Νικηφόρος Α΄
Ο Νικηφόρος Α΄ ήταν βυζαντινός συγγραφέας και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
από το 806 ως το 815.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Γιος του Θεοδώρου και της Ευδοκίας,
μεγάλωσε σε μια αυστηρά ορθόδοξη οικογένεια, η οποία υπέφερε από την
εικονομαχία. Ο πατέρας του, γραμματέας του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του
Κοπρώνυμου, εκδιώχθηκε για την εικονολατρία του. Απέκτησε μεγάλη παιδεία και
ανέλαβε τη διοίκηση του πτωχοκομείου της Πόλης.
Μετά το θάνατο του Πατριάρχη Ταράσιου, ο Νικηφόρος επελέγη από τον ομώνυμό
του Αυτοκράτορα, αν και λαϊκός ακόμη, ως νέος Πατριάρχης, την Κυριακή του
Πάσχα, 12 Απριλίου 806. Το γεγονός αυτό, η ανάρρηση λαϊκού στον Πατριαρχικό
Θρόνο, είχε συμβεί και με τον προκάτοχό του Πατριάρχη Ταράσιο, προκάλεσε όμως
την οργή κληρικών και μοναχών, με επικεφαλής τον Θεόδωρο το Στουδίτη και τον
Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ. Η εκκλησιαστική έριδα συνεχίστηκε κατά τη
διάρκεια της πατριαρχίας του.
Αγωνίστηκε για την τιμή και την προσκύνηση των εικόνων. Όταν όμως έγινε
Αυτοκράτορας ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, τον έπαυσε, τον εξόρισε και τον φυλάκισε.
Μετά το θάνατο του Λέοντα ο Νικηφόρος επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη. Ο νέος
Αυτοκράτορας Μιχαήλ Β' υποσχέθηκε να τον επαναφέρει στο Θρόνο, υπό την
προϋπόθεση ότι δε θα ανακινήσει εκ νέου το θέμα της αναστήλωσης των εικόνων. Ο
Νικηφόρος αρνήθηκε και εξορίστηκε εκ νέου. Πέθανε εξόριστος στη Μονή του Αγίου
Θεοδώρου στις 2 Ιουνίου 828. Αργότερα ανακηρύχθηκε άγιος.
Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν από τον Πατριάρχη Μεθόδιο στην Κωνσταντινούπολη
και ετάφησαν στο Ναό των Αγίων Αποστόλων στις 13 Μαρτίου του 874. Η μνήμη του
τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 2 Ιουνίου και η ανακομιδή των λειψάνων
του από την Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία στις 13 Μαρτίου.
De Siris