Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος
Πρώτη Σύνοδος της Εφέσου ή Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ονομάζεται η
Eκκλησιαστική Σύνοδος η οποία συγκλήθηκε το 431 στην Έφεσο της Μικράς Ασίας από
τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, κατόπιν προτροπής του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
Νεστορίου. Των εργασιών της Συνόδου προήδρευε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας,
Κύριλλος και κύριος στόχος της ήταν «η καταδίκη της αιρέσεως του
Νεστοριανισμού» και του Πελαγιανισμού.
Μετά την καταδίκη του Αρειανισμού στη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία, νέα
εστία έντασης δημιουργήθηκε στο εσωτερικό της Εκκλησίας: η αίρεση του
Νεστοριανισμού και δευτερευόντως του Πελαγιανισμού. Ο Νεστόριος και οι
ακόλουθοί του αρνούνταν τον όρο «Θεοτόκος» για τη μητέρα του Ιησού Χριστού,
θεωρώντας πως «υπό ανθρώπου Θεόν τεχθήναι αδύνατον». Η Σύνοδος καταδίκασε τη
διδασκαλία αυτή και αναθεμάτισε τις κακοδοξίες. Ως αποτέλεσμα θεολογικών
συζητήσεων που πραγματοποιήθηκαν μετά το πέρας της Συνόδου, συντάχθηκε ο «Όρος
των διαλλαγών», μια σπουδαιότατη Έκθεση Πίστεως, περί της υποστατικής φύσης του
Ιησού Χριστού, και θεσπίστηκε ένας σημαντικός Κανόνας, ο οποίος απαγόρευε
οποιαδήποτε προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστης της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Λόγοι σύγκλησης της συνόδου
Μετά το πέρας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και τη διακήρυξη του Ομοουσίου
του Πατρός και του Υιού, τέθηκε με ιδιαίτερη ένταση το ζήτημα της ένωσης της
θείας και ανθρωπίνης φύσεως στον ενσαρκωθέντα Λόγο. Το ζήτημα είχε ήδη τεθεί
προ της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, αφού οι «Ανόμοιοι» υποστήριζαν πως ο Λόγος
προσέλαβε άψυχο σώμα, με αποτέλεσμα να απορρίπτουν «όχι μόνο τη φυσική θεότητα
του Χριστού, αλλά και την πληρότητα της ανθρωπότητός του».
Η Αντιοχειανή Θεολογική Σχολή, από την εποχή του Λουκιανού, ιδρυτή και
διδασκάλου της, παρέμενε σταθερά προς ένα διαχωρισμό μεταξύ των δύο εν Χριστώ
φύσεων. Έτσι ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, προερχόμενος εξ αυτής
της Θεολογικής σχολής, ήδη από το 428 και την εξ άμβωνος ομιλία περί της
«Χριστοτοκίας» της Μητρός του Ιησού, από τον πρεσβύτερο Αναστάσιο, υποστήριζε
πως «Θεοτόκον την Μαρίαν καλείτω μηδείς, Μαρία γαρ άνθρωπος ην, υπό ανθρώπου δε
Θεόν τεχθήναι αδύνατον». Ο ίδιος μάλιστα ανέλαβε και τη θεολογική θεμελίωση του
όρου Χριστοτόκος, υποστηρίζοντας πως η Μαρία γέννησε «ψιλόν άνθρωπον», σε μια
προσπάθεια της αντικατάστασης του όρου, που ήταν ήδη καθιερωμένος στην Αίγυπτο
από τον Δ΄ αιώνα. Θεωρούσε δε, πως ο όρος είναι μη βιβλικός, ειδωλολατρικός και
πως δημιουργούσε «την παρθένον θεάν». Ανέφερε επίσης, πως η παρθένος γέννησε
«άνθρωπον Χριστόν συμπαρελθόντως αυτώ του Λόγου», ο οποίος απλώς «διήλθε» δια
της Μαρίας, αλλά δεν «εγεννήθη», με αποτέλεσμα να την καλεί είτε «Θεοφόρο»,
είτε «Θεοδόχο». Γι'αυτό και «απέρριπτε την αντίδοση ιδιωμάτων των δύο
φύσεων...δεχόμενος απλή συνάφειαν». Με αυτό τον τρόπο όμως ο Νεστόριος ερχόταν
σε σύγκρουση με την έτερη μεγάλη θεολογική σχολή, την Αλεξανδρινή, της οποίας
προεξάρχων θεολόγος αναδείχθηκε ο Κύριλλος Αλεξανδρείας. Η Αλεξανδρινή σχολή
θεολογούσε περί «υποστατικής ενώσεως» των δύο φύσεων στον Ιησού Χριστό και
απέρριπτε πως η παρθένος γέννησε μόνο «ψιλόν άνθρωπον», θεολογώντας πως «σάρκα,
εμψυχωμένη ψυχή λογική ενώσας ο Λόγος καθ’ υπόστασιν, αφράστως τε και
απερινοήτως γέγονεν άνθρωπος...ότι διάφορο μεν αι προς ενότητα την αληθινήν
συνενεχθείσαι φύσεις...θεότητός τε και ανθρωπότητος δια της αφράστου και
απορρήτου προς ενότητα συνδρομής». Κατά τη θεολογία της εκκλησίας, η μη
αντίδοση των ιδιωμάτων, αντέκρουε τη θεολογία των πατέρων, διότι έτσι «μειούται
η αποτελεσματικότης της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους...αδυνατούντος να
μεταδώση τοις ανθρώποις την θείαν χάριν και δύναμιν και ζωήν».
