Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Κωνσταντίνος Χρηστομάνος

Κωνσταντίνος Χρηστομάνος

Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, γεννήθηκε στην Αθήνα  το 1867 και πέθανε την 1η Νοεμβρίου 1911, υπήρξε λογοτέχνης, καθηγητής Πανεπιστημίου, μεταφραστής και θεατρικός σκηνοθέτης, μεγάλος ανανεωτής του ελληνικού θεάτρου. Έχει τιμηθεί με τον τίτλο του Βαρώνου και Ιππότη του τάγματος του Αγίου Ιωσήφ.

Βιογραφικά στοιχεία

Γιος του Αναστασίου Χρηστομάνου, καθηγητή της Χημείας (και αργότερα πρύτανη) του Πανεπιστημίου Αθηνών και της κόρης του αυλικού Βαυαρού γιατρού Λίντερμάγιερ, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1867. Σε ηλικία τεσσάρων περίπου ετών είχε ένα σοβαρό ατύχημα από πτώση που τραυμάτισε τη σπονδυλική του στήλη -και τον ψυχισμό του- και του προκάλεσε κύφωση.

Τα χρόνια της Βιέννης

Ξεκίνησε σπουδές ιατρικής που όμως άφησε στη μέση (1887) για να στραφεί στη φιλολογία και τη φιλοσοφία. Έτσι βρέθηκε το 1888 στη Βιέννη, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του -το 1891 αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ- και είχε την ευκαιρία να διευρύνει τα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Εκεί το Μάιο του 1891 ζητήθηκε αρχικά από τον αδελφό του και -κατόπιν της άρνησης του- από τον ίδιο το Χρηστομάνο να διδάξει ελληνικά στην Ελισάβετ της Βαυαρίας, περισσότερο γνωστή και ως πριγκίπισσα Σίσσυ. Τα αποσπασματικά τρία χρόνια (1891-1893), που πέρασε κοντά της ο Χρηστομάνος ως δάσκαλος αλλά και συνοδός της ακόμα και σε σύντομο ταξίδι στο αυτοκρατορικό ανάκτορο της Κέρκυρας), θα τον σημαδέψουν βαθιά και θα τον ωθήσουν να διαμορφώσει λατρεία στο πρόσωπο της Σίσσυ.

Μετά από επίσκεψη στο Βατικανό (1892) και μελέτη του καθολικού δόγματος, ασπάσθηκε τον καθολικισμό και αποφάσισε να μονάσει για ένα διάστημα 5 μηνών στο Μόντε Κασσίνο (Νοέμβριος 1892-Μάρτιος 1893). Επιστρέφει στη Βιέννη το 1895, όπου θα διοριστεί αρχικά λέκτορας και στη συνέχεια καθηγητής του Ινστιτούτου Ανατολικών Γλωσσών. Κατά την παραμονή του στη Βιέννη ο Χρηστομάνος είχε την ευκαιρία να συναναστραφεί με τους σημαντικότερους λογοτεχνικούς κύκλους (και ιδιαίτερα με την ομάδα του περιοδικού Wiener Rundschau) και να έρθει σε επαφή με τα κυρίαρχα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Επηρεασμένος από το συμβολισμό, συγγράφει το ποιητικό έργο Orphische Lieder (Ορφικά Τραγούδια) και το ονειρόδράμα Die graue Frau (Η σταχτιά γυναίκα).

Το 1898, λίγο μετά τη δολοφονία της αυτοκράτειρας, αποφάσισε να δημοσιεύσει ένα βιβλίο αφιερωμένο σ’ αυτήν, το «Tagebucher» («Φύλλα ημερολογίου»), το οποίο όμως προκαλέσε την έντονη δυσαρέσκεια των Ανακτόρων που, χαρακτηρίζοντας τον ως ανεπιθύμητο, τον υποχρεώνουν να παραιτηθεί από το Πανεπιστήμιο και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Πράγματι, το Νοέμβριο του 1901 - και κατόπιν μικρής περιήγησης στη Γαλλία και στην Ιταλία - ο Χρηστομάνος επανέρχεται στην ελληνική πρωτεύουσα.

Η επιστροφή στην Αθήνα και η Νέα Σκηνή

Στην Αθήνα θα γίνει ιδρυτής του θιάσου Νέα Σκηνή και θα επηρεάσει βαθιά την εξέλιξη του νεοελληνικού θεάτρου εισάγοντας για πρώτη φορά την έννοια του σκηνοθέτη (παράλληλα με τον Θωμά Οικονόμου του Βασιλικού Θεάτρου), ανανεώνοντας το ρεπερτόριο της εποχής και συνεισφέροντας σε πιο σύγχρονες τεχνικές υποκριτικής. Αναφέρεται μάλιστα ότι το πρακτικό της ίδρυσης της Νέας Σκηνής διαβάστηκε από τον ίδιο στο Θέατρο του Διονύσου την 27η Φεβρουαρίου του 1901 μπροστά σε επιφανείς λογοτέχνες -μεταξύ των οποίων διακρίνουμε τους Κωστή Παλαμά, Παύλο Νιρβάνα και Γρηγόριο Ξενόπουλο- που το προσυπέγραψαν.

