει δοκίμια, κυρίως στο ιταλικό περιοδικό Valori Plastici, το οποίο φιλοξένησε πληθώρα θεωρητικών κειμένων για τη Μεταφυσική Ζωγραφική. Ο εκδότης του, Μάριο Μπρόλιο (1891-1948), υπήρξε επίσης ο κυριότερος έμπορος έργων του ντε Κίρικο στην Ιταλία, καθώς και ο πρώτος που εξέδωσε μία μονογραφία αφιερωμένη σε εκείνον (Giorgio de Chirico. 12 tavole in fototipia precedute da giudizi critici), η οποία περιλάμβανε μία σειρά δοκιμίων, μεταξύ άλλων των Απολλιναίρ, Σοφίτσι, Παπίνι, Καρά και Λουί Βοσέλ. Στη Ρώμη, ο ντε Κίρικο υπήρξε μέλος του θεατρικού κύκλου με επίκεντρο τον Ιταλό συνθέτη Αλφρέντο Καζέλα και το συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλο.
Τον Ιούνιο του 1919, ο ντε Κίρικο βίωσε μία «αποκάλυψη», όπως ο ίδιος την αποκάλεσε αργότερα, πιθανότατα στη θέα ενός έργου του Τιτσιάνο στην Πινακοθήκη Μποργκέζε της Ρώμης, σηματοδοτώντας μία μεταβατική φάση στις αρχές της δεκαετίας τού 1920. Στα πλαίσια μίας βαθιάς αλλαγής, ξεκίνησε να αντιγράφει έργα των Δασκάλων της Ιταλικής Αναγέννησης, μιμούμενος το ύφος τους και αναπτύσσοντας ένα νεοκλασικό ύφος, σημαντικά διαφοροποιημένο από τις προγενέστερες δημιουργίες του. Την ίδια περίπου εποχή, τα «μεταφυσικά» έργα του ήταν αντικείμενα θαυμασμού από τους υπερρεαλιστές, οι οποίοι όμως αργότερα τον αποκήρυξαν εξαιτίας της στροφής του στο νεοκλασικό και νεορομαντικό ύφος. Το Μάιο του 1925 πραγματοποιήθηκε μία μεγάλη ατομική έκθεση στη Galerie de l' Effort Moderne του Λεόνς Ρόζενμπεργκ, και στα τέλη του ίδιου έτους εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Παρίσι, όπου ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος κατά την οποία απέκτησε σημαντική φήμη, τόσο στη γαλλική πρωτεύουσα όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η δεύτερη παραμονή του στο Παρίσι διήρκεσε μέχρι το 1929, χρονιά κατά την οποία ολοκλήρωσε μία παραγγελία για τη διακόσμηση του σπιτιού τού Λεόνς Ρόζενμπεργκ, με σκηνές μάχης μεταξύ Ρωμαίων μονομάχων. Την ίδια περίοδο εκδόθηκε το μυθιστόρημά του, με τίτλο Εβδόμερος (Hebdomeros), ενώ φιλοτέχνησε επίσης μία σειρά λιθογραφιών για μία επανέκδοση της ποιητικής συλλογής Caligrammes του Απολλιναίρ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μετακόμισε αρκετές φορές, αναζητώντας κατάλληλες συνθήκες για την έκθεση των έργων του. Έζησε για ένα διάστημα στην Ιταλία, συμμετέχοντας στη Μπιενάλε της Βενετίας και επέστρεψε στο Παρίσι το 1934, όπου ξεκίνησε να φιλοτεχνεί μία νέα σειρά έργων, γνωστά ως Τα μυστηριώδη λουτρά (Bagni misteriosi), τα οποία προορίζονταν για την εικονογράφηση του ποιήματος Μυθολογία (Mythologie) του Ζαν Κοκτώ. Τον Αύγουστο του 1935 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε για τα επόμενα δύο χρόνια και οργάνωσε συνολικά πέντε εκθέσεις έργων του. Παρά την επιτυχία τους, επέστρεψε στην Ιταλία, τον Ιανουάριο του 1938.