Η ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των Πατριαρχών δεν γεφύρωσε τη θεολογική
διαφορά. Αντιθέτως, το χάσμα διευρύνθηκε, όταν ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης
στήριξε τις απόψεις του Νεστορίου. Ο Κύριλλος από τη πλευρά του, ενημέρωσε τη
Ρώμη για τη θεολογική διαφορά όταν αυτό του ζητήθηκε, με αποτέλεσμα να
συγκληθεί σύνοδος από τον Πάπα Κελεστίνο το 430, η οποία κατέκρινε τις απόψεις
των Νεστορίου και Ιωάννη. Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιήθηκαν, με το Νεστόριο να
υποστηρίζει πως θα αποδεχόταν τον όρο «Θεοτόκος», αλλά περίμενε μια σαφή
δογματική τοποθέτηση. Όταν αυτή έγινε από τον Κύριλλο, αναθεματίστηκε ως
Απολλιναριστική και Μονοφυσιτίζουσα, αποδίδοντας όμως δοξασίες «ας ούτος δεν
είχεν». Εξ αυτών συνάγεται πως ο όρος «Θεοτόκος» ήταν αποδεκτός για το
Νεστόριο, μόνο στα πλαίσια της δικής του διδασκαλίας και γι' αυτό η δογματική
διαφορά παρέμενε, με αποτέλεσμα την ανάγκη σύγκλησης Οικουμενικής Συνόδου, ώστε
να επιλυθεί το μεγάλο αυτό δογματικό ζήτημα.
Η Σύνοδος
Η σύνθεση της συνόδου
Ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος, ο οποίος είχε ενημερωθεί με επιστολή για τη
δογματική διαφορά, εξέδωσε διάταγμα (σάκρα) στις 19 Νοεμβρίου 430, ώστε να
συνέλθει Οικουμενική Σύνοδος για την επίλυση του ζητήματος αυτού. Η έναρξη των
εργασιών της Συνόδου ορίστηκε για την 7η του μηνός Ιουνίου, δηλαδή τη γιορτή
της Πεντηκοστής, στην πόλη της Εφέσου. Έτσι ο τρόπος συγκροτήσεως της συνόδου
καθορίστηκε από την αυτοκρατορική σάκρα, η οποία ζητούσε υποχρεωτική
αντιπροσώπευση κάθε μεγάλης μητροπολιτικής περιφέρειας. Χαρακτηριστικά θα
έπρεπε να ορισθούν τρεις εκπρόσωποι από κάθε επαρχία για τη σύνοδο, μια
ενέργεια πολύ σημαντική «για τη νομιμότητα της συγκροτήσεως της συνόδου, γιατί
είχε καθοριστική σημασία για την αντιπροσωπευτική ισορροπία των μελών της
συνόδου».
Πρώτος στην Έφεσο αφίχθη ο Νεστόριος με 16 επισκόπους και συνοδεία της
αυτοκρατορικής φρουράς, ενώ λίγο μετά ο Κύριλλος με 50 επισκόπους από την
εκκλησιαστική περιφέρεια της Αλεξάνδρειας και τη συνοδεία μοναχών, παραβολάνων
και ναυτικών «για ενδεχόμενη ανάγκη δυναμικής υποστηρίξεως του κυρίου τους». Η
Σύνοδος δεν άρχισε τις εργασίες της στην προγραμματισθείσα ημερομηνία (7
Ιουνίου), επειδή προσήλθαν αρχικά 160 επίσκοποι. Καθυστέρησε η άφιξη των
επισκόπων από τις περιοχές των διοικήσεων της Ανατολής, του Ιλλυρικού και της
Δύσης. Έτσι ο Κύριλλος, που ήταν πρόεδρος, κήρυξε καθυστέρηση 16 ημερών, στις
22 Ιουνίου, την έναρξη των εργασιών. Δεν είχαν ακόμη αφιχθεί οι επίσκοποι της
περιφέρειας της Αντιόχειας, της Ανατολής και της Δύσης.
