Χαρίλαος Μιχαήλ
Ο Χαρίλαος Μιχαήλ γεννήθηκε στο χωριό Γαληνή, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 9 Φεβρουαρίου 1935 και απαγχονίστηκε στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, στις 9 Αυγούστου 1956. Γονείς του ήταν ο Μιχαήλ Θεοχάρους και Αφροδίτη Μιχαήλ και είχε αδέλφια τους Γιάγκο, Χατζηχαμπή, Ηλία, Ανδρέα και Μαρία.
Ο Χαρίλαος Μιχαήλ τελείωσε το δημοτικό σχολείο Γαληνής και εργαζόταν στην Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία. Εντάχθηκε στον αγώνα της ΕΟΚΑ και υπηρέτησε μαζί με τα αδέλφια του και τον πατέρα του. Είχαν διασυνδέσεις με την ανταρτική ομάδα του Μάρκου Δράκου.
Ήταν αχώριστος φίλος και στενός συνεργάτης του Ανδρέα Ζάκου με τον οποίο κατέφυγε στο αντάρτικο στις 17 Νοεμβρίου 1955, επανδρώνοντας ανταρτική ομάδα στην περιοχή Γαληνής, αφού είχαν στο μεταξύ κατασκευάσει κρησφύγετα και λημέρια στην ορεινή αυτή περιοχή. Σε ένα μήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 1955, η ομάδα τους συνενώθηκε με την ομάδα του Μάρκου Δράκου για την ενέδρα στο Μερσινάκι, στο 38ο μίλι του δρόμου Λευκωσίας-Κάτω Πύργου, κοντά στους αρχαίους Σόλους. Στην επίθεση οι ήρωες της ΕΟΚΑ Χαρίλαος Μιχαήλ, Ανδρέας Ζάκος, Χαράλαμπος Μούσκος και Μάρκος Δράκος, μαζί με τέσσερις άλλους συναγωνιστές τους, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον εμπειροπόλεμο ταγματάρχη Κουμπ του αγγλικού στρατού και το δεκανέα Μόρουμ, ο οποίος σκοτώθηκε. Σκοτώθηκε επίσης και ο Χαράλαμπος Μούσκος. Ο Ανδρέας Ζάκος συνελήφθη βαριά τραυματισμένος. Μαζί του συνελήφθη και ο Χαρίλαος Μιχαήλ, ο οποίος δεν θέλησε να εγκαταλείψει τραυματισμένο το φίλο του. Και οι δυο τους καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν μαζί με τον Ιάκωβο Πατάτσο την Πέμπτη, 9 Αυγούστου 1956.
Το βράδυ της Τετάρτης, 8 Αυγούστου, λίγες μόνο ώρες πριν από την εκτέλεσή του, καλοδέχτηκε τη μάνα και τον πατέρα του στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας με το τραγούδι "Ξύπνα καημένε μου Ραγιά" και τους αποχαιρέτησε με αυτά τα λόγια :
" Έχω το θάρρος να πατήσω την αγχόνη, πατέρα. Εσύ, μάνα, να το έχεις ευχαρίστηση και να το κρατείς καύχημα που πεθαίνω για την πατρίδα."
Το ψυχικό σθένος με το οποίο αντιμετώπισε το θάνατο φαίνεται και στις δυο του επιστολές που έγραψε λίγο πριν από την εκτέλεσή του στις 7 και 8 Αυγούστου 1956.
De Siris