Για ένα σύντομο διάστημα, πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έζησε στο Παρίσι πριν επιστρέψει και πάλι στο Μιλάνο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, το έργο του παρουσιαζόταν τακτικά στην Ιταλία, ενώ ο ίδιος συνέχισε να αναλαμβάνει δημόσιες παραγγελίες, έχοντας υιοθετήσει ένα νέο ύφος, με στοιχεία νεομπαρόκ, αλλά και μία πολεμική ενάντια στη μοντέρνα τέχνη. Το 1942 συμμετείχε στην 23η Μπιενάλε της Βενετίας, παρουσιάζοντας τα έργα του σε δική του αίθουσα, χωρίς ωστόσο να δεχθεί θετικές κριτικές. To ύστερο έργο του αντιμετωπίστηκε με έντονη διάθεση αμφισβήτησης από τους κριτικούς, ενώ από την πλευρά του ο ντε Κίρικο θεωρούσε τον εαυτό του αδικημένο, με βάση την συνολική προσφορά του στο μοντερνισμό. Μέσα από μία πληθώρα δοκιμίων, εξέφρασε την αντίθεσή του σε αυτό που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως «δικτατορία» του μοντερνισμού, ενώ την περίοδο 1950-3 οργάνωσε «αντι-Μπιενάλε», παρουσιάζοντας έργα «αντι-μοντέρνων» καλλιτεχνών. Τα επόμενα χρόνια σημειώθηκε μία σειρά από σκάνδαλα και δίκες που σχετίζονταν με πλαστογραφήσεις έργων του. Ο ίδιος ο ντε Κίρικο συνήθιζε να πραγματοποιεί αντίγραφα ή πολλαπλές εκδοχές των πιο γνωστών πινάκων του, γεγονός που ευνόησε σε ένα βαθμό τέτοιου είδους φαινόμενα πλαστογράφησής τους σε μεγάλη κλίμακα. Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ασχολήθηκε συστηματικά με το θέατρο, ενώ ξεχωρίζουν επίσης τα «νεομεταφυσικά» έργα του, που εκτέθηκαν για πρώτη φορά στο Μιλάνο, το 1968. Το 1974 τιμήθηκε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών, ενώ τον επόμενο χρόνο διορίστηκε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο ντε Κίρικο πέθανε στις 20 Νοεμβρίου του 1978 στη Ρώμη. Το 1986 ιδρύθηκε το Ίδρυμα Τζόρτζιο και Ίζα ντε Κίρικο με σκοπό τη διαφύλαξη του έργου του.
Έργο
Στα πρώιμα έργα του ντε Κίρικο συναντώνται η χαρακτηριστική τεχνική της Μεταφυσικής Ζωγραφικής, καθώς και οι επιδράσεις των Μπαίκλιν και Κλίνγκερ, εμφανείς ειδικότερα στα πρώιμα έργα του, όπως ο Ετοιμοθάνατος κένταυρος (1909, Συλλογή Assitalia, Ρώμη). Ο ντε Κίρικο έτρεφε ιδιαίτερο θαυμασμό στα μυθικά και συμβολικά τοπία τού Μπαίκλιν καθώς και στα αινιγματικά ή άλλοτε «υπερφυσικά» χαρακτικά του Κλίνγκερ. Από νωρίς, ενσωμάτωσε στους πίνακές του μυθολογικά στοιχεία, άρρηκτα συνδεδεμένα με αυτοβιογραφικές αναφορές. Η μεταφυσική εικονογραφία του συνδέθηκε με το έργο του Νίτσε και ειδικότερα με ορισμένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά κείμενά του, όπως τα Ιδού ο άνθρωπος και Τάδε έφη Ζαρατούστρας. Ο πίνακας Το αίνιγμα του χρησμού (π. 1910, Ιδιωτική συλλογή) αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της κατεύθυνσης που επρόκειτο να ακολουθήσει ο ντε Κίρικο. Στο ίδιο έργο, η μορφή που απεικονίζεται αποτελεί πιστό αντίγραφο από τον πίνακα Οδυσσέας και Καλυψώ (1882) του Άρνολντ Μπαίκλιν. Ως πρώτος «μεταφυσικός» πίνακας του ντε Κίρικο θεωρείται το Αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος (1910, Ιδιωτική συλλογή), έργο εμπνευσμένο από την Πλατεία Σάντα Κρότσε στη Φλωρεντία, στο οποίο για πρώτη φορά αποποιήθηκε στοιχεία αφήγησης, βασιζόμενος αποκλειστικά στα ποιητικά χαρακτηριστικά του έργου, ενώ παράλληλα επιχείρησε να αποδώσει την έννοια του αινίγματος που κρύβεται πίσω από την καθημερινή εμπειρία. Αν και εμπνευσμένο από την πλατεία Σάντα Κρότσε της Φλωρεντίας, ο ντε Κίρικο μεταμόρφωσε τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της, μετατρέποντας το αέτωμα της εκκλησίας αναγεννησιακού ρυθμού σε αρχαίο ελληνικό ναό, ή αντικαθιστώντας το μνημείο του Δάντη με αρχαίο άγαλμα. Η αποκάλυψη μίας παράλληλης πραγματικότητας, υπήρξε ένα από τα κεντρικά θέματα της Μεταφυσικής Ζωγραφικής του.