Το ιστορικό της Συνόδου
Το διάστημα κατά το οποίο καθυστέρησε η έναρξη της συνόδου, παρατηρήθηκε
έντονη κινητικότητα από τις δύο διαφωνούσες παρατάξεις. Ο Κύριλλος μάλιστα
φαίνεται πως βγήκε ιδιαίτερα ωφελημένος, αφού σε αυτό το διάστημα κατάφερε να
κερδίσει την πλειοψηφία των επισκόπων Παλαιστίνης, Ασίας και Συρίας, με την
πολύτιμη βοήθεια του αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων Ιουβεναλίου. Με το πέρας 16
ημερών ο Κύριλλος κήρυξε έναρξη εργασιών, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις,
ιδιαίτερα από τους επισκόπους των νεστοριανικών θέσεων. Ο ίδιος μάλιστα, παρά
τις έντονες αντιδράσεις και πιέσεις ήταν ανένδοτος, καθότι θεωρούσε «σκόπιμη
την παρελκυστική τακτική του Ιωάννη Αντιοχείας», αλλά και γιατί πολλοί
επίσκοποι είχαν κουραστεί από τη μακρά παραμονή τους στην
Έφεσο από τη ζέστη του θέρους
Έτσι, η σύνοδος άρχισε την 22η ημέρα του Ιουνίου στον καθεδρικό ναό της
Μαρίας, με τη συμμετοχή 150 περίπου επισκόπων, απουσία όμως εκτός των Αντιοχέων
και των δυτικών επισκόπων και των υποστηρικτών του Νεστορίου. Ο Κύριλλος από
την πρώτη μέρα φάνηκε πως επεδίωκε μια σύντομη καταδίκη του Νεστορίου και μετά
την τριπλή άρνησή του να παραβρεθεί προς απολογία έμπροσθεν της συνόδου,
καθαιρέθηκε και αναθεματίστηκε η διδασκαλία του. Τέσσερις ημέρες αργότερα
κατέφθασαν οι επίσκοποι Ανατολής και Αντιοχείας. Με τη σειρά τους καταδίκασαν
και θεώρησαν άκυρες τις αποφάσεις της συνόδου, πραγματοποίησαν δε παράλληλη
σύνοδο, όπου αναθεμάτισαν τις απόψεις του Κυρίλλου, καθώς και τον καθαίρεσαν.
Τις δύο αυτές αποφάσεις προσυπέγραφαν οι σταδιακά καταφθάνοντες λοιποί
επίσκοποι, με αποτέλεσμα την του υπό του Κυρίλλου σύνοδο να την προσυπογράψουν
200 περίπου επίσκοποι, την δε υπό Ιωάννη Αντιοχείας, 54. Ο Κύριλλος «είναι
βέβαιο…πως δεν είχε τηρήσει τον περιοριστικό όρο για τη συμμετοχή των επισκόπων
της Ασιανής διοικήσεως», ενώ ο Ιωάννης, εκμεταλλεύτηκε την παρέκκλιση αυτή για
να «εξουδετερώσει τον μεγάλο αριθμό υπογραψάντων την καταδίκη του Νεστορίου».
Ο Κανδιδιανός, ο οποίος ήταν αντιπρόσωπος του Αυτοκράτορα στη σύνοδο, είχε
συνταχθεί με το Νεστόριο, και με τη βοήθεια της Αυτοκρατορικής φρουράς,
περιόρισε τους συγκεκλημένους της υπό Κυρίλλου συνόδου, ώστε να αποκλεισθεί η
επικοινωνία με το παλάτι. Μετά από τις δύο συνεδρίες άλλωστε, στις 10 και 11
Ιουλίου, παρουσία των Δυτικών επισκόπων, οι οποίοι συντάχθηκαν κατά της
Νεστοριανικής διδασκαλίας προσυπογράφοντας την καταδίκη και ομολογώντας πως
«πάντα κανονικώς εγένετο και κατά την εκκλησιαστική επιστήμην» και την ποινή
εκκλησιαστικής ακοινωνησίας κατά του Ιωάννη Αντιοχείας στην πέμπτη συνεδρία, ο
Νεστόριος και οι παραδοχές του είχαν περιέλθει σε δύσκολη θέση. Ο Κύριλλος
προσπάθησε να βρει τρόπο επικοινωνίας με το παλάτι και το κατάφερε περνώντας
επιστολή μέσα από το μπαστούνι ενός μοναχού, ενημερώνοντας το μοναχό Δαλμάτιο,
ο οποίος ασκούσε μεγάλη επιρροή στα εκκλησιαστικά πράγματα της βασιλεύουσας. Ο
βασιλιάς έτσι διέταξε ενώπιόν του παράσταση των δύο πλευρών, με παρουσία των
Ιουβεναλίου και παπικών αντιπροσώπων από τη μία πλευρά και του Ιωάννη
Αντιοχείας και Θεοδώρητου Κύρου από την άλλη. Μετά την ακρόαση αυτή, αντελήφθη
και ο ίδιος το χάσμα μεταξύ των παρατάξεων και αρχικώς αποδέχθηκε τις αποφάσεις
και των δύο συνόδων, με αποτέλεσμα να διατάξει περιορισμό των συγκεντρωμένων
επισκόπων μέχρι να βρεθεί μια κοινή θεολογική τομή, ώστε να επέλθει ειρήνευση.
