Τζοακίνο
Αντόνιο Ροσσίνι
Ο Τζοακίνο
Αντόνιο Ροσσίνι γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 1792 και πέθανε στις 13 Νοεμβρίου
1868, ήταν Ιταλός συνθέτης, παγκοσμίως φημισμένος για τις όπερές του, με πιο
γνωστές τον Κουρέα της Σεβίλλης, τη Σταχτοπούτα και τον Γουλλιέλμο Τέλλο.
Έγραψε ακόμη έργα θρησκευτικής μουσικής, τραγούδια, μουσική δωματίου και άλλα
κομμάτια για πιάνο και μικρά σύνολα. Οι μελωδίες του αγαπήθηκαν από πολύ κόσμο,
ενώ ενέπνευσε πλήθος συνθετών, χαρίζοντάς του το προσωνύμιο "Ο Ιταλός
Μότσαρτ".
Βιογραφία
Τα πρώιμα χρόνια
Γόνος μιας
μουσικής οικογένειας, ο Ροσσίνι γεννήθηκε στην πόλη Πεζάρο· ο πατέρας του,
Τζουζέπε, έπαιζε κόρνο και η μητέρα του, Άννα, ήταν τραγουδίστρια. Εν μέσω μιας
ταραχώδους παιδικής ηλικίας, όπου λόγω των πολέμων η οικογένεια αναγκάστηκε να
μετοικίσει στη Μπολόνια, ο Ροσσίνι αρχικά εκπαιδεύεται στο τσέμπαλο από τον
Τζουζέπε Πρινέττι. Αργότερα γίνεται βοηθός σε ένα σιδεράδικο και τη μουσική του
εκπαίδευση αναλαμβάνει ο Άντζελο Τεζέϊ. Μέχρι τα δέκα του χρόνια έχει μάθει να
διαβάζει μουσική, να παίζει πιάνο και κόρνο, αλλά και να τραγουδά, ενώ αποτελεί
μέλος της χορωδίας της τοπικής εκκλησίας. Ορισμένα έργα, όπως οι έξι σονάτες
για έγχορδα, γράφτηκαν όταν ήταν περίπου δώδεκα ετών και ήδη αντανακλούν την
επιρροή του Χάυντν και του Μότσαρτ.
Το 1805 κάνει
την πρώτη και μοναδική του εμφάνιση ως τραγουδιστής στο έργο
"Camilla" του Φερντινάντο Παέρ. Της ιδίας εποχής είναι και η πρώτη
του όπερα, "Demetrio e Polibio", την οποία θα δει επί σκηνής αρκετά
αργότερα, έχοντας ήδη παρουσιάσει άλλες πέντε όπερές του. Τον επόμενο χρόνο
εγγράφεται στο Ωδείο της Μπολόνια, όπου σπουδάζει βιολοντσέλο με τον Καβεντάνι
και αντίστιξη με τον π. Στανισλάο Ματτέϊ. Οι αυστηροί κανόνες της αντίστιξης
φαίνεται πως είχαν αρνητική επίδραση και τον ώθησαν προς ένα πιο ελεύθερο
συνθετικό ύφος. Η δε ικανότητά του στην ενορχήστρωση προέκυψε από την
ενασχόλησή του με τα κουαρτέτα και τις συμφωνίες του Χάυντν και του Μότσαρτ,
τις οποίες ενορχήστρωνε για διάφορους οργανικούς συνδυασμούς.
Το ξεκίνημα της καριέρας
Στα δεκαέξι
του κερδίζει το πρώτο βραβείο του Ωδείου της Μπολόνια, για την καντάτα του
"Il pianto d'Armonia sulla morte d’Orfeo", ενώ επιδίδεται στη σύνθεση
όπερας. Οι πιο αξισημείωτες, "La pietra del paragone" και "Il
signor Bruschino" παρουσιάζονται στη Ρώμη, τη Βενετία και το Μιλάνο, ενώ
με τη μεσολάβηση του Μαρκησίου Καβάλλι, ή όπερα "La cambiale di
matrimonio" ανεβαίνει με επιτυχία στη Βιέννη. Ακολουθούν οι όπερες
"Τανκρέδος" ("Tancredi") και "Μια Ιταλίδα στο Αλγέρι"
("L'italiana in Algeri") που σημειώνουν ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία και
εκτοξεύουν τη φήμη του 20χρονου συνθέτη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Μέχρι τα 21
του είχε εδραιωθεί στο φιλόμουσο κοινό της Ιταλίας και συνέχισε να γράφει
όπερες, οι οποίες παρουσιάζονταν στο Μιλάνο και τη Βενετία· η αποδοχή τους δεν
ήταν τόσο επιτυχής όσο με τον "Τανκρέδο" κι έτσι το 1815 ο Ροσσίνι
αποσύρεται στο πατρικό του στη Μπολόνια. Μια πρόταση συνεργασίας έρχεται από
τον ιμπρεσάριο του θεάτρου της Νάπολης, Ντομένικο Μπαρμπάϊα: θα γινόταν
διευθυντής των Θεάτρων San Carlo και del Fondo. Τα καθήκοντά του περιλάμβαναν
τη σύνθεση μιας όπερας το χρόνο για το καθένα από τα δύο θέατρα, με αμοιβή 200
δουκάτα το μήνα· άλλα 1000 δουκάτα θα λάμβανε κάθε χρόνο από τα τραπέζια
χαρτοπαιξίας των θεάτρων ως μερίδιο συμμετοχής, συγκεντρώνοντας ένα διόλου
ευκαταφρόνητο ποσό για την εποχή.
