Κώστας Μάνεσης
Ο Κώστας Μάνεσης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1917 και πέθανε στις 25 Φεβρουαρίου 2002, ήταν στιχουργός, ποιητής, συγγραφέας, δημοσιογράφος κι εκδότης.
. Σαν στιχουργός, υπήρξε πολυγραφότατος και ανήκει στην κατηγορία (των στιχουργών) που ξεκινήσανε την ενεργό παρουσία τους στο χώρο του τραγουδιού στη δεκαετία του 1930 και συνέχισαν να υπάρχουν, χωρίς καμιά πτώση στην ποιότητα της δουλειάς τους, και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50, κι ακόμα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ο ίδιος ο Μάνεσης άρχισε τη στιχουργική του δραστηριότητα από τις αρχές του ’30, κορυφώνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 και μετά και εκτείνεται με ελάττωση μέχρι τη δεκαετία του ‘60.
Στην κατηγορία αυτή, οι στιχουργοί, πατούν περιστασιακά ή άλλοτε σε διαρκή βάση (όπως ο Κώστας Μάνεσης) σε δύο πυλώνες, στο λαϊκό και στο ελαφρό τραγούδι. Ανάμεσα στους στιχουργούς αυτούς, εκτός από τον Μάνεση, συγκαταλέγονται και ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης-Τσάντας, ο Κώστας Κοφινιώτης, ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος, ο Αιμίλιος Σαββίδης-Σαβαίμ, κ.α. Είναι χαρακτηριστικό πως ο τελευταίος, ο Σαβαίμ, στιχουργός κυρίως του ελαφρού τραγουδιού, γράφει στίχους και για το λαϊκό που φανερά το απεχθάνεται και το πολεμά με μανία!
Ο Κώστας Μάνεσης έχει ένα τεράστιο όγκο δουλειάς και έναν αρκετά σημαντικό αριθμό επιτυχιών, από τις οποίες μερικές υπήρξαν μεγάλες. Ήταν από τους πρώτους που, ανακαλύπτοντας την ομορφιά και την αμεσότητα των ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών, συνεργάστηκε με τους λαϊκούς συνθέτες Βασίλη Τσιτσάνη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Κώστα Καπλάνη, Γιώργο Λαύκα, Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη και άλλους, δημιουργώντας μαζί τους λαϊκά αριστουργήματα.
Ο Μάνεσης ως τραγουδοποιός είχε λαϊκό έρεισμα, ήταν άμεσος, πηγαίος και τα τραγούδια του είχαν αντίκρισμα ζωής. Στο χώρο του ελαφρού τραγουδιού, παρόλο που δεν είχε πολλές δοσοληψίες με το θέατρο και κυρίως το μουσικό θέατρο, έγραφε τα περισσότερα τραγούδια του με προορισμό τη δισκογραφία. Κατά συνέπεια, οι δυσκολίες να επιβάλει τη δουλειά του στο χώρο αυτό ήταν πολύ μεγαλύτερες απ’ ότι σ’ ένα στιχουργό που είχε εκ των προτέρων εξασφαλισμένο το τεστ του κοινού από το παλκοσένικο της επιθεώρησης, το δημοφιλές αυτό μουσικό είδος, όπου συνήθως πρωτοτραγουδιότανε τα καινούρια τραγούδια. Με άλλα λόγια, τα τραγούδια του Μάνεση, που ήταν συνήθως εκτελεσμένα χωρίς τη μαγεία της θεατρικής παράστασης, η οποία ήταν μια σοβαρή και απαραίτητη την εποχή εκείνη βοήθεια για το «πλασάρισμά» τους στο κοινό, έπρεπε να στέκουν από μόνα τους, να είναι ωραία και ν’ αξίζουν για να επιβληθούν στο μουσικό στερέωμα και τέλος για να επιζήσουν σε βάθος χρόνου. Αξίζει να σημειωθεί πως την εποχή εκείνη, που η διαφήμιση και προώθηση των καινούριων τραγουδιών δε γινόταν με τον ίδιο τρόπο και στο βαθμό που γίνεται σήμερα, ο χώρος του θεάτρου ήταν ένα μέσο πληροφόρησης και η επιθεώρηση ο προπομπός της δισκογραφίας. Απ’ αυτή λοιπόν την άποψη, ο Μάνεσης, δεν είχε καμιά βοήθεια και είναι βέβαιο –κάτω απ’ αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες– πως είχε αναμφισβήτητο ταλέντο, είχε ιδέες, ήξερε τι ζητάει ο κόσμος και η εποχή του, είχε σωστό αισθητήριο και ιδιαίτερη ευαισθησία, αφού μπόρεσε με τα τραγούδια του να πάρει μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους ομότεχνους του καιρού του.