Μάλιστα φυλάκισε τους Νεστόριο, Μέμνονα Εφέσου και Κύριλλο Αλεξανδρείας, οι
οποίοι είχαν καθαιρεθεί από την κάθε σύνοδο. Παρόλα αυτά όταν τελικά κατάλαβε
πως δε θα υπάρξει σύγκλιση, αποφάσισε να σεβαστεί τα πεπραγμένα της
οικουμενικής συνόδου, αποφυλακίζοντας τους Κύριλλο και Μέμνονα και αποστέλλοντας
τον Νεστόριο σε μοναστήρι της περιοχής της Αντιόχειας, αφού πρώτα κατηγόρησε με
σκληρούς λόγους τους επισκόπους για την αποτυχία να βρεθεί λύση στο εν λόγω
ζήτημα.
Το τέλος της συνόδου και «ο όρος των διαλλαγών»
Το πέρας της συνόδου βρήκε την πλειοψηφία των επισκόπων και των μελών της
εκκλησίας να αποφαίνονται κατά της Νεστοριανικής διδασκαλίας. Το πρόβλημα όμως
μεταξύ των αντιφρονούντων μελών της εκκλησίας, ούτε είχε επιλυθεί, ούτε και
είχε βρει οριστική λύση. Η σύνοδος άλλωστε διαλύθηκε χωρίς να περατώσει το έργο
της, την ώρα που ο Νεστόριος εξοριζόταν στην έρημο της Αραβίας όπου και πέθανε
περίπου το 450, «χωρίς να κατανοήσει πλήρως και τους θεολογικούς λόγους των
περιπετειών του». Η βασική άλλωστε διαφωνία παρέμενε σε ότι αφορά τη θεολογία
των δύο μεγάλων θεολογικών σχολών, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, αφού ούτε οι
αντιοχειανοί μπορούσαν να δεχθούν τη διδασκαλία των αναθεματισμών, ούτε όμως
και οι Αλεξανδρινοί δύναντο να αδιαφορήσουν στην αμφισβήτηση της θεολογίας
τους.
Το χάσμα αυτό, ανέλαβε να το γεφυρώσει ο νέος αρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινούπολης, Μαξιμιανός. Το πρώτο βήμα σύγκλισης τελικά επήλθε από τον
Ιωάννη Αντιοχείας, ο οποίος καταδίκασε τη Νεστοριανική χριστολογική διδασκαλία,
ζητώντας αντιστοίχως την ανάκληση του κειμένου των αναθεματισμών του Κυρίλλου.
Ο Κύριλλος, αφού αποδοκίμασε τις Απολιναριστικές και Μονοφυσιτικές απόψεις που
του αποδίδονταν, έδειξε διάθεση να δώσει εξηγήσεις για τις ασαφείς διατυπώσεις
του κειμένου των 12 αναθεματισμών. Έτσι ο Παύλος Εμέσης που ήταν εκ των μεσαζόντων
προς επίλυση του ζητήματος, έφερε κείμενο ως ομολογία πίστεως, το οποίο κάλυπτε
και τις δύο πλευρές. Το κείμενο αυτό ονομάστηκε «Έκθεση Πίστεως (όρος) των
διαλλαγών» και χαιρετίστηκε εγκαρδίως από τις δύο πλευρές, όταν τελικώς επήλθε
συμφωνία μεταξύ των διαφωνούντων, τον Απρίλιο του 433 στην Αντιόχεια. Η
συμφωνία αυτή μάλιστα χαρακτηρίζεται ως «ανυπολογίστου σημασίας», διότι
«κατοχυρώνει την ενότητα του σαρκωθέντος Λόγου», αφού τόσο οι Αλεξανδρινοί όσο
και οι Αντιοχειανοί θεολόγοι, εγκατέλειψαν «οι μεν την εμμονήν περί μίας
φύσεως, οι δε εδέχθησαν αντίδοση ιδιωμάτων και τον όρο Θεοτόκος». Βέβαια η
πραγματικότητα είναι πως με βάση τις έριδες που ακολούθησαν η ομολογία «άφηνε
περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες» καθώς «μπορούσε να ικανοποιήσει τους μετριοπαθείς
εκπροσώπους των δύο θεολογικών τάσεων». Το κείμενο αυτό μάλιστα θα μπορούσε να
χαρακτηρισθεί ως νίκη της αλεξανδρινής θεολογίας ή οπωσδήποτε μείωση της
Αντιοχειανής.