Ένα από τα
αξιοσημείωτα έργα αυτής της περιόδου είναι και η όπερα "Elisabetta, regina
d'Inghilterra" ("Ελισάβετ, Βασίλισσα της Αγγλίας"), στην οποία
πρωταγωνίστησε η μέλλουσα σύζυγός του, Ιζαμπέλλα Κολμπράν. Η όπερα αυτή είναι η
πρώτη στην οποία ο Ροσσίνι γράφει επακριβώς τους καλλωπισμούς των αριών,
αποτρέποντας τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό τους από τους τραγουδιστές, ενώ
αντικαθιστά το ασυνόδευτο ρετσιτατίβο (σέκκο) με τη συνοδεία ενός κουαρτέτου
εγχόρδων.
Ο Κουρέας της Σεβίλλης και η μέση
περίοδος
Στις 20
Φεβρουαρίου 1816 ανεβαίνει στο Θέατρο Αρτζεντίνα της Ρώμης η πιο γνωστή όπερά
του, ο "Κουρέας της Σεβίλλης". Ο αρχικός της τίτλος ήταν
"Almaviva" και το λιμπρέτο γράφτηκε από τον Τσεζάρε Στερμπίνι πάνω σε
μια εκδοχή του θεατρικού του Πιερ Μπωμαρσέ Le Barbier de Séville.
Σαμποταρισμένη από υποστηρικτές του Τζοβάννι Παϊζιέλλο -του οποίου η συνώνυμη
όπερα παιζόταν ήδη για 25 χρόνια- αποτέλεσε παταγώδη αποτυχία: οι θεατές
σφύριζαν και φώναζαν καθ' όλη τη διάρκεια της πρώτης πράξης. Σύντομα,
εντούτοις, η επιτυχία της έλαβε τόσο μεγάλες διαστάσεις, που αντικατέστησε τον
"Κουρέα" του Παϊζιέλλο, κληρονομώντας παράλληλα τον νέο της τίτλο.
Αξιοσημείωτο παραμένει το παρασκηνιακό γεγονός ότι ο Ροσσίνι, κατά δήλωσή του,
συνέθεσε το έργο σε δώδεκα μόλις ημέρες, χρόνο-ρεκόρ που ξεπερνάει και τις
τέσσερις εβδομάδες που χρειάστηκε ο Χαίντελ για το ορατόριό του
"Μεσσίας".
Ανάλογη
επιτυχία με τον Κουρέα κάνει και η όπερα του 1817 "Σταχτοπούτα"· ο
Ροσσίνι δέχεται τη μελοποίηση του λιμπρέττου υπό τον όρο να παραλείψει τα όποια
υπερφυσικά στοιχεία. Τέσσερα χρόνια μετά παντρεύεται την διάσημη σοπράνο
Ιζαμπέλλα Κολμπράν και μετακομίζει στη Βιέννη, όπου οι όπερές του αποθεώνονται
από το κοινό. Εκεί, γνωρίζει από κοντά τον 51 ετών πλέον Μπετόβεν, ο οποίος
αργότερα του γράφει σε μια επιστολή: "...ώστε εσύ είσαι ο Ροσσίνι, ο
συνθέτης του Κουρέα της Σεβίλλης. Σε συγχαίρω. Θα παίζεται για όσο θα υπάρχει
Ιταλική όπερα. Ποτέ μην προσπαθήσεις να γράψεις κάτι άλλο εκτός από όπερα
μπούφα: κάθε άλλο είδος θα βλάψει τη φύση σου". Επιστρέφοντας στη
Μπολόνια, λαμβάνει μια πρόσκληση του πρίγκηπα Κλέμενς φον Μέττερνιχ, ο οποίος
τον προσκαλεί στη Βερόνα, ώστε να συμβάλλει -μέσω ενός συνεδρίου- στην
"αποκατάσταση της αρμονίας".
