Μαρσέλ Προυστ
Ο Μαρσέλ Προυστ γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου 1871 στο Οτέιγ, προάστιο του Παρισιού. Ο πατέρας του, Αντριέν, ήταν ένας ιδιαιτέρως γνωστός γιατρός και η μητέρα του, Ζαν Βέιλ, κόρη εύπορου εβραίου χρηματιστή. Παρά το γεγονός ότι ήταν φιλάσθενος από τη γέννησή του και υπέφερε από χρόνιο άσθμα, το 1889, τελειώνοντας το λύκειο, υπηρέτησε για έναν χρόνο τη στρατιωτική του θητεία.
Στη συνέχεια αποφασίζει να συνεχίσει τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του περίφημου Ecole de Sciences Politiques της Σορβόννης, κάνοντας παράλληλα το ντεμπούτο του στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας του Παρισιού όπου, εξαιτίας της ευγλωττίας και της οικονομικής του επιφάνειας, γίνεται σύντομα δημοφιλέστατος. Μία από τις πολυάριθμες γνωριμίες του, φίλη και του Ανατόλ Φρανς, τους γνωρίζει. Με την παρότρυνση του Φρανς, το 1896 ο Προυστ εκδίδει το πρώτο του έργο «Τέρψεις και ημέραι», μια συλλογή από σύντομες ιστορίες, ποιήματα και δοκίμια, η οποία όμως δεν θα γνωρίσει ιδιαίτερη επιτυχία.
Ως εκείνη τη στιγμή η μόνη συγγραφική απόπειρά του ήταν ένα μυθιστόρημα που ξεκίνησε να γράφει το 1895 και το εγκατέλειψε, μισοτελειωμένο, το 1899. Ο προάγγελος, ουσιαστικά, του αριστουργήματός του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», καθώς περιείχε πολλά από τα θέματα που θα πραγματευόταν εκεί αργότερα, εκδόθηκε τελικώς το 1952 με τον τίτλο «Ζαν Σαντέιγ». Απογοητευμένος από την αποτυχία της ολοκλήρωσης του δεύτερου βιβλίου του, αφιερώνεται στη συνέχεια για κάποια χρόνια στη μετάφραση και στον σχολιασμό των έργων του άγγλου ιστορικού τέχνης Τζον Ράσκιν. Δημοσιεύει μάλιστα ένα σημαντικό αριθμό σχετικών άρθρων.
Κατά τη διάρκεια της γνωστής υπόθεσης Ντρέιφους, από το 1896 ως το 1906, υπήρξε θερμός υποστηρικτής της πλευράς του γαλλοεβραίου λοχαγού του στρατού, πράγμα είχε αντίκτυπο στην κοινωνική του ζωή, κυρίως εξαιτίας του έντονου αντισημιτισμού στις τάξεις της γαλλικής κοινωνίας. Ο θάνατος της μητέρας του, το 1905, κλόνισε ακόμη περισσότερο τόσο τη σωματική υγεία του, οδηγώντας τον σε εγκλεισμό σε σανατόριο, όσο και την αντίστοιχη ψυχική, καθώς ήδη έπασχε από έντονες νευρώσεις κυρίως εξαιτίας των απεγνωσμένων προσπαθειών του να κρατήσει κρυφές τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις του. Ο Προυστ απομονώθηκε σταδιακώς από τον έξω κόσμο ζώντας σχεδόν σαν ερημίτης σε ένα ηχομονωμένο διαμέρισμα, αφοσιωμένος αποκλειστικά στο γράψιμο και στην ενδοσκόπηση. Από το 1910 περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του μέσα στην κρεβατοκάμαρα, κοιμώμενος κατά τη διάρκεια της ημέρας και γράφοντας ακατάπαυστα τη νύχτα. Το 1913 εκδίδει το πρώτο μέρος του «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» με τίτλο «Από τη μεριά του Σουάν», το οποίο περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Δεν θα συμβεί όμως το ίδιο και με το δεύτερο μέρος, «Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών», που θα εκδοθεί με καθυστέρηση λόγω του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου το 1919. Με αυτό ο Προυστ θα κερδίσει το βραβείο Goncourt και την παγκόσμια αναγνώριση και καταξίωση. Στο σύνολό του το μνημειώδες αυτό ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα είναι περισσότερο ένας εσωτερικός μονόλογος παρά μια ιστορία. Ασυνάρτητο αλλά ζωντανό, με ευφυέστατες μεταφορές και εξαιρετικά σχήματα λόγου, το έργο είναι πλούσιο σε ψυχολογικές, φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές έννοιες.
Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Προυστ συνέχισε να δουλεύει για την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος, εκδίδοντας τα έργα: «Η μεριά του Γκερμάντ Α' μέρος» (1920), «Η μεριά του Γκερμάντ Β' μέρος», «Σόδομα και Γόμορρα Α' μέρος» (1921) και «Σόδομα και Γόμορρα Β' μέρος» (1922).
Ο Μαρσέλ Προυστ πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1922 από πνευμονία.
De Siris