Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Η Πτώση της Τροίας


Η Πτώση της Τροίας

Ο Τρωικός πόλεμος στην ελληνική μυθολογία ήταν μια δεκαετής πολεμική σύγκρουση, των Αχαιών με τους Τρώες στην προσπάθεια των πρώτων να κατακτήσουν την Τροία. Η κύρια αφορμή του πολέμου ήταν η αρπαγή της Ελένης, της συζύγου του βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαου, από τον πρίγκιπα της Τροίας Πάρι. 

Ο πόλεμος αυτός είναι από το κύρια γεγονότα της Ελληνικής Μυθολογίας και αποτέλεσε πηγή αστείρευτης έμπνευσης για την αρχαία ελληνική λογοτεχνία, συμπεριλαμβανομένου και των έργων του Ομήρου: την Ιλιάδα, που εξιστορεί ένα χρονικό διάστημα από το τελευταίο έτος του πολέμου και την Οδύσσεια, που εξιστορεί το ταξίδι της επιστροφής στη πατρίδα του Οδυσσέα, ενός από τους Αχαιούς ηγέτες. Άλλα γεγονότα, σχετικά με τον Τρωικό πόλεμο περιγράφονται στον τρωικό επικό κύκλο, από τον οποίο έχουν διασωθεί μόνο μικρά αποσπάσματα. Γεγονότα του πολέμου ενέπνευσαν επίσης και την αρχαία ελληνική τραγωδία και πολλά άλλα έργα, καθώς και τους Ρωμαίους ποιητές Βιργίλιο και Οβίδιο.

Προφητείες

Κατά το πέρας του δέκατου έτους, ένας χρησμός ανέφερε ότι η Τροία θα πέσει μόνο με τα τόξο του Ηρακλή, το οποίο ήταν στην κατοχή του Φιλοκτήτη που βρίσκονταν στη Λήμνο. Για αυτό το σκοπό ο Οδυσσέας και ο Διομήδης τον φέρνουν στην Τρωάδα, του οποίο η πληγή είχε στο μεταξύ επουλωθεί. Κατά τις επερχόμενες συμπλοκές ο Φιλοκτήτης σκότωσε τον Πάρη με το συγκεκριμένο τόξο.

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο ο Έλενος και ο Δηίφοβος ζήτησαν το χέρι της ωραίας Ελένης. Τελικά επικράτησε ο Δηίφοβος και ο Έλενος αποτραβήχτηκε στο όρος Ίδη. Ο Κάλχας ήξερε ότι ο Έλενος γνώριζε για την επερχόμενη καταστροφή της Τροίας, έτσι ο Οδυσσέας τον καταδιώκει και τον αιχμαλωτίζει. Τελικά εξαναγκάζεται μετά από ανάκριση να ομολογήσει πως οι Αχαιοί θα νικούσαν μόνο αν έφερναν τα λείψανα του Πέλοπα, όπως και έπραξαν.

Δούρειος Ίππος

Ο πόλεμος έληξε με ένα ιδιαίτερο τέχνασμα. Ο Οδυσσέας επινόησε την κατασκευή ενός μεγάλου σε μέγεθος ομοιώματος ξύλινου κούφιου αλόγου, του Δούρειου Ίππου. Το άλογο ήταν ζώο ιερό για τους Τρώες και πιστευόταν ότι θα το μετακινούσαν, ως φυλακτό, στο εσωτερικό της πόλης τους, αφού είχαν προετοιμαστεί όλες οι συνθήκες που θα έδιναν την εντύπωση ότι οι Αχαιοί έφυγαν οριστικά. Το κατασκεύασε ο μηχανικός Επειός, με την καθοδήγηση της Αθηνάς και στο εξωτερικό του έφερε την επιγραφή:

«Αφιερωμένο στην Αθηνά από τους Δαναούς, για την επιστροφή τους στην πατρίδα»

Στον Δούρειο Ίππο εισχώρησε ομάδα Αχαιών με επικεφαλής τον Οδυσσέα, ενώ ο υπόλοιπος στρατός έκαψε το στρατόπεδο προκειμένου να πιστέψουν οι Τρώες ότι η αποχώρησή τους είναι οριστική, και έπλευσαν για την Τένεδο.
Το επόμενο πρωί, οι Τρώες ανακαλύπτουν ότι το αντίπαλο στρατόπεδο είχε εγκαταλειφθεί. Μέσα στον ενθουσιασμό τους πίστεψαν ότι ο δεκαετής πόλεμος έχει λήξει και θεώρησαν ότι πρέπει να μετακινήσουν τον Δούρειο Ίππο στον εσωτερικό της πόλης. Ορισμένοι μεμονωμένοι Τρώες θεώρησαν ότι είναι καταραμένο και πρέπει να το ρίξουν στον γκρεμό ή να το κάψουν.