Η περί Πελαγιανισμού αντιμετώπιση
Η σύνοδος, εκτός του μείζονος εκκλησιαστικού ζητήματος και ουσιαστικού
λόγου συγκλήσεως, που ήταν ο Νεστοριανισμός, αντιμετώπισε και το ζήτημα του
Πελαγιανισμού. Η επίσκοποι έτσι καταδίκασαν τους οπαδούς του Πελάγιου και
Κελεστίου, οι οποίοι θεολογούσαν πως ο άνθρωπος δύναται να σωθεί χωρίς τη συνέργεια
της θείας χάριτος[38]. Πατέρες μάλιστα της εκκλησίας, όπως ο Ιωάννης Κασσιανός,
μαθητής του Ιωάννη Χρυσοστόμου, διείδε και συγγένεια αυτής της αιρέσεως με το
Νεστοριανισμό, άποψη που ενστερνιζόταν και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας. O Πελαγιανισμός άλλωστε είχε
ήδη καταδικαστεί από τοπικές συνόδους που έλαβαν χώρα στην Καρχηδόνα το 411 και
418, με αποτέλεσμα η συνοδική, υπό της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου καταδίκη, να
αποτελεί απλώς την επικύρωσή τους.
Το Κανονικό έργο της συνόδου
Εισαγωγή
Το διασωθέν υλικό των εργασιών της Συνόδου είναι πλούσιο και καλύπτει
αρκετούς τόμους. Το υλικό αυτό βρίσκεται ενσωματωμένο σε διάφορες συλλογές στην
ελληνική γλώσσα με κυριότερες α) τη Vaticana περιέχουσα 172 τεμάχια β) τη Segvierana με 146 τεμμάχια και γ)
την Αθηναϊκή με 177, εκ των οποίων 58 δεν απαντώνται σε άλλες συλλογές. Επίσης
σε λατινική γλώσσα διασώζονται Casinsesis, με 318 τεμάχια σε μετάφραση υπό του διακόνου
Ρουστίκου, αλλά και άλλες μικρότερες όπως οι Veronesis, Palatina, Toronensis, Sichardina, Winteriana.
Τα περιεχόμενα των συλλογών αφορούν κάθε είδος εγγράφου, δηλαδή ομιλίες,
αποφάσεις, κανόνες κλπ. και προσφέρουν «πλήρη εικόνα περί της συνόδου από των
προκαταρκτικών συνεννοήσεων μέχρι του τελικού συμβιβασμού». Μόνη εκκρεμότητα
ήταν η συμφωνία περί του «Όρου των Διαλλαγών», ο οποίος ενσωματώθηκε τελικά στο
κείμενο της συνόδου, ως δογματικός όρος της. Κατά τα άλλα η Γ΄ Οικουμενική
Σύνοδος εξέδωσε 8 κανόνες, εκ των οποίων 7 δογματικού χαρακτήρος, με τους 1, 2,
4, 5 να καταδικάζουν οποιαδήποτε μορφή Νεστοριανικής ομολογίας, τον 3ο να
απαλλάσσει τους επισκόπους που καθαιρέθηκαν υπό του Νεστορίου, ο 6 κηρύσσει
ποινή ακοινωνησίας για όσους αμφισβητούν τα πεπραγμένα της Συνόδου, ενώ ο 7
είναι σπουδαιότατος: απαγορεύει οποιαδήποτε προσθήκη ή αφαίρεση στο Σύμβολο της
Νίκαιας. Τέλος, οι Κανόνες που εμμέσως ή αμέσως αφορούν τον Πελαγιανισμό είναι
οι 1 και 4.
Συνοπτική παράθεση και ερμηνεία Ιερών Κανόνων
Κανών Α΄: Ο πρώτος κανόνας καθαιρεί τους Ιωάννη Αντιοχείας, Ίβα Εδέσσης και
ακόμα 50 περίπου επισκόπους οι οποίοι δεν παραβρέθηκαν στην έναρξη εργασιών της
συνόδου, ως συνεργάτες του Νεστορίου.
Κανών Β΄: Καθαιρεί επίσης όσους επισκόπους υπέγραψαν ή βεβαίωσαν πίστη στα
διδάγματα του Νεστορίου.
Κανών Γ΄: Αποκαθιστά όσους επισκόπους καθαιρέθηκαν υπό του Νεστορίου για τη
μη συμμόρφωση τους στα Νεστοριανικά δόγματα.
Κανών Δ΄: Καθαιρεί όποιο κληρικό δημόσια κήρυξε τα δόγματα του Νεστορίου.
Κανών Ε΄: Αναφέρει πως όσοι ιερωμένοι είχαν καθαιρεθεί από την Σύνοδο ή από
προσκείμενους επισκόπους, αλλά επανήλθαν σε κοινωνία από επισκόπους που
πρόσκεινται στο Νεστοριανισμό, παραμένουν καθαιρεμένοι.
Κανών ΣΤ΄: Ορίζει ότι όποιος λαϊκός ή κληρικός διασαλεύει την εκκλησιαστική
τάξη όπως αυτή διατυπώθηκε από τη σύνοδο, θα επιβάλλεται ποινή ακοινωνησίας.