Μετά τη σύντομη παραμονή του στο Τορίνο και κατά την περίοδο 1912-5, ο ντε Κίρικο φιλοτέχνησε μία σειρά έργων με τίτλο Πλατείες της Ιταλίας. Χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι η κοινή θεματολογία των ερημικών πλατειών που κοσμούνται συνήθως με λιγοστές μορφές ή γλυπτά, η πολλαπλή προοπτική, καθώς και η διάχυτη ατμόσφαιρα μελαγχολίας. Σε αρκετά από τα έργα της σειράς αυτής, ο ντε Κίρικο απεικόνισε τη μορφή της μυθολογικής Αριάδνης, όπως στα έργα Μελαγχολία (1912, Ίδρυμα Eric & Salome Estorick), Αριάδνη (1913, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Νέας Υόρκης), Το δειλινό της Αριάδνης (1913, Ιδιωτική συλλογή) και Η ανταμοιβή του μάντη (1913, Μουσείο Καλών Τεχνών Φιλαδέλφειας ΗΠΑ). Η πόλη του Τορίνου αποτέλεσε επίσης θέμα σε αρκετούς πίνακες του και ειδικότερα ο πύργος της Μόλε Αντονελιάνα (Mole Antonelianna), ένα από τα υψηλότερα κτίσματα της Ιταλίας, που αποτέλεσε πιθανότατα πηγή έμπνευσης για τα έργα Νοσταλγία του απείρου (1912, MoMA) και Ο μεγάλος πύργος (1913, Πινακοθήκη Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας).
Η παρουσία του στο Παρίσι τού εξασφάλισε την επαφή με τους ισχυρούς καλλιτεχνικούς κύκλους της πόλης και ειδικότερα με τον Γκιγιώμ Απολλιναίρ, τον Πάμπλο Πικάσο και την ομάδα των υπερρεαλιστών. Ο Απολλιναίρ υπήρξε από τους πρώτους που εκτίμησε τους πίνακες του, οι οποίοι έγιναν αντικείμενα θαυμασμού για τους καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, ενώ ο ίδιος εξελίχθηκε σε έναν από τους «ήρωες» του υπερρεαλιστικού κινήματος. Τον Οκτώβριο του 1913, ο Απολλιναίρ έγραψε στο περιοδικό L' Intransigeant μία από τις πρώτες κριτικές για το έργο του ντε Κίρικο αναφέροντας χαρακτηριστικά: «H τέχνη αυτού του νεαρού ζωγράφου είναι εσωτερική και εγκεφαλική, χωρίς να συνδέεται με εκείνη άλλων ζωγράφων που έχουν ανακαλυφθεί τα τελευταία χρόνια. Δεν πηγάζει από τον Ματίς ή από τον Πικάσο, δεν πηγάζει ούτε από τους Ιμπρεσιονιστές. Αυτή η πρωτοτυπία είναι αρκετή για να εξασφαλίσει την προσοχή μας». Στην ίδια κριτική, ο Απολλιναίρ χαρακτήρισε τους πίνακες του ντε Κίρικο ως «παράξενα μεταφυσικούς». Πολυάριθμα χειρόγραφα του ντε Κίρικο μαρτυρούν πως ο ίδιος χρησιμοποιούσε τον ίδιο όρο, ήδη από το 1911, για να περιγράψει το έργο του. H φιλία του με τον Απολλιναίρ αποτυπώθηκε σε μία σειρά προσωπογραφιών που φιλοτέχνησε ο ντε Κίρικο, ενώ με τη σειρά του ο Απολλιναίρ τού αφιέρωσε το ποίημα Océan de terre και κατείχε αρκετούς πίνακές του.
