Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Ανδρέας Συγγρός


Ανδρέας Συγγρός

Ο Ανδρέας Συγγρός γεννήθηκε το 1830 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στις  13 Φεβρουαρίου 1899 στην Αθήνα, ήταν Έλληνας τραπεζίτης, πολιτικός και εθνικός ευεργέτης. Ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο και στη συνέχεια επεκτάθηκε στον τραπεζικό κλάδο φτάνοντας να δανείζει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Ελλάδα. Με την εγκατάστασή του στην Αθήνα ανέπτυξε σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα εμπλεκόμενος σε ένα από τα πρώτα χρηματιστηριακά σκάνδαλα της Ελλάδας, γνωστό ως Λαυρεωτικά ή Λαυριακά, σκάνδαλο που επέφερε και την πτώση της κυβέρνησης Επαμεινώνδα Δεληγεώργη. Το 1881 ίδρυσε την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, στην οποία το ελληνικό κράτος είχε παραχωρήσει το δικαίωμα της έκδοσης και κυκλοφορίας χαρτονομίσματος στις «Νέες Χώρες».

Παράλληλα με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, ασχολήθηκε, λόγω και της φιλίας του με τον Χαρίλαο Τρικούπη, με την πολιτική, εκλεγόμενος πολλάκις βουλευτής. Θεωρείται ως ο κύριος υπεύθυνος για την πτώση της κυβέρνησης Θεόδωρου Δηλιγιάννη, καθώς και ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στη χρεοκοπία της Ελλάδας το 1893, αφού επιχείρησε να αποτρέψει τη σύναψη νέου δανείου από την κυβέρνηση Τρικούπη προκειμένου να του παραχωρηθούν νέα τραπεζικά προνόμια και να καταφέρει να γίνει μέτοχος της Εθνικής Τράπεζας. Κατά τη διάρκεια της ζωής του πραγματοποίησε σημαντικές δωρεές σε ευαγή ιδρήματα, ενώ με τη διαθήκη του κληροδότησε μεγάλο μέρος της περιουσίας του στο ελληνικό κράτος για την κατασκευή νοσοκομείων (Νοσοκομείο «Ανδρέας Συγγρός») και σχολείων και σε εθνικά ιδρύματα. Το φιλανθρωπικό του έργο συνέχισε η σύζυγός του, Ιφιγένεια Μαυροκορδάτου - Συγγρού, η οποία δώρισε στο ελληνικό δημόσιο το Μέγαρο Ανδρέα Συγγρού και το Κτήμα Συγγρού. O Ανδρέας Συγγρός έχει χαρακτηριστεί από τους ιστορικούς ως ο πιο ισχυρός άνδρας της εποχής του μετά το Βασιλιά Γεώργιο Α΄ με αμφισβητούμενο ρόλο και αδιαμφισβήτητο φιλανθρωπικό έργο.

Πρώιμα χρόνια

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν δευτερότοκος γιος του Δομένικου Τσιγγρού και της Νικολάττας Νομικού. Οι γονείς του κατάγονταν από τη Χίο (Λιθί Χίου) και είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη λόγω του ιατρικού επαγγέλματος του Δομένικου, ο οποίος ήταν ο προσωπικός γιατρός της αδερφής του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄. Το 1834 εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Άνδρο και λίγα χρόνια αργότερα στη Σύρο. Το 1838 ξεκίνησε τη φοίτησή του στη σχολή του Θεόφιλου Καΐρη και συνέχισε τις σπουδές του στο σχολαρχείο της Ερμούπολης μέχρι το 1845.

Αν και ο πατέρας του τον προόριζε για γιατρό, ο ίδιος διάλεξε, ύστερα απο αρκετές πιέσεις, το επάγγελμα του εμπόρου. Εργάστηκε αρχικά στην επιχείρηση του Θεόδωρου Ροδοκανάκη και λίγους μήνες αργότερα εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως εργαζόμενος του Νικολάου Δαμιανού.

Επιχειρηματικές δραστηριότητες

Το 1855 αγόρασε το 4% της επιχείρησης "Ε. Μ. Βούρος και Σία" και άρχισε να επεκτείνει τις δραστηριότητές του ασχολούμενος με το μετάξι, καθώς και με τις κρατικές προμήθειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1861 η εταιρεία διαλύθηκε και το 1867 πραγματοποίησε ταξίδι στην Αθήνα, όπου γνώρισε τον τότε υπουργό εξωτερικών, Χαρίλαο Τρικούπη, το Βασιλιά Γεώργιο Α΄ κ.α. Τον ίδιο χρόνο δημιούργησε την εταιρεία "Συγρρός, Κορωνιός & Σία", η οποία και παρείχε δάνεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με υπέρογκους τόκους. Στην επιχείρηση συμμετείχε μεταξύ άλλων και ο Στέφανος Σκουλούδης, ο οποίος εξελίχθηκε σε στενό συνεργάτη και φίλο του Συγγρού. Εκείνη την περίοδο ίδρυσε και την τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως, η οποία δάνειζε κατά καιρούς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Αίγυπτο.