Η Κασσάνδρα και ο Λαοκόων προειδοποίησαν ότι μόνο συμφορά θα φέρει για την πόλη. Αλλά η Κασσάνδρα ενώ είχε την διόραση, από τον Απόλλωνα να μπορεί να προβλέπει γεγονότα, είχε και την κατάρα της Αθηνάς, να μην καταφέρνει να πείθει κανέναν.

Ο δε Λαοκόων και οι δύο γιοι του, τους επιτέθηκαν τεράστια θαλάσσια φίδια τα οποία τους έπνιξαν στην θάλασσα. Ο Αινείας και οι οπαδοί του πιστεύοντας αυτές τις προβλέψεις αποτραβήχτηκαν στο όρος Ίδη. Οι Τρώες τελικά γεμάτοι ενθουσιασμό αποφάσισαν να μεταφέρουν εντός των τειχών τον Δούρειο Ίππο.
Μάλιστα επειδή ήταν αρκετά μεγάλο κατασκεύασμα, αναγκάστηκαν να γκρεμίσουν και τμήμα από την κεντρική πύλη της πόλης, τις «σκαιές πύλες».
Αμέσως μετά ξεχύθηκαν στους δρόμους της πόλης για να γιορτάσουν την επιτυχή έκβαση του πολέμου. Κατά τα μεσάνυχτα όπου ήταν και πανσέληνος ο Σίνων, Αχαιός κατάσκοπος, έκανε σήμα στον Αχαϊκό στόλο στην Τένεδο για να προσεγγίσει, την ίδια στιγμή οι στρατιώτες που βρίσκονταν στον Δούρειο Ίππο βγήκαν και σκότωσαν τους φύλακες.

Η πτώση της Τροίας

Οι Αχαιοί μπήκαν στην πόλη και σκότωναν τον πληθυσμό της καθώς κοιμόταν στα σπίτια του. Η σφαγή συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα. Όσοι Τρώες πρόλαβαν, πολέμησαν απεγνωσμένοι με ιδιαίτερο πείσμα, παρόλο που βρέθηκαν αιφνιδιασμένοι, ανοργάνωτοι και χωρίς κάποιον ηγέτη να τους καθοδηγήσει. Κάποιοι υπερασπιστές πετούσαν κομμάτια των οροφών των σπιτιών στους κατεστραμμένους δρόμους της πόλεις για να εμποδίσουν τους εισβολείς. Τελικά, οι τελευταίοι αμυνόμενοι χάθηκαν μέσα στην λαίλαπα της καταστροφής και των σφαγών.

Ο Νεοπτόλεμος σκότωσε τον Πρίαμο που είχε καταφύγει ικέτης στο ναό του Δία.
Ο Μενέλαος σκότωσε τον Δηίφοβο, τον σύζυγο της Ελένης και κινήθηκε να σκοτώσει και την Ελένη αλλά μόλις αντίκρισε την ομορφιά της χαμήλωσε το ξίφος του και τις συγχώρεσε την απιστία.

Ο Αίας ο Λοκρός, βίασε την Κασσάνδρα στον ναό της Αθηνάς. Εξαιτίας αυτής της ύβρις αποφασίστηκε από τους Αχαιούς, με προτροπή του Οδυσσέα, να τον λιθοβολήσουν μέχρι θανάτου, αλλά κατέφυγε στο ιερό της Αθηνάς και σώθηκε.

Ο Αντήνορας, που είχε φιλοξενήσει τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα, όταν είχαν σταλεί πρεσβεία για να ζητήσουν την Ελένη, δεν πειράχτηκε ούτε ο ίδιος ούτε η οικογένειά του. Ο Τρώος Αινείας μαζί πήρε τον ανήμπορο πατέρα του στην πλάτη και διέφυγε. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, του επετράπη να φύγει λόγω του ηθικού χαρακτήρα του.

Οι Αχαιοί ισοπέδωσαν την πόλη και διαμοίρασαν την λεία. Η Κασσάνδρα δόθηκε στον Αγαμέμνονα, η Ανδρομάχη στον Νεοπτόλεμο και η Εκάβη στον Οδυσσέα.

Οι Αχαιοί πέταξαν τον Αστυάνακτα, το βρέφος παιδί του Έκτορα από τα τείχη της πόλης, κατά μία εκδοχή με σκοπό να αποτρέψουν πιθανή εκδίκηση του όταν θα ενηλικιωνόταν. Επίσης θυσίασαν την Πολυξένη στον τάφο του Αχιλλέα, όπως απαίτησαν οι χρησμοί.