Κανών Ζ΄: Ορίζει πως ουδείς δύναται να προσθέτει ή να αφαιρεί οτιδήποτε από
το σύμβολο της Νίκαιας και όποιος δυνηθεί να πράξει κάτι τέτοιο θα αποβάλλεται
αν είναι κληρικός, θα αναθεματίζεται αν είναι λαϊκός.
Κανών Η΄: Ορίζει πως η ανάμιξη στα εκκλησιαστικά πράγματα της εκκλησίας της
Κύπρου, από την εκκλησία της Αντιοχείας δεν προβλέπεται από το αρχαίο έθος.
Έτσι πρέπει μόνο οι οικείοι επίσκοποι να αποφαίνονται της εκλογής επισκόπου.
Επεκτείνεται επίσης το μέτρο καθολικώς, ώστε κανείς επίσκοπος να μη
σφετερίζεται ή οικειοποιείται αλλότρια επαρχία.
Το Δογματικό έργο της συνόδου
Εισαγωγή
Ο κίνδυνος να απωλέσει τον οικουμενικό χαρακτήρα της η σύνοδος μετά τη μη
επίλυση του ζητήματος, τη διαφωνία μεταξύ των μελών της Εκκλησίας, αλλά και τη
μη έκδοση δογματικού όρου πίστεως ήταν ορατός. Όπως προαναφέρθηκε, με το πέρας
της συνόδου κατεβλήθησαν προσπάθειες ώστε να βρεθεί κοινός τόπος μεταξύ των δύο
θεολογικών τάσεων, ο οποίος καρποφόρησε μετά από δύο έτη. Την κοινή ομόφωνη
πίστη σε ένα δογματικό όρο ή έκθεση πίστεως, αποτέλεσε η «Έκθεση Πίστεως των
Διαλλαγών», ένα δογματικό κείμενο, το οποίο φάνηκε πως μπορούσε να ικανοποιήσει
και τις δύο θεολογικές τάσεις, σε ότι αφορά την ενσάρκωση του Λόγου. Συντάχθηκε
από τον Θεοδώρητο Κύρου και έγινε τελικώς το δογματικό κείμενο της συνόδου της
Εφέσου, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τον Κύριλλο ως «χάρτης αδιάβλητος έχοντα
της πίστεως την ομολογίαν».
Με βάση το κείμενο των διαλλαγών γίνεται άμεσα εμφανές πως ομοφώνως οι εν
Εφέσω επίσκοποι αποδέχονται:
Τον όρο «Θεοτόκος» και ότι αυτός δεν αποτελεί καινοφανής διδασκαλία
Πως η διδασκαλία περί ενανθρωπήσεως εκφράζει επακριβώς την πίστης των
πατέρων της Νίκαιας
Ότι ο Υιός του Θεού είναι τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός, εκ «ψυχής
λογικής και σώματος». Κατά τη θεότητα γεννήθηκε προαιωνίως εκ του Πατρός, κατά
την ανθρωπότητα εκ της παρθένου Μαρίας. Είναι επίσης ομοούσιος τω Πατρί κατά τη
Θεότητα, ομοούσιος τοις ανθρώποις κατά την ανθρωπότητα.
Σάρκωση του Υιού του Θεού σημαίνει «δύο φύσεων ένωσις γέγονεν». Η ένωση δε
είναι ασύγχυτη και άτρεπτη ως προς τις φύσεις.
Η Έκθεσις ή Όρος Πίστεως των Διαλλαγών
«Περί δε της Θεοτόκου παρθένου, όπως και φρονούμεν και λέγομεν, τον τε
τρόπου της ενανθρωπήσεως του μονογενούς Υιού του Θεού, αναγκαίως, ουκ εν
προσθήκης μέρει, αλλ' εν πληροφορίας είδει, ως άνωθεν εκ τε των Θείων Γραφών,
εκ τε της Παραδόσεως των αγίων Πατέρων παρειληφότες εσχήκαμεν, δια βραχέων
ερούμεν, ουδέν το σύνολον προστιθέντες τη των αγίων πατέρων των εν Νίκαια
εκτεθείση πίστει. Ως γαρ έφθημεν ειρηκότες, προς πάσαν εξαρκεί και ευσεβείας
γνώσιν και πάσης αιρετικής κακοδοξίας αποκήρυξιν. Ερούμεν δε ου κατατολμώντες
των ανεφίκτων, αλλά τη ομολογία της οικείας ασθενείας αποκλείοντες τοις
επιφύεσθαι βουλομένοις, εν οις τα υπέρ άνθρωπον διασκεπτόμεθα. Ομολογούμεν
τοιγαρούν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, Θεόν
τέλειον και άνθρωπον τέλειον εκ ψυχής λογικής και σώματος• προ αιώνων μεν εκ
του Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ' εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι’
ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της παρθένου κατά την ανθρωπότητα•
ομοούσιον τω Πατρί τον αυτόν κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν κατά την
ανθρωπότητα• δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονε δι’ ο ένα Χριστόν, ένα Υιόν, ένα
Κύριον ομολογούμεν. Κατά ταύτην την της ασυγχύτου ενώσεως έννοιαν ομολογούμεν
την αγίαν παρθένον Θεοτόκον, δια το τον Θεόν Λόγον σαρκωθήναι και ενανθρωπήσαι
και εξ αυτής της συλλήψεως ενώσαι εαυτώ τον εξ αυτής ληφθέντα ναόν. Τας δε
ευαγγελικάς και αποστολικάς περί του Κυρίου φωνάς, ίσμεν τους θεολόγους άνδρας,
τας μεν κοινοποιούντας ως εφ’ ενός προσώπου, τας δε διαιρούντας ως επί δύο
φύσεων και τας μεν θεοπρεπείς κατά την θεότητα του Χριστού, τας δε ταπεινάς
κατά την ανθρωπότητα αυτού παραδιδόντας.»