Μέχρι το 1823
ο Ροσσίνι έχει γράψει περί τις 20 όπερες. Απ' αυτές, ο Οθέλλος αποτελεί την
κλιμάκωση του έργου του, όποτε και στρέφεται στην όπερα σέρια. Εν αντιθέσει με
το θεατρικό έργο του Σαίξπηρ, ο Ροσσίνι επινοεί ένα ιλαρό τέλος, καθώς στην
εποχή του οι τραγικές καταλήξεις στα θεατρικά έργα αποδοκιμάζονταν από το κοινό
της Ρώμης. Το ίδιο έτος, με την παρακίνηση του διευθυντή του Βασιλικού Θεάτρου,
επισκέπτεται το Λονδίνο. Το έργο του έλαβε θερμή υποδοχή από το λονδρέζικο
κοινό, ενώ παρουσιάστηκε ενώπιον του Βασιλέα Γεώργιου Δ΄, ο οποίος τον
αποζημίωσε με το ποσό των 7000 λιρών για την πεντάμηνη παραμονή του εκεί. Την
επόμενη χρονιά ανέλαβε τη διεύθυνση του Ιταλικού Θεάτρου στο Παρίσι (Théâtre
des Italiens), με μισθό 800 λίρες τον χρόνο. Η επιτυχία του εκεί ήταν τόσο
μεγάλη που ο Κάρολος Ι΄ του παραχώρησε συμβόλαιο για πέντε όπερες το χρόνο, το
οποίο όταν έληξε του απέφερε μια ισόβια και παχυλή σύνταξη.
Τέλος της καριέρας και τα τελευταία χρόνια
Την περίοδο
του Παρισιού (1824-1829) ο Ροσσίνι γράφει την κωμική όπερα "Ο Κόμης του
Ορύ" και τον "Γουλλιέλμο Τέλλο". Με την τελευταία, όντας 38 ετών
και με 38 όπερες στο ενεργητικό του, λήγει την ιδιότητά ως συνθέτης όπερας· το
πιο αξιοσημείωτο στην όπερα αυτή είναι ίσως η εισαγωγή (ή ουβερτούρα) της, που
αποτέλεσε μοντέλο για πολλές άλλες εισαγωγές σε όπερες του 19ου αιώνα. Αν και
εξαίρετο έργο, η διάρκειά του υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες, καθιστώντας σπάνιο
το ανέβασμά του· μια σύντμησή του προτιμάται στις περισσότερες παραγωγές, ενώ η
ουβερτούρα αποτελεί κλασικό κομμάτι του ορχηστρικού ρεπερτορίου.
Το 1829 ο
Ροσσίνι επιστρέφει στη Μπολόνια· η μητέρα του είχε ήδη αποβιώσει από το 1827
και ο ίδιος ήθελε να σταθεί στο πλευρό του πατέρα του. Τα σχέδια για μια
επιστροφή στο Παρίσι ναυάγησαν λόγω της Ιουλιανής Επανάστασης του 1830 και της
έκπτωσης του Βασιλέα Καρόλου Ι΄, ενώ η ιδέα μιας νέας όπερας με θέμα τον Φάουστ
επίσης έπεσε στο κενό. Δυο χρόνια αργότερα γράφει έξι μέρη από το Στάμπατ Μάτερ
του, το οποίο -κατά παράκληση του Ροσσίνι- συμπληρώνει με άλλα έξι μέρη ο
Τζοβάννι Ταντολίνι. Εντούτοις το έργο ολοκληρώνεται από τον ίδιο το Ροσσίνι
μέχρι το 1841 και σημειώνει επιτυχία ανάλογη μ' αυτή των όπερων του.
Το 1845
πεθαίνει η πρώτη σύζυγός του και στις 16 Αυγούστου του επόμενου χρόνου
παντρεύεται ξανά, με την Olympe Pélissier, μοντέλο του ζωγράφου Οράς Βερνέ. Για
μια ακόμη φορά λόγω πολιτικών αναταραχών, ο Ροσσίνι αφήνει τη Μπολόνια και
-μετά από ένα διάστημα στη Φλωρεντία- μετοικεί στο Παρίσι το 1855. Με την
εθελούσια αποχή του από τον χώρο της όπερας, ο Ροσσίνι επιδίδεται στη
γαστρονομία και διοργανώνει στην έπαυλή του δεξιώσεις, προσκαλώντας διάφορες
προσωπικότητες από τον χώρο της τέχνης και της λογοτεχνίας. Το πάθος του για το
καλό φαγητό τον οδηγεί στην ερασιτεχνική ενασχόλησή του μ' αυτό, δημιουργώντας
μάλιστα και πολλά πιάτα, όπως τα Tournedos Rossini, τα οποία στις μέρες μας
φιγουράρουν σε πολλά ιταλικά εστιατόρια.