Η Νέα σκηνή θα αποτελέσει εφαλτήριο για μία νέα γενιά ηθοποιών (Μήτσος Μυράτ, Τηλέμαχος Λεπενιώτης, Άγγελος Χρυσσομάλλης, Θεώνη Δρακοπούλου -ακόμα και ο ποιητής Αγγελος Σικελιανός με την αδελφή του Ελένη Πασαγιάννη) με πρωταγωνίστρια τη μεγάλη Κυβέλη, που θα αποτελέσει τη νέα μούσα του Χρηστομάνου. Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει ‘Ιψεν, Τολστόι, Τουργκένιεφ, Ανρί Μπεκ (τους οποίους μεταφράζει ο ίδιος) τους έλληνες Κορομηλά, Άννινο, Καμπύση, Ξενόπουλο κ.α. Επίσης μεταφράζει και παρουσιάζει για πρώτη φορά τους αρχαίους τραγικούς στη δημοτική (Άλκηστις, Αντιγόνη). Η Νέα Σκηνή, ενώ καλλιτεχνικά θα αποτελέσει σημείο αναφοράς του νεοελληνικού θεάτρου, θα καταστρέψει οικονομικά το Χρηστομάνο και θα κλείσει το φθινόπωρο του 1905.

Τελευταία χρόνια

Το 1908 μεταφράζει το «Tagebucher» στα ελληνικά ως «Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισσάβετ, σελίδες ημερολογίου» και αποστέλλει σε συνέχειες στην εφημερίδα «Πατρίς» το ρεαλιστικό ηθογράφημα της Αθηναϊκής κοινωνίας «Η κερένια κούκλα». Το 1909 εκδίδει το θεατρικό έργο «Τα τρία φιλιά» (Τραγική σονάτα σε τρία μέρη), το οποίο παρουσιάζεται χωρίς επιτυχία από το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Πεθαίνει στην Αθήνα το 1911.

Απήχηση

Ο βίος του Χρηστομάνου αντιμετωπίζεται συχνά σαν μία ακόμα δοξαστική λεπτομέρεια του μύθου της αυτοκράτειρας Ελισάβετ και περιβάλλεται από το ρομαντικό παραμύθι, όπου ο ευγενής και χτυπημένος από τη μοίρα καμπούρης ερωτεύεται παθιασμένα αλλά πλατωνικά την απρόσιτη βασίλισσά του.

Στην πραγματικότητα ο Χρηστομάνος υπήρξε ο πρώτος Έλληνας που είχε ευρωπαϊκή εκδοτική επιτυχία (με το πολυμεταφρασμένο "Tagebucher"), ενώ θεωρείται ο κατεξοχήν πρωτεργάτης του νεοελληνικού θεάτρου. Η προσπάθεια που έκανε με τη Νέα Σκηνή μνημονεύεται μέχρι τις μέρες μας ως η εκσυγχρονιστική στροφή του θεάτρου μας και η βάση της θεατρικής παιδείας του τόπου. Η γενικότερη συνεισφορά του στο ελληνικό θέατρο παραμένει ανεκτίμητη.

Το μυθιστόρημά του "Κερένια κούκλα" θα γίνει θεατρικό έργο από τον Παντελή Χόρν, ταινία από τον Μιχ. Γλητσό (η πρώτη μεταφορά ελληνικού λογοτεχνικού έργου στον κινηματογράφο με πρωταγωνίστρια τη Βιργινία Διαμάντη, το 1916) και αργότερα σειρά στην ελληνική τηλεόραση. Το 1987 τη Κερένια κούκλαδιασκεύασε τηλεοπτικά ο συγγραφέας Γιάννης Κανδήλας και παρουσιάστηκε στη ΕΤ-2..

Η προσωπικότητα του Χρηστομάνου και το έργο του συνεχίζουν να προκαλούν ακόμα και σήμερα το ενδιαφέρον λογοτεχνών και ανθρώπων του θεάτρου.

Έργο

Πεζογραφήματα

Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισσάβετ, Αθήνα, 1908.
Η Κερένια κούκλα, Αθηναϊκό μυθιστόρημα. Αθήνα, Φέξης, 1911.

Θέατρο

Die graue Frau, Βιέννη, 1898.
Τα τρία φιλιά· Τραγική σονάτα σε τρία μέρη. Αθήνα, εκδ.Πανός, 1909.
Η Σταχτυά γυναίκα, Αθήνα, χ.χ.
Ο κοντορεβυθούλης, Αθήνα, 1909.

Ποίηση

Orphische Lieder, Βιέννη, 1899.

Μελέτες

Γενεαλογικά μελετήματα Α΄, Το γένος Λίμποβα. Αθήνα, 1897.


De Siris