Νόμος περί διανομής γης 1835
Πριν από το 1821 τα 2/3 περίπου της καλλιεργήσιμης γης ανήκαν σε Τούρκους
γαιοκτήμονες και τα υπόλοιπα στους Έλληνες προεστούς, με αποτέλεσμα οι Έλληνες
αγρότες να εργάζονται ως ενοικιαστές στα κτήματα Τούρκων και Ελλήνων ιδιοκτητών.
Οι πρώτες επαναστατικές εθνοσυνελεύσεις είχαν κηρύξει τις τουρκικές γαίες
ιδιοκτησία του Έθνους και είχαν υιοθετήσει την αρχή ότι με τον καιρό κάθε Έλληνας θα έπαιρνε ως ατομική του ιδιοκτησία
ένα κομμάτι εθνικής γης, ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του στον Αγώνα. Η βασιλική
κυβέρνηση του Όθωνα θέλησε να εκπληρώσει
την υπόσχεση των εθνικών συνελεύσεων, όχι μόνο για να κατευνάσει την κοινωνική
και πολιτική αναταραχή αλλά γιατί θεωρούσε το μέτρο σημαντικό για τη δημιουργία
Έθνους που θα το αποτελούσαν οι μικροί, εργατικοί και ανεξάρτητοι ιδιοκτήτες,
υποστηρικτές του θρόνου, και θα ήταν εναντίον των προεστών και των οπλαρχηγών.
Ο νόμος της 7ης Ιουνίου 1835 αποτελούσε την πιο σύντονη προσπάθεια για την
πραγματοποίηση αυτών των σχεδίων.
Αντίθετα από το νόμο του Ιουνίου 1834 που είχε θεσπίσει ως κριτήρια
συμμετοχής την ιθαγένεια και τη στρατιωτική υπηρεσία, ο καινούριος νόμος
προέβλεπε να συμπεριληφθούν όλοι οι κάτοικοι του Ελληνικού βασιλείου :
αυτόχθονες, ετερόχθονες και φιλέλληνες, ιδιοκτήτες και μη, εργαζόμενοι και
άνεργοι, εφόσον είχαν συμμετάσχει ως στρατιωτικοί ή ως πολίτες στον Αγώνα. Τη
συμμετοχή θα την έκριναν τα δημοτικά συμβούλια με την τελική έγκριση του
υπουργείου των Εσωτερικών. Ή παραχώρηση της γης δε γινόταν δωρεάν αλλά έναντι
ορισμένου τιμήματος, το όποιο διέθετε το κράτος στον αγοραστή με υποχρέωση του
τελευταίου να το εξοφλεί με χρεολύσιο. Πολιτικοί λόγοι είχαν επίσης συντελέσει
για τη δημιουργία του νόμου.
Οπως διευκρίνιζε ο υπεύθυνος υπουργός των Οικονομικών (Εφημερίς της
Κυβερνήσεως, παράρτημα, αρ. 20, 16 Δεκ. 1835, έ.π.), η ατομική ιδιοκτησία αποτελούσε τη μόνη υγιή βάση της εθνικής
πολιτικής οικονομίας. Ο ίδιος πρόσθετε ότι, παρέχοντας τη δυνατότητα σε τόσους
ανθρώπους να ανταλλάξουν το καθεστώς του ενοικιαστή-καλλιεργητή με τον
αξιοπρεπή τίτλο του ιδιοκτήτη, ικανοποιώντας μιαν απαίτηση που προϋπήρχε από
την επαναστατική εποχή, συντελούσε να δημιουργηθεί ένας πληθυσμός από
ευχαριστημένους ανθρώπους. Προφανώς υπήρχε και τρίτος, πολύ ισχυρότερος πολιτικός
στόχος που απέβλεπε να δημιουργήσει μια πολυπληθή, ανεξάρτητη τάξη μικρών
κτηματιών, στην οποία το στέμμα θα μπορούσε να βασίσει το μέλλον του. Συνάμα,
χάρη στα μέτρα αυτά θα εξασθενούσε ή τάξη των λίγων, μεγάλων γαιοκτημόνων, αφού
θα είχε αποστερηθεί τον παραδοσιακό της ρόλο, της συλλογής των φόρων, που της
προσπόριζε δύναμη και πλούτο.
De Siris