Από μουσικής
σκοπιάς, το έργο του είναι μικρής εμβέλλειας, γράφοντας σύντομα κομμάτια για
ιδιωτικές συναυλίες. Σ' αυτά περιλαμβάνονται οι "Αμαρτίες του παλιού
καιρού" ("Péchés de vieillesse"), μια συλλογή από κομμάτια
κυρίως για πιάνο, αλλά και για φωνή και μικρά σύνολα, τα οποία συγκεντρώνονται
σε 14 τόμους. Το ταλέντο του για τη μελωδία και η χιουμοριστική διάθεση είναι
κι εκεί παρόντα, με πιο εμφανή την επιρροή από τον Μπετόβεν και τον Σοπέν.
Έχοντας αντιμετωπίσει για χρόνια μια φθίνουσα υγεία, στα 76 του χρόνια πεθαίνει
από πνευμονία στην εξοχική του κατοικία στο Πασσύ· ετάφη στο Κοιμητήριο Περ
Λασαίζ και τον επόμενο χρόνο -κατά παράκληση της ιταλικής κυβέρνησης- η τέφρα
του μεταφέρεται στη Βασιλική του Τιμίου Σταυρού στη Φλωρεντία.
Η μετά θάνατον φήμη του και έτερα
παραφιλολογικά
Κατά τη
διάρκεια της ζωής του ο Ροσσίνι χρημάτισε πρεσβευτής του Ιταλικού Ινστιτούτου
και έλαβε αμέτρητες τιμές, με πιο σπουδαίο ίσως το παράσημο της Λεγεώνας της
Τιμής. Μετά τον θάνατό του ο Βέρντι πρότεινε τη συλλογική σύνθεση ενός Ρέκβιεμ
προς τιμήν του· η παρουσίαση του έργου, ανήμερα του μνημοσύνου του,
εγκαταλείφθηκε. Ωστόσο, ο Βέρντι χρησιμοποίησε ένα μέρος που είχε γράψει,
συνθέτοντας το περίφημο πια Ρέκβιεμ του για τον Μαντσόνι. Μόλις το 1989, ο
Γερμανός διευθυντής ορχήστρας Χέλμουτ Ρίλλινγκ, παρουσίασε την παγκόσμια πρώτη
του αυθεντικού "Ρέκβιεμ για τον Ροσσίνι".
Ο συνθέτης
Μάουρο Τζιουλιάνι, επηρεασμένος από τη μουσική του, έγραψε έξι σετ παραλλαγών
για κιθάρα, πάνω σε θέματα του Ροσσίνι. (έργα 119-124). Το κάθε σετ
τιτλοφορείται Ροσσινιάνα και αποτελεί την πρώτη εφαρμογή της κατάλληξης -άνα,
προς τιμήν κάποιου συνθέτη. Το 1925, ο Οττορίνο Ρεσπίγκι ενορχήστρωσε τέσσερα
κομμάτια από τις Αμαρτίες του παλιού καιρού, συνθέτοντας τη σουίτα Ροσσινιάνα.
Συνήθης
πρακτική για τον Ροσσίνι αποτελούσε ο πλαγιαρισμός, η παραβολή δηλαδή μελωδιών
και αποσπασμάτων από έργα του, σε άλλα του έργα. Η πρακτική αυτή δεν ήταν κάτι
καινούριο -ο Μπαχ, ο Χαίντελ και τόσοι άλλοι πριν απ' αυτόν έκαναν ακριβώς το
ίδιο. Χαρακτηριστική μανιέρα στις ενορχηστρώσεις του αποτελεί μια σταδιακή
δόμηση έντασης, με βάση ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο· η τεχνική αυτή, που στα
χέρια του αναπτύχθηκε αριστουργηματικά, ευθύνεται και για το παρατσούκλι της
εποχής, "Signor Crescendo".
Οι
περισσότερες από τις όπερές του έπεσαν στη λήθη κατά τη διάρκεια της ζωής του·
κάποιες ανασύρθηκαν στην επιφάνεια τα τελευταία 50 χρόνια, χάρη στην αναβίωση
του μπελ κάντο, του οποίου και θεωρείται ένας από τους κύριους εκφραστές.