Ο Κώστας Μάνεσης ήταν γνήσια ποιητική στόφα και καθαρό μυαλό. Αντιμετώπιζε το τραγούδι, στο οποίο αφιέρωσε στην κυριολεξία τη ζωή του, χωρίς διακρίσεις και διαχωρισμούς. Παράλληλα, υπήρξε και συγγραφέας μερικών επιθεωρήσεων του θεάτρου, σε συνεργασία με τον επίσης στιχουργό και συγγραφέα Κρέοντα Ρηγόπουλο, με τον οποίο έγραψε και αρκετά τραγούδια.
Σαν στιχουργός, η συνεργασία του Μάνεση με διαφορετικούς συνθέτες δείχνει την ικανότητα που είχε να προσαρμόζεται σε κάθε είδος και ύφος μουσικής.
Εκτός από τα υπέροχα λαϊκά τραγούδια που έγραψε, ο Μάνεσης, υπηρέτησε για τέσσερις δεκαετίες το λαϊκό τραγούδι και σαν δημοσιογράφος και εκδότης δύο περιοδικών, το «Μοντέρνο Τραγούδι» και «Το καινούριο Τραγούδι», διαδίδοντάς το στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Από τις στήλες των περιοδικών του παρουσίασε βιογραφικά σημειώματα και έκανε γνωστούς στο κοινό όλους τους καλλιτέχνες της εποχής. Έκανε σοβαρό αγώνα για τα προβλήματα του χώρου, προασπίζοντας τα συμφέροντα του κλάδου του, άλλοτε παροτρύνοντας τους συναδέλφους του στιχουργούς να δίνουν στίχους στους λαϊκούς συνθέτες και άλλοτε χτυπώντας τα «κακώς κείμενα» που μάστιζαν το επάγγελμα, κυρίως του χώρου του ελαφρού ελληνικού τραγουδιού. Για παράδειγμα, το φαινόμενο της προσαρμογής ελληνικών στίχων πάνω σε ξένες μελωδίες, που πρωτοεμφανίστηκε πολύ παλαιά με «μεταγλωττίσεις» γερμανικών θουρίων και ιταλικών αριών.
Αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’30 ακολούθησαν οι αργεντίνικες μελωδίες και επικρατεί ο ρυθμός του ταγκό. Μεταγλωττίζονται στα ελληνικά οι περισσότερο γνωστές ξένες επιτυχίες. Το ίδιο συμβαίνει με τη λήξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου, όταν η αμερικάνικη μουσική, με τη βοήθεια του κινηματογράφου και του εμπορίου των δίσκων γραμμοφώνου εισβάλλει και στην ελληνική αγορά. Ιδιαίτερα τη δεκαετία 1944 – 1954, κυκλοφορούν οι περισσότερες αμερικάνικες (κινηματογραφικές κυρίως) επιτυχίες σε δίσκους και παρτιτούρες με ελληνικούς στίχους, σε βάρος του ελληνικού τραγουδιού. Οι Έλληνες δημιουργοί, κυρίως οι συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού, πιθηκίζουν και αντιγράφουν το ύφος των ξένων μελωδιών, ενώ ταυτόχρονα παραπονούνται επειδή οι δισκογραφικές εταιρείες και οι μουσικοί εκδοτικοί οίκοι προωθούν τις ξένες επιτυχίες, αδικώντας το ελληνικό τραγούδι και αποδυναμώνοντας και τη δική τους επαγγελματική και καλλιτεχνική προσφορά.
Ο Κώστας Μάνεσης, στο «Μοντέρνο Τραγούδι» του, θίγει το θέμα των ξένων «σουξέ», αναγνωρίζει το δίκιο των Ελλήνων συνθετών και στηλιτεύει ταυτόχρονα την προχειρότητα των στιχουργών στη μετάφραση των στίχων. Τονίζει την κρίση που περνάει το ελληνικό τραγούδι, αφού ωραιότατα τραγούδια με γεμάτους αίσθημα στίχους και περίφημη μουσική, γίνονται δεκτά από τους εκδότες με πολλές επιφυλάξεις. Και βέβαια η αιτία είναι η μόδα των άφθονων ξενόφερτων. Έτσι, πολλά θαυμάσια ελληνικά ελαφρά τραγούδια μένουν ανέκδοτα και συνεπώς άγνωστα από το πολύ κοινό. Ο Μάνεσης δικαίως τα βάζει με τους συναδέλφους του στιχουργούς-μεταφραστές των ξένων τραγουδιών, με την προχειρότητα των μεταφρασμένων στίχων, την συχνή προσαρμογή των στίχων και την συχνότερη ελεύθερη απόδοσή τους στα ελληνικά.
De Siris