Το 1914 θεωρείται έτος αποκορύφωμα για την «μεταφυσική» ζωγραφική του[6], καθώς τότε ολοκλήρωσε ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα του. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν το Παιδικό μυαλό (1914, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Στοκχόλμης), ένας από τους διασημότερους πίνακές του, που ανήκε στον Αντρέ Μπρετόν, η Προσωπογραφία του Γκιγιώμ Απολιναίρ (1914, Κέντρο Ζορζ Πομπιντού) και το Ερωτικό τραγούδι (1914, MoMA). Την περίοδο της παραμονής του στη Φεράρα, το έργο του χαρακτηρίστηκε από διαφοροποιήσεις, υιοθετώντας νέα μοτίβα και θέματα. Σε μία σειρά πινάκων απεικόνισε εσωτερικούς χώρους με παράξενα και ετερόκλητα αντικείμενα όπως γεωμετρικά όργανα, χάρτες ή γλυκίσματα σε διάφορα σχήματα, εμπνευσμένος σε ένα βαθμό από τις βιτρίνες των καταστημάτων της πόλης, που του είχαν προξενήσει μεγάλη εντύπωση.
Η Φεράρα αποτέλεσε επίσης το ιδανικό περιβάλλον για μία σειρά συνθέσεων που κοσμούνταν με ανδρείκελα (απρόσωπες κούκλες), μία συμβολική κατασκευή του ντε Κίρικο που είχε ξεκινήσει να χρησιμοποιεί κατά την παραμονή του στο Παρίσι, εμπνευσμένη από ένα χαρακτήρα στο δραματικό ποίημα του Σαβίνιο Les Chants de la mi-mort (Άσματα του ημιθανάτου). Τα ανδρείκελα του ντε Κίρικο, τυπικό χαρακτηριστικό της σχολής της Μεταφυσικής Ζωγραφικής, εκφράζουν κατά μία ερμηνεία τη σύγχρονη μορφή του τυφλού μάντη της αρχαιότητας και απεικονίστηκαν συχνά στα έργα του, όπως στους πίνακες Ο μάντης (1914/15, MoMA) και Οι ανησυχητικές μούσες (1918, Ιδιωτική συλλογή). Την ίδια περίοδο, ενέτεινε τις προσπάθειες διάδοσης της Μεταφυσικής Ζωγραφικής, μέσα από μία πληθώρα θεωρητικών κειμένων και άρθρων, αλλά και μέσα από τη συνεργασία του με τον Κάρλο Καρά. Στα σημαντικότερα έργα που φιλοτέχνησε την περίοδο αυτή, ανήκει Το όνειρο του Τωβία (1917/22, Ιδιωτική συλλογή), θεματολογικά εμπνευσμένο από το Βιβλίο του Τωβίτ, καθώς και τα Έκτορας και Ανδρομάχη (1917, Ιδιωτική συλλογή), Ο μεγάλος μεταφυσικός (1917, Ιδιωτική συλλογή) και η Ευαγγελική νεκρή φύση (1916, Μουσείο Καλών Τεχνών, Οζάκα).
Το 1919, σημειώθηκε μία νέα σημαντική αλλαγή στην καλλιτεχνική του πορεία, καθώς ο ντε Κίρικο στράφηκε επίμονα στη μελέτη των Ιταλών κλασικών Δασκάλων. Σε ένα δοκίμιο που δημοσίευσε το Νοέμβριο του 1919 στο περιοδικό Valori Plastici, με τίτλο Επιστροφή στη δεξιότητα (ιταλ. Il ritorno al mestiere), κήρυξε με σαφήνεια την επιστροφή του στην παραδοσιακή εικονογραφία, δηλώνοντας την επιθυμία του να αποτελέσει ένα «κλασικό ζωγράφο». Στο δοκίμιο του, ο ντε Κίρικο εξέφρασε αναλυτικά τις νέες ιδέες που διαμόρφωνε καταλήγοντας πως ο ίδιος επιθυμούσε να σφραγίζεται όλο το έργο του με τις τρεις λέξεις Pictor classicus sum.