Κατά τον
βιογράφο Χέρμπερτ Βάινστοκ, η περιουσία του Ροσσίνι αποτιμήθηκε σε 2,5
εκατομμύρια φράγκα, που αντιστοιχούν σε περίπου 1,4 εκατομμύρια σημερινά
δολάρια. Ένα μέρος τους κληρονομήθηκε από τους συγγενείς του και το υπόλοιπο
-σύμφωνα με τη διαθήκη του- παραχωρήθηκε στην Κοινότητα του Πεζάρο. Με το
κληροδότημα ιδρύθηκε το Ωδείο της πόλης, το οποίο αργότερα μετετράπη στο
Κρατικό Ωδείο Τζοάκινο Ροσσίνι. Το μετέπειτα Ίδρυμα Ροσσίνι έχει την επιμέλεια
του Ωδείου και σκοπός του είναι η προώθηση του έργου και της προσωπικότητας του
συνθέτη. Στους αδελφούς συνεργάτες του ιδρύματος περιλαμβάνεται και το Φεστιβάλ
Όπερας Ροσσίνι.
Όπερες
Demetrio e
Polibio (Δημήτριος και Πολύβιος), σύνθεση του 1806, πρώτη παράσταση το 1812)
La cambiale di matrimonio (Υπόσχεση γάμου), 1810
L'equivoco stravagante (Παράξενη παρεξήγηση),
1811
L'inganno felice (Η ευτυχής απάτη), 1812
Ciro in Babilonia, ossia La caduta di Baldassare (Ο Κύρος στην Βαβυλωνία ή Η πτώση του Βαλτάσσαρ), 1812
La scala di
seta (Η Μεταξένια σκάλα), 1812
La pietra del paragone (Η λυδία λίθος), 1812
L'occasione fa il ladro, ossia Il cambio della valigia
(Η ευκαιρία κάνει τον κλέφτη ή Η αλλαγή της βαλίτσας),1812
Il signor Bruschino, ossia Il figlio per azzardo (Σινιόρ Μπρουσκίνο ή Ο κατά τύχην γιος), 1813
Tancredi, 1813
L'Italiana in Algeri (Η Ιταλίδα στο Αλγέρι), 1813
Aureliano in
Palmira (Ο Αυρηλιανός στην Παλμύρα), 1813
Il Turco in
Italia (Ο Τούρκος στην Ιταλία), 1814
Sigismondo,
1814
Elisabetta,
regina d'Inghilterra (Ελισάβετ, βασίλισσα της Αγγλίας), 1815
Torvaldo e
Dorliska, 1815
Il barbiere
di Siviglia ossia L'inutile precauzione (Ο κουρέας της Σεβίλλης ή Οι ανώφελες
προφυλάξεις), 1816
La gazzetta
(Η εφημερίδα), 1816
Otello, ossia
Il moro di Venezia (Οθέλλος ή Ο Μαυριτανός της Βενετίας), 1816
La
Cenerentola, ossia La bontà in trionfo (Η Σταχτοπούτα ή Ο θρίαμβος της
καλοσύνης), 1817
La gazza
ladra (Η κλέφτρα κίσσα), 1817
Armida, 1817
Adelaide di
Borgogna, 1817
Mosè in
Egitto (Ο Μωϋσής στην Αίγυπτο), 1818
Adina, 1818
Ricciardo e
Zoraide, 1818
Ermione, 1819
Eduardo e Cristina, 1819
La donna del lago (Η Κυρά της Λίμνης), 1819
Bianca e Falliero, o sia Il consiglio dei Tre (Μπιάνκα και Φαλιέρο ή Το συμβούλιο των Τριών), 1819
Maometto secondo (Μωάμεθ Β΄),
1820
Matilde di Shabran, 1821
Zelmira, 1822
Semiramide, 1823
Ugo, Re d'Italia (Ούγκο, βασιλιάς της Ιταλίας), 1824
Il viaggio a Reims, ossia L'albergo del giglio d'oro (Το ταξίδι στη Ρεμς ή Το πανδοχείο του Χρυσού Κρίνου),
1825
Ivanhoé (Ιβανόης),
1826
Le siège de Corinthe (Η πολιορκία της Κορίνθου), ανάπλαση του Μωάμεθ Β΄,
1826
Moïse et Pharaon, ou Le passage de la Mer Rouge (Μωϋσής και Φαραώ ή Η διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης), ανάπλαση του Μωϋσή στην Αίγυπτο, 1827
Le Comte Ory
(Ο κόμης Ορύ), 1828
Guillaume
Tell (Γουλλιέλμος Τέλλος), 1829
De Siris