Το 1872 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Για το σκοπό αυτό αγόρασε τεράστιες εκτάσεις στην Αττική, καθώς και ένα οικόπεδο στο κέντρο της Αθήνας προκειμένου να κατασκευάσει το μέγαρό του. Στην Ελλάδα ασχολήθηκε πάλι με τις τραπεζικές επιχειρήσεις εμπλεκόμενος μάλιστα σε ένα από τα μεγαλύτερα χρηματιστηριακά σκάνδαλα των εποχών, το οποίο έμεινε στην ιστορία ως Λαυρεωτικά.

Λαυρεωτικά

Το 1864 η κυβέρνηση ανέθεσε στη γαλλική εταιρεία Roux - Serpieri - Fressynet C.E. την εκμετάλευση των ορυχείων του Λαυρίου. Το 1869 προέκυψε ζήτημα σχετικά με τις εκβολάδες των υπολειμμάτων των μεταλλευμάτων που βρίσκονταν επί του εδάφους. Η κυβέρνηση Αλεξέξανδρου Κουμουνδούρου, με την πίεση κυρίως του πολιτικού Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, επέμενε ότι ήταν εθνικές, ενώ η εταιρεία θεωρούσε ότι η εκμετάλλευσή τους προβλεπόταν από το συμβόλαιο. Στο θέμα ενεπλάκησαν οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και Ιταλίας, ενώ παράλληλα οι φήμες περί κοιτασμάτων χρυσού αύξαναν συνεχώς την τιμή της μετοχής της εταιρείας. Τελικώς, η κυβέρνηση προκειμένου να λυθεί το ζήτημα ξεκινάει να αναζητεί έλληνα αγοραστή. Στην πρόσκληση της κυβερνησης απάντησε ο Ανδρέας Συγγρός, ο οποίος δέχτηκε να αγοράσει την εταιρεία και να μεταβιβαστούν οι μετοχές στην Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως. Μετά τη μεταβίβαση, ο Συγγρός διατήρησε τις φήμες περί κοιτασμάτων χρυσού και προχώρησε στη μετοχοποίηση της εταιρείας με αποτέλεσμα χιλιάδες αθηναίοι να τρέξουν να αγοράσουν τις μετοχές. Καθώς χρηματιστήριο δεν υπήρχε, το καφενείο "Η Ωραία Ελλάς" ανέλαβε να αναπληρώσει το κενό. Μετοχές αξίας 200 δρχ. πωλούνταν έως και 310 δραχμές, ενώ κανείς δεν ενδιαφερόταν για το αν πράγματι υπήρχαν όλα αυτά τα υποτιθέμενα κοιτάσματα.

Την απότομη άνοδο των τιμών των μετοχών θα ακολουθήσει ακάθεκτη κάθοδος, η οποία και θα οδηγήσει χιλιάδες αθηναίων σε οικονομική κατάρρευση. Αξίζει να σημειωθεί ότι την περίοδο 1873 - 1875 διπλασιάστηκαν οι πτωχεύσεις. Σύσσωμος ο τύπος θα κατηγορήσει τον Ανδρέα Συγγρό για την οικονομική καταστροφή χιλιάδων πολιτών χαρακτηρίζοντάς τον κερδοσκόπο, ενώ δεκάδες γελοιογραφίες και λίβελοι για το πρόσωπό του θα κατακλύσουν για αρκετό καιρό τις εφημερίδες. Σφοδρή κριτική δέχθηκε και από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, ο οποίος είχε χάσει όλη την περιουσία του στο χρηματιστήριο.

