Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Μιχάλης Μενιδιάτης


Μιχάλης Μενιδιάτης

Ο Μιχάλης Μενιδιάτης, Καλογράνης το πραγματικό του επίθετο γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου 1932 και μεγάλωσε στο Μενίδι, πέθανε στις 21 Αυγούστου 2012. Ο πατέρας του εργαζόταν ως φύλακας στην Λαχαναγορά. Από μικρό παιδί τον συγκίνησε ο ήχος του μπουζουκιού και, μετά την Απελευθέρωση άρχισε να «σκαλίζει» το πολυπόθητο αλλά κακοχαρακτηρισμένο τότε όργανο.

Ανέβηκε στο πάλκο για πρώτη φορά- παρά τις έντονες αντιρρήσεις του πατέρα του- το 1953, στη «Δροσιά» του Δημήτρη Γκίκα στο Μενίδι , όπου εμφανιζόντουσαν οι Μιχάλης Δασκαλάκης, Τάκης Μπίνης, Γιώργος Λαύκας και Γεράσιμος Κλουβάτος. Ένα ωραίο καλοκαιρινό μαγαζί, ένας όμορφος κήπος, όπου όλη η Αθήνα ερχόταν για να διασκεδάσει. Είχε μία γραφικότητα, αφού δίπλα περνούσε το ποταμάκι που πότιζε τα περιβόλια και σχημάτιζε μία λιμνούλα και μπορούσες ν' απλώσεις το χέρι να κόψεις ένα σύκο, ένα ρόδι.. Στου «Γκίκα» υπήρχε πλήρης κουζίνα, κρασί, ούζο, μαυροδάφνη, μπύρα, κονιάκ, λικέρ για τις κυρίες.

Με τον Κλουβάτο παίξαμε και στο ραδιοφωνικό σταθμό. Πολύ γλυκός άνθρωπος, συνθέτης και μαέστρος, με δυνατά σουξέ. Δικό του ήταν το τραγούδι με το οποίο έκανα το ντεμπούτο μου στην Odeon, το «Θα χτίσω μια καλύβα», αλλά δικό του ήταν και το πρώτο επίσημο τραγούδι που είπα πάνω στο πάλκο.

Παραγγελιά μιας σούπερ κοσμικής κυρίας, γνωστής στο μαγαζί. Μου έβαλε πέντε κατοστάρικα στο μπουζούκι, δεν υπήρχε τότε μεγαλύτερο χαρτονόμισμα και μου ευχήθηκε καλή σταδιοδρομία. Και η ευχή της έπιασε. Το τραγούδι που ζήτησε ήταν το «Η κοινωνία μ' αδικεί», που είχε πεί σε δίσκο ο Τσαουσάκης..

Το «Θα χτίσω μια καλύβα» ηχογραφήθηκε το '54, αλλά κυκλοφόρησε το '57. Αιτία μία συνήθης τακτική των εταιρειών να καθυστερεί διακριτικά τους νεοεμφανιζόμενους, αλλά και το γεγονός ότι ο Κλουβάτος ταξιδεύει στην Αμερική, όπου αυτή και παραμένει για αρκετό διάστημα. Η αναμονή όμως αυτή αναγκάζει το Μενιδιάτη να πιέσει το Μίνωα Μάτσα, διευθυντή της Odeon, να του δώσει το ελευθέρας του, καθώς δεσμευόταν με πενταετές συμβόλαιο.

Τα καταφέρνει και καταλήγει στην Columbia, όπου πλέον με Μέντορα τον Καλδάρα θα διαγράψει μία εντυπωσιακή τροχιά προς την κορυφή και την οριστική καταξίωση. Λίγο νωρίτερα, το 1956, το πεπρωμένο τους έχει σμίξει δισκογραφικά, αφού ο Μενιδιάτης σεγκοντάρει τη Μαίρη Αστέρη σε μία σύνθεση του τελευταίου με τίτλο «Πιες, αγάπη μου και σπάσε».

«Τον Καλδάρα τον είδα για πρώτη φορά γύρω στο '52-'53, να παίζει μπουζούκι και να τραγουδάει στη «Ζούγκλα», στην πλατεία Βάθης. Πιτσιρικάς ήμουν, περνούσα και άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Είχε ένα δικό του στυλ, βυζαντινός σαν συνθέτης και ωραίος ερμηνευτής. Τραγουδούσε πολύ καλά. Δεν έχει σημασία που δεν έπιασε η φωνή του στους δίσκους.