Η Αίθρα, μητέρα του Θησέα που είχε έρθει στην Τροία μαζί με την Ελένη, ηλικιωμένη πια, σώθηκε από τους εγγονούς της, Δημόφωνα και Άκαμα.

Η επιστροφή των ηρώων

Οι θεοί είχαν εξοργιστεί από την καταστροφή των ναών και γενικά των ύβρεων που οι Αχαιοί διέπραξαν. Καθώς επέστρεφε ο στόλος, κοντά στην Τήνο ξέσπασε έντονη καταιγίδα. Κατά μία εκδοχή, ο Ναύπλιος για να τους εκδικηθεί παραπλάνησε τον στόλο στέλνοντας εσφαλμένα μηνύματα με κάτοπτρο από το ακρωτήριο του Καφηρέα στην Εύβοια (Κάβο ντόρο) με αποτέλεσμα πολλά πλοία να ναυαγήσουν.

Ο Νέστορας, που υπήρξε ο πιο ευσεβής και ηθικός χαρακτήρας στην εκστρατεία, είχε ασφαλή και γρήγορη επιστροφή στην πατρίδα του. Ο Αίας ο Λοκρός τιμωρήθηκε από την Αθηνά, καθώς η Αθηνά δανείστηκε ένα κεραυνό του Δία και τον πυρπόλησε.

Ο Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα και ετεροθαλής αδελφός του Αίαντα δικάστηκε επειδή δεν εμπόδισε τον θάνατο του αδελφού του και απαγορεύτηκε η επιστροφή στην πατρίδα του. Τελικά δεν επανήλθε ποτέ και ίδρυσε την Σαλαμίνα της Κύπρου. Αργότερα οι Αθηναίοι υποστήριξαν ότι ο Τεύκρος καθώς έφυγε παρέδωσε την εξουσία της πατρίδας του στους γιους του Θησέα.

Ο Νεοπτόλεμος ακολούθησε την συμβουλή του Έλενου και ακολούθησαν και οι δύο μαζί χερσαία οδό. Κατά την διαδρομή συνάντησε στην γη των Κικόνων, τον Οδυσσέα και ενταφίασε τον δάσκαλο του Αχιλλέα Φοίνικα. Εν συνεχεία κατέληξε στη γη των Μολοσσών, στην Ήπειρο και απέκτησε ένα γιο με την Ανδρομάχη, τον Μολοσσό ο οποίος έγινε και διάδοχός του στην περιοχή. Για αυτό αργότερα οι βασιλείς της Ηπείρου, καθώς και ο Μέγας Αλέξανδρος υποστήριζαν ότι είναι απόγονοι του Αχιλλέα.

Ο Διομήδης μετά από μια καταιγίδα βρέθηκε στην Λυκία, όπου ο βασιλιάς της Λύκος θα τον θυσίαζε στον Άρη, αλλά η κόρη του βασιλιά Καλλιρρόη τον λυπήθηκε και τον βοήθησε να δραπετεύσει. Μετά κατέληξε στην Αττική, όπου οι Αθηναίοι μη γνωρίζοντας ότι είναι σύμμαχοι του επιτέθηκαν. Τελικά έφτασε στο Άργος, όπου ανακάλυψε ότι η σύζυγός του Αιγιαλεία διέπραττε μοιχεία. Αγανακτισμένος έφυγε για την Αιτωλία. Σύμφωνα με κάποιες πηγές πέρασε και από την νότια Ιταλία όπου ίδρυσε ορισμένες πόλεις.

Ο Φιλοκτήτης μετανάστευσε στην Σικελία, όπου ίδρυσε μια σειρά από πόλεις μεταξύ Κρότωνα και Θουρίων. Μετά από πολεμικές αναμετρήσεις με τους τοπικούς πληθυσμούς ίδρυσε το ιερό του Απόλλωνα όπου και αφιέρωσε το τόξο του Ηρακλή.

Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Ιδομενέας έφτασε στην πατρίδα του, Κρήτη ασφαλής. Κατά μία άλλη εκδοχή το πλοίο του έπεσε σε δυνατή καταιγίδα και ο Ιδομενέας υποσχέθηκε στον Ποσειδώνα ότι θα θυσιάσει τον πρώτο άνθρωπο που θα δει στην πατρίδα, αν θα έφτανε σώος στην πατρίδα. Ο πρώτος που είδε όμως ήταν ο γιος του, τον οποίο και θυσίασε. Τελικά οι θεοί εξοργίστηκαν και ξέσπασε λοιμός στην Κρήτη, και ο λαός του τον έστειλε εξορία στην Καλαβρία της Ιταλίας όπου εν συνεχεία κατέληξε στην Κολοφώνα της Μικράς Ασίας, όπου και πέθανε.