Διαμονή στην Αθήνα και προσωπική ζωή

Το 1881, ύστερα από την προσάρτηση της Θεσσαλίας από το ελληνικό κράτος, ο Συγγρός ίδρυσε μαζί με συμμετοχή της Εθνικής Τράπεζας, την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, στην οποία παραχωρήθηκε το προνόμιο της αποκλειστικής έκδοσης και κυκλοφορίας χαρτονομίσματος στις "Νέες Χώρες". Παράλληλα, μαζί με άλλους Έλληνες της διασποράς, αγόρασε τεράστιες εκτάσεις στην περιοχή της Θεσσαλίας από Τούρκους ιδιοκτήτες. Το 1882 ίδρυσε την "Πανελλήνιον Ατμοπλοΐα" και λίγο αργότερα δάνεισε το δήμο Αθηναίων με 225.000 δραχμές, ενώ παράλληλα μεσολάβησε για τη σύναψη δανείου της ελληνικής κυβέρνησης με ξένους επενδυτές. Στις εκλογές της 7ης Απριλίου 1885 έθεσε για πρώτη φορά υποψηφιότητα εκλεγόμενος ως ανεξάρτητος βουλευτής Σύρου. Στις δημοτικές εκλογές του 1887 εγγράφηκε ως υποψήφιος από οπαδούς του και ενώ έλειπε στο εξωτερικό. Στις εκλογές που ακολούθησαν εξελέγη δήμαρχος με 5.149 ψήφους έναντι 3.943 του Δημητρίου Σούτσου. Τελικά όμως λόγω ακυρότητας (δεν ήταν εγγεγραμμένος στον εκλογικό κατάλογο) δεν επικυρώθηκε η εκλογή του. Το 1890 η γαλλική εταιρεία αποχώρησε λόγω έλλειψης κεφαλαίων και τη θέση της ανέλαβε εταιρεία συμφερόντων του Συγγρού, η οποία θα αναλάμβανε να βρει εργολάβο που θα αποπεράτωνε το έργο. Στις εκλογές του 1890 εξελέγη βουλευτής Αττικής και Βοιωτίας. Με τον πρωθυπουργό Θεόδωρος Δεληγιάννη συγκρούστηκε αρκετές φορές εντός Βουλής, ενώ θεωρείται ότι υπήρξε ο κύριος υπεύθυνος της πτώσης της κυβερνήσεώς του.

Ένα μήνα πριν την πτώση της κυβέρνησης, ο Συγγρός είχε υποβάλει στο Βασιλιά υπόμνημα, σύμφωνα με το οποίο η διατήρηση στην εξουσία της κυβέρνησης Δεληγιάννη εγκυμονούσε κινδύνους για την οικονομία. Συγκεκριμένα ο Συγγρός επιδίωκε να περιέλθουν οι πρόσοδοι του ελληνικού κράτους σε όμιλο Ελλήνων και ξένων κεφαλαιούχων, των οποίων ηγείτο ο ίδιος. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Δεληγιάννη συμμετείχε με ένα ποσοστό σε δάνειο 16.000.000 φράγκων προς την ελληνική κυβέρνηση. Στις εκλογές του 1892 εξελέγη βουλευτής Σύρου με 3.180 ψήφους.

Η νέα κυβέρνηση Τρικούπη αντιμετώπισε οξύ οικονομικό πρόβλημα. Ο Συγγρός με διάφορες κινήσεις προσπάθησε να συμβάλει στην χρεοκοπία της χώρας, έτσι ώστε να καταφέρει να γίνει μέτοχος της Εθνικής Τράπεζας. Κατηγορήθηκε δε από τον τύπο και τον πολιτικό κόσμο για κερδοσκοπία εις βάρος της Ελλάδος. Τον Ιανουάριο του 1894 έσκασαν κροτίδες δυναμίτιδας μέσα στον κήπο του Μεγάρου του προκαλώντας μικρές υλικές ζημιές. Στις εκλογές του 1899 εξελέγη βουλευτής Αττικής με 15.139 ψήφους.

Απεβίωσε στις 13 Φεβρουαρίου 1899 στο σπίτι του στην Αθήνα και ενταφιάστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Στην κηδεία του παραβρέθηκε πλήθος κόσμου, μεταξύ των οποίων το βασιλικό ζεύγος, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης, ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Στέφανος Στρέιτ κ.α. Ο Ανδρέας Συγγρός παντρεύτηκε αρκετά μεγάλος, σε ηλικία 45 ετών, την Ιφιγένεια Μαυροκορδάτου (1842 - 1921), χήρα Αντωνιάδη, με την οποία και δεν απέκτησε παιδιά. Είχε αποκτήσει έναν νόθο γιο, τον Γεώργιο Νομικό, τον οποίο αν και συμπεριέλαβε στην διαθήκη του δωρίζοντάς του τεράστιες εκτάσεις στην Εύβοια και την Θεσσαλία δεν τον αναγνώρισε ποτέ. Το 1908 εκδόθηκαν τα απομνημονεύματα του Συγγρού από τη σύζυγό του και με την επιμέλεια του Δημητρίου Βικέλα και του Γεωργίου Δροσίνη.