Αργότερα, η μοίρα τα έφερε να δουλέψουμε το 1960 στον «Παράδεισο» στο Αιγάλεω. Συγκρότημα Καλδάρα- Λαύκα. Ένα πρωί , όπως φύγαμε από την δουλειά, φτάνουμε στην Ομόνοια, εκεί που αρχίζει η Πειραιώς. Μου λέει: "Μιχάλη, έχω ένα καλό τραγούδι, θα έρθεις να το κάνουμε πρόβα;". "Αμέ", του απαντώ και το κανονίσαμε.

Ο Καλδάρας ήταν κιμπάρης στο λόγο του, ήταν ένα ένα κάνουν δύο. Και πολύ μυαλωμένος. Η σκέψη του με τη γλώσσα του πηγαίνανε μαζί και κεντάγανε. Δεν μίλαγε πρώτα η γλώσσα και μετά το μυαλό. Εμένα μ' άρεσε να τον ακούω να μιλάει με τις ώρες. Κάναμε τρεις φορές πρόβες το «Πες μου τι σου είπανε για μένα» και πήγαμε στην Columbia να το ηχογραφήσουμε.

Έλα που εκεί μέσα γράφουν και ο Τσιτσάνης με τον Παπαϊωάννου και τον Τζαουσάκο. Μόλις τους είδα, μ' έπιασε τρέμουλο. Όχι από τρακ, αλλά και από σεβασμό. Όταν τελείωσα, φύγαμε με τον Τζαουσάκο και πήραμε το ίδιο λεωφορείο. Καθόμασταν στο τελευταίο κάθισμα και γυρίζει και μου λέει :"Μιχάλη, το τραγούδι θα προχωρήσει, αλλά και εσύ θα πας μπροστά. Έχεις δικιά σου φωνή και θα κάνεις όνομα πολύ δυνατό". Μέχρι εκείνη την ώρα μ' έκαιγε η αγωνία. Τα λόγια του με ηρέμησαν. "Μακάρι, μακάρι, Σταύρο", του απάντησα. Αργότερα έμαθα ότι ο Καλδάρας είχε μαζέψει σκόπιμα τους υπολοίπους συνθέτες εκεί για να με προσέξουν.

Και μετά η μια επιτυχία άρχισε να διαδέχεται την άλλη. . Το «Πες μου τι σου είπανε για μένα», επανεκτέλεσε με επιτυχία αρκετά χρόνια αργότερα ο Βαγγέλης Περπινιάδης για λογαριασμό της Odeon. Η αποδοτική συνεργασία των Καλδάρα-Μενιδιάτη θα συνεχιστεί μέχρι και τα τέλη του '60 με μαγικά 45άρια, που θα σημειώσουν αστρονομικές πωλήσεις. Μερικά από αυτά, κατά χρονολογική ιεραρχία:»Μην περιμένεις πια» με την Βούλα Γκίκα στο σεκόντο, «Λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις» με την Σοφία Κολλητήρη, «Περιφρόνα με, γλυκιά μου» με την Μπέμπα Φινέττη, «Πετραδάκι-πετραδάκι» με την Άννυ Λιαροπούλου κ.α. Το 1976 θα μοιραστούν ένα δίσκο μεγάλης διάρκειας στη Lyra με τίτλο «Στου Μπουζουκιού το Τέλη», όπου ο Μενιδιάτης βρίσκει την ευκαιρία να περάσει και δύο τραγούδια που είχε πρωτοτραγουδήσει ο ίδιος ο μουσικοσυνθέτης, τα: «Μένα μου πρέπουν σίδερα» και « Μου λένε τι σου ζήλεψα». Οκτώ χρόνια αργότερα θα επαναλάβουν το «πάντρεμα» τους στην ΕΜΙ με το LP «Τα παράπονά μου».