Από τους λιγότερους επιφανείς Αχαιούς ελάχιστοι έφτασαν στις πατρίδες τους.
Μενέλαος

Σύμφωνα με την Οδύσσεια, ο στόλος του Μενέλαου παρασυρμένος από τις θύελλες κατέληξε στην Κρήτη και την Αίγυπτο, όπου τα πέντε εναπομείναντα πλοία ήταν αδύνατο να επιστρέψουν στην πατρίδα λόγω των έντονων ανέμων. Ο Μενέλαος έπρεπε να μιλήσει με τον Πρωτέα, έναν θαλάσσιο θεό, προκειμένου να του γνωρίσει τι ακριβώς θυσίες πρέπει να κάνει στους θεούς για να του εξασφαλίσουν ασφαλή επιστροφή. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, η Ελένη που είχε απαχθεί από τον Πάρη, ήταν απλά ένα ομοίωμά της και η πραγματική Ελένη βρίσκονταν όλο αυτό το διάστημα στην Αίγυπτο, όπου ξανάσμιξε με τον Μενέλαο. Ο Προίτος είχε πει στον Μενέλαο ότι ήταν προορισμένη να πάει στα Ηλύσια πεδία μετά τον θάνατό της. Τελικά, ο Μενέλαος επέστρεψε μαζί με την ωραία Ελένη επτά χρόνια μετά το πέρας του Τρωικού πολέμου.

Αγαμέμνονας

Ο Αγαμέμνονας επέστρεψε στον Άργος μαζί με την Κασσάνδρα. Η σύζυγός του Κλυταιμνήστρα είχε όμως συνάψει εξωσυζυγική σχέση με τον Αίγισθο, γιο του Θυέστη και ξάδελφο του ίδιου. Πιθανότατα ως εκδίκηση για την θυσία της Ιφιγένειας, η Κλυταιμνήστρα οργάνωσε ολόκληρο σχέδιο μαζί με τον εραστή της για να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα. Η Κασσάνδρα ενώ προέβλεψε τον θάνατο του και τον πληροφόρησε, δεν κατάφερε να πείσει τον Αγαμέμνονα ο οποίος την περιφρόνησε και δεν της έδωσε καμία σημασία. Τελικά δολοφονήθηκε ενώ έκανε μπάνιο αμέριμνος. Μετά από χρόνια, ο γιος του Αγαμέμνονα, Ορέστης θα πάρει εκδίκηση σκοτώνοντας την μητέρα του και τον εραστή της και ταυτόχρονα ανεβαίνοντας στον θρόνο των Μυκηνών.

Οδυσσέας

Οι περιπέτειες του Οδυσσέα ήταν ιδιαίτερα επίπονες και διήρκεσαν δέκα έτη. Περιγράφονται στο δεύτερο έπος του Ομήρου, την Οδύσσεια. Κατά το διάστημα αυτό ο Οδυσσέας ταξίδεψε σε χώρες εντελώς άγνωστες για τους Αχαιούς και έζησε πολλές περιπέτειες: συνάντησε τον Κύκλωπα Πολύφημο και μίλησε με Τειρεσία στον Κάτω Κόσμο. Ταξίδεψε στην Θρηνακία, όπου οι άντρες του έφαγαν τα ιερά κοπάδια του θεού Ήλιου. Για αυτή την ύβρη τα πλοία του Οδυσσέα καταστράφηκαν και τα πληρώματά τους πνίγηκαν. Εν συνεχεία κατέληξε στην νήσο Ωγυγία και έζησε με τη νύμφη Καλυψώ. Όταν συμπλήρωσε επτά έτη με την νύμφη έφτιαξε μια μικρή σχεδία με την οποία κατέληξε στην Σχερία, όπου κατοικούσαν οι Φαίακες, η οποίοι του παρείχαν όλα τα μέσα για να επιστρέψει στην Ιθάκη.

Όταν έφτασε στην πατρίδα του, αρχικά ήταν μεταμφιεσμένος ως ηλικιωμένος ζητιάνος. Ανακάλυψε ότι η σύζυγός του, Πηνελόπη ήταν πιστή σε αυτόν κατά τη διάρκεια των 20 ετών της απουσίας του, παρόλο που οι μνηστήρες είχαν εγκατασταθεί στο ανάκτορό του περιμένοντας την απόφασή της να επιλέξει νέο σύζυγο. Τελικά με την βοήθεια του γιου του Τηλέμαχου, της προστάτιδάς του θεάς Αθηνάς και του χοιροβοσκού Εύμαιου κατάφερε με ενέδρα να σκοτώσει τους μνηστήρες και να ανακτήσει το βασίλειο και τη σύζυγό του.

De Siris