Φιλανθρωπικό έργο

Το φιλανθρωπικό έργο του Ανδρέα Συγγρού είναι αδιαμφισβήτητο διαθέτοντας τεράστια ποσά υπέρ κοινωφελών και φιλανθρωπικών σκοπών. Με δικά του έξοδα κατασκεύασε το δημοτικό σχολείο Σκιάθου, τις φυλακές Συγγρού, το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, το παλιό Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, το αρχαιολογικό μουσείο Δελφών κ.α Με δικά του έξοδα κατασκευάστηκε η αριστερή πτέρυγα του Ευαγγελισμού και ολοκληρώθηκε ο οίκος των Αδερφών στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός.

Τον Απρίλιο του 1881 προσέφερε 10.000 δραχμές στην κοινωνία της Χίου, η οποία είχε χτυπηθεί από τον εγκέλαδο, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1890 λόγω της καταστροφικής φωτιάς που ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη προσέφερε 400.000 δραχμές προκειμένου να επισκευαστούν διάφορα δημόσια κτίρια, μεταξύ των οποίων και το Παπάφειο νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Μεγάλα ποσά πρόσφερε στο Ωδείο Αθηνών, στην κοινωνία της Σύρου, στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, στα εθνικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης, καθώς και στο χωριό του, το Λιθί Χίου.

Με τη διαθήκη του κληροδότησε μεγάλα ποσά στο Πτωχοκομείο Αθηνών, στο Δρομοκαΐτειον, στο Αμαλίειον ορφανοτροφείο, στο Δημοτικό νοσοκομειο, στο μετοχικό ταμείο αξιωματικών, ενώ όλες τις εκτάσεις του στην Αττική τις δώρισε στο Αμαλίειον ορφανοτροφείο. Σημαντικό μέρος της περιουσίας του δωρήθηκε απευθείας στο κράτος προκειμένου να κατασκευασθούν σχολεία και άλλα δημόσια κτίρια. Μετά το θάνατό του η σύζυγός του, Ιφιγένεια Μαυροκορδάτου, δώρισε στο ελληνικό δημόσιο το Κτήμα Συγγρού, το Μέγαρο Ανδρέα Συγγρού για να στεγάσει το υπουργείο εξωτερικών, ενώ από κληροδότημα του ίδιου και με την εποπτεία της Ιφιγένειας, κατασκευάστηκε το Νοσοκομείο «Ανδρέας Συγγρός» και η λεωφόρος Συγγρού.

Κριτική και Τιμές

Ο Γιάννης Κορδάτος χαρακτηρίζει τον Ανδρέα Συγγρό μηχανορράφο και επιδέξιο πολιτικάντη, άλλοι ως λωποδύτη φιλάνθρωπο ενώ ο τύπος της εποχής χρυσοκάνθαρο. Ο Τάσος Βουρνάς αναφέρει ότι παρίστανε τον Εθνικό Ευεργέτη για να εξαγοράσει τις αμαρτίες του. Σφοδρή κριτική για την συμμετοχή του στα Λαυριακά άσκησε ο Εμμανουήλ Ροΐδης καθώς και οι σατιρικές εφημερίδες. Ο κόσμος δε τον αποκάλεσε Λαυριοφάγο. Στον αντίποδα έχει χαρακτηριστεί ως μέγας εθνικός ευεργέτης λόγω του τεράστιου φιλανθρωπικού του έργου. Θεωρείται ότι υπήρξε ο ισχυρότερος άντρας της εποχής του μετά τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄.

Είχε τιμηθεί με την Ταινία του Μετζιτιε Α΄ Τάξεως και το παράσημο Μετζιτιέ Β΄ Τάξεως από το Σουλτάνο, με το παράσημο των Ανώτερων Ταξιαρχών του Δάνεμβρογ από τη βασιλική οικογένεια της Δανίας, με τα παράσημο της Β΄ Τάξεως και των Ταξιαρχών της Λεγεώνας της Τιμής από τη Γαλλική κυβέρνηση, με το Σταυρό των Ανώτερων Ταξιαρχών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος για τις προσφορές του στο Έθνος, με τον Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος από το Βασιλιά Όθωνα, με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος και με το Μεγαλοσταυρό του Β΄ Τάγματος του Σωτήρος από το Βασιλιά Γεώργιο Α΄. Επίσης πολλοί δρόμοι σε ελληνικές πόλεις φέρουν το όνομά του.

De Siris