Το 1965, ο Άκης Πάνου βάζει στίχους σε μια μελωδία του Νίκου Καρανικόλα, που είχε ηχογραφηθεί από τον Αντώνη Ρεπάνη, αλλά με διαφορετικά λόγια του Κώστα Σιμόπουλου και παρέμεινε στο «ψυγείο». Αποτέλεσμα το «Ξημέρωσε, καλή μου» που εκτινάσσει τον Μενιδιάτη ακόμα πιο ψηλά και έτσι ο τελευταίος συμπληρώνει τη «μαθητεία» του δίπλα στον Πάνου. «Ο Άκης ήταν ο νέος Τσιτσάνης. Είχε φαντασία, διορατικότητα και ήταν τελειομανής. Η μελωδία , αλλά και ο στίχος του ήταν κάτι διαφορετικό για το λαϊκό τραγούδι. Το έπιανε αλλιώς το πράγμα. Το φιλοσοφούσε με άλλον τρόπο. Το θέμα ήταν το ίδιο, αλλά εκείνος φώτιζε αθέατες πλευρές και καμιά φορά κατέληγε και αλλού. . Σχολή δική του. Ήταν ιδιαίτερα απαιτητικός στο στούντιο. Νομίζω ότι κανένας σημερινός τραγουδιστής δεν θα μπορούσε να συνεργαστεί, λόγω της ιδιαιτερότητάς του, μαζί του.

Είναι κάποια πράγματα όμως που δεν έχουν ειπωθεί ως τώρα. Όπως ότι χάρη στη δική του μεσολάβηση, ο Πάνου γνώρισε το Λαμπρόπουλο και στέριωσε τη συνεργασία του με την Columbia. Μενιδιάτης και Πάνου θα συνεχίσουν τις επιδόσεις τους στις 45 στροφές: «Χαραμίστηκε η ζωή μου», «Είδα τα μάτια σου κλαμένα», «Παράνομη αγάπη», «Στους πέντε δρόμους βρέθηκα», «Επτά φορές τη μάζεψα», «Το μέτρο της αγάπης» κ.α. Αργότερα, ο πρώτος, στον προσωπικό του δίσκο «Το σχολείο της βιοπάλης»(Lyra, 1975), θα συμπεριλάβει μεταξύ άλλων δύο νέες δημιουργίες του δεύτερου: «Στο σπίτι μας που μπήκανε», «Βαρύ το Ράσο». Το 1978 θα βρεθούν και πάλι στις 33 στροφές με το LP «Σεισμός», που όμως -αν και ακολουθεί το «Παρών» του Πάνου, απ' όπου ξεπήδησε το μεγάλο του τραγούδι «Ο τρελός»- παρά τις προφητικές και σαρκαστικές στιγμές του θα περάσει απαρατήρητο: «Γιατί να ζήσω φρόνιμα τα χρόνια μου τα γόνιμα/ ένας σεισμός και χάνεσαι και παύεις να αισθάνεσαι./ Όταν θα μπούμε στην Κοινή Αγορά/ όταν γίνουμε Ευρωπαίοι επισήμως/ δεν θα κοιτάζουμε τους άλλους πονηρά/ κι οι συνέταιροι θα μας φέρονται εντίμως». . Και με τον Καρανικόλα η σύμπραξη του Μενιδιάτη θα είναι παραγωγική: «Σαράντα μέρες περπατώ», «Να 'χα καρδιά να μην πονάει», «Ούτε ώρα αναβολή» κ.α., με την Βούλα Γκίκα στα σεκόντα. Το LP τους «Κόλπο Ήτανε Στημένο»(Columbia 1985) σε στίχους Λευτέρη Χαψιάδη και Κωλέτη αποτελεί πια μία cult έκδοση που συνεχώς κερδίζει νέους εκτιμητές.

Ο Μενιδιάτης αναπολεί το χθες απόλυτα γαλήνιος, χωρίς παράπονα και απωθημένα. Κάτι που άλλωστε βγαίνει μέσα από την ερμηνεία του. Ελπίζει ο γιος του να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση, αλλά αναγνωρίζει τις δυσκολίες για να στηθεί πλέον μία μακρόχρονη πορεία. "Ακόμα και σήμερα, όπου και να εμφανιστώ στο εξωτερικό, μου το ζητάνε αυτό το τραγούδι".

Ο Μενιδιάτης δηλώνει με περηφάνια ότι στη «Φαντασία» δεν πάτησε ποτέ μπράβος, αφού αυτός και τ ΄αδέλφια του, «ο Κοσμάς, που του πήγαινε αυτή η δουλειά, αλλά και οι υπόλοιποι», επέβαλαν με τον τρόπο τους την τάξη, την ασφάλεια και την αξιοπρεπή διασκέδαση: «Τόσα χρόνια, παρά το ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να κινούμαι με την διπλή ιδιότητα του καλλιτέχνη και επιχειρηματία, δεν παρεξηγήθηκα ποτέ με συνάδελφο».

Ο Μιχάλης Μενιδιάτης πέθανε σε ηλικία 80 ετών στις 21 Αυγούστου 2012.

De Siris