Καταδίκη Πελαγιανών
«Η αγία Σύνοδος, η κατά Θεού χάριν συναχθείσα εν τη Εφεσίων μητροπόλει,
Κελεστίνω επισκόπω εν Κυρίω χαίρειν. ...Αναγνωσθέντων δε εν τη αγία Συνόδω των
υπομνημάτων των πεπραγμένων επί τη καθαιρέσει των ανοσιών Πελαγιανών και
Καιλεστιανών, Καιλεστίου, Πελαγίου, Ιουλιανού, Περσιδίου, Φλώρου, Μαρκελλίνου,
Ορεντίου και των τα αυτά τούτοις φρονούντων, εδικαιώσαμεν και ημείς ισχυρά και
βέβαια μένειν τα επ’ αυτοίς ωρισμένα παρά της σης θεοσεβείας, και σύμψηφοι
πάντες εσμέν καθηρημένους έχοντες αυτούς...
Κανών 1. ...Ει τις μητροπολίτης της επαρχίας, αποστατήσας της αγίας και
οικουμενικής Συνόδου…τα Καιλεστίου εφρόνησεν ή φρονήσει, ούτος κατά των της
επαρχίας επισκόπων διαπράττεσθαι τι ουδαμώς δύναται, πάσης εκκλησιαστικής
κοινωνίας εντεύθεν ήδη υπό της Συνόδου εκβεβλημένος και ανενέργητος υπάρχων...
Κανών 4. Ει δε τίνες αποστατήσαιεν των κληρικών, και τολμήσαιεν ή κατ’ ιδίαν ή
δημοσία τα Νεστορίου ή τα Καιλεστίου φρονήσαι, και τούτους είναι καθηρημένους
υπό της αγίας Συνόδου δεδικαίωται.»
Όρος της Συνόδου περί της πίστεως, εν ω και περί ων ανήνεγκεν ο Χαρίσιος ή
Κανών 7
«Τούτων τοίνυν αναγνωσθέντων, ώρισεν η αγία Σύνοδος, ετέραν πίστιν μηδενί
εξείναι προφέρειν ή γουν συγγράφειν ή συντιθέναι, παρά την ορισθείσαν παρά των
αγίων Πατέρων των εν τη Νικαέων σνναχθέντων πάλει συν αγίω Πνεύματι. Τους δε
τολμώντας ή συντιθέναι πίστιν ετέραν, ή γουν προκομίζειν ή προφέρειν τοις
εθέλουσιν επιστρέφειν εις επίγνωσιν της αληθείας, ή εξ Ελληνισμού ή εξ
Ιουδαϊσμού ή γουν εξ αιρέσεως οιασδηποτούν, τούτους, ει μεν είεν επίσκοποι ή
κληρικοί, αλλοτρίους είναι τους επισκόπους της επισκοπής, και τους κληρικούς
του κλήρου ει δε λαϊκοί είεν, αναθεματίζεσθαι. Κατά τον ίσον δε τρόπον, ει
φωραθείεν τίνες, είτε επίσκοποι, είτε κληρικοί, είτε λαϊκοί, ή φρονούντες ή
διδάσκοντες τα εν τη προσκομισθείσα εκθέσει παρά Χαρισίου του πρεσβυτέρου περί
της ενανθρωπήσεως του μονογενούς Υιού του Θεού, ήγουν τα μιαρά και διεστραμμένα
του Νεστορίου δόγματα, υποκείσθωσαν τη αποφάσει της αγίας ταύτης και
οικουμενικής συνόδου, ώστε δηλονότι τον μεν επίσκοπον αλλοτριούσθαι της
επισκοπής και είναι καθηρημένον, τον δε κληρικόν ομοίως εκπίπτειν του κλήρου•
ει δε λαϊκός τις είη, και ούτος αναθεματιζέσθω, καθώς προείρηται.»