Στα επόμενα έργα του διαμόρφωσε ένα νεοκλασικό ύφος, προσπαθώντας να μιμηθεί τους δασκάλους της ιταλικής αναγέννησης, με χαρακτηριστικό δείγμα γραφής τον πίνακα Αποχαιρετισμός στους Αργοναύτες (π. 1920, Ιδιωτική συλλογή). Η δεκαετία του 1920, υπήρξε για τον ντε Κίρικο περίοδος συνεχών αλλαγών και έντονων αναζητήσεων. Στο διάστημα αυτό, οι «μεταφυσικοί» πίνακες που είχε φιλοτεχνήσει νωρίτερα, ανακαλύπτονταν από την ομάδα των Γάλλων υπερρεαλιστών. Αρκετοί καλλιτέχνες που ανήκαν στο υπερρεαλιστικό κίνημα αναγνώρισαν την επίδραση του ντε Κίρικο στο έργο τους, όπως ο Ρενέ Μαγκρίτ, ο Υβ Τανγκύ και ο Μαξ Ερνστ. Ο Αντρέ Μπρετόν, στο δοκίμιο με τίτλο Giorgio de Chirico που δημοσίευσε το 1920, αναγνώριζε στο πρόσωπο του μία ηγετική φυσιογνωμία στη διαμόρφωση μίας νέας μυθολογίας. H ομάδα των υπερρεαλιστών αναγνώρισε την αξία των έργων της περιόδου 1910-19, όταν σύμφωνα με τον Ζοζέ Πιερ ο ντε Κίρικο αποτελούσε «ιδανικό πρότυπο του υπερρεαλιστή καλλιτέχνη», ωστόσο απέρριψαν τα μεταγενέστερα έργα του, με εξαίρεση το μυθιστόρημα Εβδόμερος. Η διάσταση των απόψεων του ντε Κίρικο με τους υπερρεαλιστές επισημοποιήθηκε το 1926, όταν στο έβδομο τεύχος τής περιοδικής έκδοσης της ομάδας La Révolution Surréaliste, ο Μπρετόν τον χαρακτήρισε ως μία «μεγαλοφυΐα που χάθηκε».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο ντε Κίρικο φιλοτέχνησε μία σειρά πινάκων στο ύφος του Ρενουάρ, σε μία χρονική περίοδο που γενικά η τέχνη του γνώρισε αρκετές αλλαγές, υιοθετώντας επίσης ένα είδος ακαδημαϊκού ρεαλισμού. Ξεχωριστή θέση κατέχουν οι πίνακες της σειράς των Μυστηριωδών λουτρών που ξεκίνησε να φιλοτεχνεί από το 1934 και παρουσιάστηκε δύο χρόνια αργότερα στη Νέα Υόρκη. Χαρακτηρίζονται από την επαναλαμβανόμενη απεικόνιση υδάτινων επιφανειών, με παρουσία γυμνών κολυμβητών και ανδρών με κοστούμια. O ντε Κίρικο εμπνεύστηκε τα Μυστηριώδη λουτρά από τον Μαξ Κλίνγκερ και αποτέλεσαν το καταληκτικό σημείο στην πορεία του προς ανανέωση της φόρμας και την αναζήτηση νέων μοτίβων. Το 1929, εκδόθηκε το σημαντικότερο λογοτεχνικό έργο του, το μυθιστόρημα Εβδόμερος. Οι κριτικοί διαφωνούν ως προς το λογοτεχνικό είδος που πραγματικά αντιπροσωπεύει, ενώ χαρακτηριστικά ο λογοτέχνης και κριτικός Τζόρτζιο Μανγκανέλι το όρισε ως «μία αποθήκη εικόνων» θεωρώντας ότι δεν αποτελεί αφηγηματικό μυθιστόρημα. Η υπερρεαλιστική ομάδα το υποδέχθηκε θερμά, παρά το γεγονός πως είχε διακοπεί η επαφή της με τον ντε Κίρικο.
Μετά την επιστροφή του στο Μιλάνο, στα τέλη του 1939, καταπιάστηκε με έργα νεομπαρόκ ύφους, εμπνευσμένα από αντίστοιχα του Ρούμπενς ή του Βελάσκεθ, τα οποία και παρουσίασε το 1942 στη Μπιενάλε της Βενετίας. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της τεχνοτροπίας που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια αποτελεί ο πίνακας Λουόμενες (1945, Ίδρυμα Τζόρτζιο και Ίζα ντε Κίρικο). Το 1971 ξεκίνησε η καταλογογράφηση του έργου του, από τον Claudio Bruni Sakraischik, ενώ δύο χρόνια αργότερα, εκδόθηκε η πρώτη ανθολογία κειμένων του από τον Wienland Schmied.
De Siris