Ψήφος της αυτής αγίας Συνόδου ή Κανών 8
«Η άγια Σύνοδος είπε. Πράγμα παρά τους εκκλησιαστικούς θεσμούς και τους
κανόνας των αγίων Πατέρων καινοτομούμενον, και της πάντων ελευθερίας απτόμενον,
προσήγγειλεν ο θεοσεβέστατος συνεπίσκοπος Ρηγίνος και οι συν αυτώ ευλαβέστατοι
επίσκοποι της Κυπρίων επαρχίας Ζήνων και Ευάγριος. Όθεν, επειδή, τα κοινά πάθη
μείζονος δείται της θεραπείας, ως και μείζονα την βλάβην φέροντα, και μάλιστα
ει μηδέ έθος αρχαίον παρηκολούθησεν, ώστε τον επίσκοπον της Αντιοχέων πόλεως
τας εν Κύπρω ποιείσθαι χειροτονίας, καθά διά των λιβέλλων και των οικείων φωνών
εδίδαξαν οι ευλαβέστατοι άνδρες, οι την πρόσοδον τη αγία Συνόδω ποιησάμενοι,
έξουσι το ανεπηρέαστον και αβίαστον οι των αγίων εκκλησιών των κατά την Κύπρον
προεστώτες, κατά τους κανόνας των οσίων Πατέρων και την αρχαίαν συνήθειαν, δι
εαυτών τας χειροτονίας των ευλαβεστάτων επισκόπων ποιούμενοι. Το δε αυτό και
επί των άλλων διοικήσεων και των απανταχού επαρχιών παραφυλαχθήσεται, ώστε
μηδένα των θεοφιλέστατων επισκόπων επαρχίαν ετέραν, ουκ ούσαν άνωθεν και εξ
αρχής υπό την αυτού ή γουν των προ αυτού χείρα καταλαμβάνειν• αλλ’ ει και τις
κατέλαβε και υφ’ εαυτόν πεποίηται βιασάμενος, ταύτην αποδιδόναι• ίνα μη των
Πατέρων οι κανόνες παραβαίνωνται, μηδέ εν ιερουργίας πρσσχήματι, εξουσίας τύφος
κοσμικής παρεισδύηται, μηδέ λάθωμεν την ελευθερίαν κατά μικρόν απολέσαντες, ην
ημίν εδωρήσατο τω ιδίω αίματι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο πάντων ανθρώπων
ελευθερωτής. Έδοξε τοίνυν τη αγία και οικουμενική Συνόδω σώζεσθαι εκάστη
επαρχία καθαρά και αβίαστα τα αυτή προσόντα δίκαια εξ αρχής και άνωθεν, κατά το
πάλαι κράτησαν έθος, άδειαν έχοντος, εκάστου μητροπολίτου τα ίσα των
πεπραγμένων προς το οικείον ασφαλές εκλαβείν. Ει δε τις μαχόμενον τύπον τοις
νυν ωρισμένοις προκομίσοι, άκυρον τούτον είναι έδοξε τη αγία πάση και
οικουμενική Συνόδω.»
Συμπεράσματα
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί τη Σύνοδο κατά την οποία «εμφαίνει ούτω
την πρώτη βαθμίδα εις την Οικουμενικήν διαμόρφωσην του Χριστολογικού δόγματος,
καθ’ ήν απεκρούετο η υπό εμπειρικοορθολογιστικού πνεύματος κυριαρχούμενη
προσπάθεια επίλυσης του χριστολογικού ζητήματος»[46].
Σκοπός της συνόδου υπήρξε η επίλυση του αναφυέντος Χριστολογικού ζητήματος
και σα στόχο είχε «να περισώσει και να αναδείξει την πίστη της Νίκαιας, ότι
αυτός ο Θεός Λόγος είναι ο ενανθρωπήσας και επιτελέσας ούτω την πραγματική
λύτρωση και σωτηρία»[47]. Ταυτόχρονα όμως, με την κοινή συμφωνία και πίστη της
«Εκθέσεως πίστεως των διαλλαγών», επήλθε και ουσιαστική δογματική σύγκλιση,
ανάμεσα στις δύο μεγάλες θεολογικές σχολές της Αντιοχείας και της Αλεξανδρείας.
Μία πίστη στηριγμένη σε ένα δογματικό όρο ο οποίος «δετυπούτο εν αριστοτεχνική
συνθέσει των υγιών αρχών»[48] των δύο θεολογικών τάσεων.
Γι' αυτούς τους λόγους η επωνομαζόμενη και «Πρώτη Σύνοδος της Εφέσου»
«υπήρξε χωρίς αμφιβολία σταθμός στην ιστορία της Ορθόδοξης θεολογίας» αφού «όχι
απλώς καταδίκασε δύο γνωστούς της εποχής αιρετικούς, αλλά κυρίως διότι με τη
διδασκαλία της δόθηκε απάντηση σ’ ένα ερώτημα το οποίο είχε τεθεί μερικές
δεκαετίες πριν», ενώ «απετέλεσε την απάντηση στο ερώτημα και την αραγή βάση
πάνω στη οποία η εκκλησία θεμελίωσε τη Χριστολογία και τη σωτηριολογία της».
De Siris